«Η τελευταία άποψη της Πόλης θα είναι ένα πέπλο από μανιασμένους γλάρους που παίρνουν ύψος ανάμεσα στον Τάγο και σε μένα».


Οι γλάροι του λιμανιού της Λισαβόνας δεν μπόρεσαν να φέρουν πίσω για δεύτερη φορά τον Ζοζέ Καρδόζο Πίρες, όπως εκείνο τον Γενάρη του 1995, όταν ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον άφησε χωρίς μνήμη για 15 ολόκληρες ημέρες. «Εμαθα ότι χωρίς μνήμη ο θάνατος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει νόηση χωρίς αναμνήσεις. Ούτε συναισθήματα υπάρχουν, που είναι ό,τι σημαντικότερο. Εκείνες τις ημέρες κοιτούσα τα βιβλία σαν πέτρες, δεν μπορούσα να τ’ ανοίξω. Αυτό όμως που κερδίζεις ύστερα είναι κάτι το θαυμάσιο». Καρπό αυτής της εμπειρίας που σήμαινε ουσιαστικά την ακύρωση όλων των προηγούμενων εμπειριών του αποτέλεσε το έργο του «De Profundis-Αργό Βαλς» (εκδόσεις Dom Quixote, Λισαβόνα, 1997), στο οποίο περιγράφει την επιστροφή του στη ζωή από αυτή τη βαθιά ομίχλη τού τίποτε, την επανάκαμψή του στη ρουτίνα της καθημερινότητας, στην ανάγκη να τα μάθει όλα από την αρχή. Οχι τυχαία χρησιμοποιεί ως επιγραμματική φράση του έργου αυτού τη ρήση του Μπέκετ: «Δεν είμαι πια εγώ αλλά άλλος που άσχημα αρχίζει».


Γεννήθηκε το 1925 στο Σάου Ζοάου ντο Πέσο, Καστέλο Μπράνκο, ένα προάστιο της Λισαβόνας, και σπούδασε Ανώτερα Μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της πορτογαλικής πρωτεύουσας χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Κατατάχθηκε στο Εμπορικό Ναυτικό, «το οποίο εγκατέλειψα όπως ακριβώς το ξεκίνησα, χωρίς να έχω ιδέα για τίποτε». Αργότερα η επαγγελματική σταδιοδρομία του θα επικεντρωθεί γύρω από τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία: υπήρξε λογοτεχνικός διευθυντής πολλών εκδοτικών οίκων, διευθυντής του περιοδικού «Almanaque» και υποδιευθυντής της ιστορικής εφημερίδας «Diario de Lisboa» (1974-75). Η αφοσίωσή του στη δημοσιογραφία ­ την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ, αν και σταμάτησε να την ασκεί επαγγελματικά αφότου εγκατέλειψε τη διεύθυνση της εφημερίδας ­ μαζί με το ενδιαφέρον του για το ζήτημα της πορτογαλικής ταυτότητας αναδείχθηκαν στο πιο σημαντικό ίσως μυθιστόρημά του «Alexandra Alpha» (εκδόσεις Dom Quixote, Λισαβόνα, 1987). Ενα έργο τέχνης που μετατρέπει τον τοπικισμό σε οικουμενισμό χάρη σε μια γραφή που δεν πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες και απαιτεί από τον αναγνώστη μια προσπάθεια που ανταμείβεται από το κάλλος της δομής κα τη δύναμη των συλλογισμών του.


Το ίδιο ισχύει και για άλλα δύο έργα του: το «Balada da Praia dos Caes» (εκδόσεις Ο Jornal, Λισαβόνα, 1982), το οποίο μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο από τον Ζοζέ Φονσέκα, κα το «Ο Delfim» (εκδόσεις Moraes, Λισαβόνα, 1968), μυθιστόρημα το οποίο αποτελεί σταθμό και στροφή ταυτόχρονα της σύγχρονης πορτογαλικής λογοτεχνίας. Συνδεδεμένος χρονολογικά με μια γενιά νεορεαλιστική με την οποία μοιράστηκε κοινωνικές ανησυχίες και δράση εναντίον της δικτατορίας του Σαλαζάρ, ο Καρδόζο Πίρες αντιτίθεται από το πρώτο του κιόλας έργο στον ρομαντικό λαϊκισμό και στη δημαγωγία αυτού του ρεύματος. Η γραφή του προσπερνά τη νεορεαλιστική θεματική με λεπτές ψυχολογικές αναλύσεις με τις οποίες πλάθει τους χαρακτήρες του και κυρίως με μια φλέβα σαρκασμού και ειρωνείας εντελώς προσωπική.



Ζούσε τη λογοτεχνία ως ιεροτελεστία την οποία τελούσε καθημερινά για να πάει να γράψει στο σπίτι που είχε στην Κόστα Καπαρίκα. Περνούσε την ημέρα του γράφοντας και το απόγευμα επέστρεφε στη Λισαβόνα για να καθαρογράψει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τις εμπνεύσεις της ημέρας. Συνήθιζε να λέει ότι «η γραφή είναι μια διαρκής κίνηση καταστροφής και αναδημιουργίας. Τίποτε δεν δημιουργείται χωρίς την καταστροφή και τίποτε δεν εξυμνείται χωρίς να έχει υποστεί επίθεση». Του άρεσε να δουλεύει απέναντι στον ωκεανό. Ελεγε ότι «η θάλασσα μεταδίδει μια αίσθηση ζωντανής απομόνωσης, όμοιας με εκείνη που προσφέρουν οι πραγματικά μεγάλες πόλεις».


«Ποιητή της σύγχρονης πορτογαλικής μυθιστοριογραφίας» τον αποκαλούσαν κι ας μην είχε γράψει στη ζωή του ούτε ένα στίχο. Οσοι πάρουν στα χέρια τους το τελευταίο έργο του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, ως συνήθως αρχίζοντας το σπίτι από τη στέγη, θα καταλάβουν το γιατί αυτού του χαρακτηρισμού. Ο Ζοζέ Καρδόζο Πίρες είναι ο καλύτερος χρονογράφος της σημερινής Λισαβόνας. Εύρημά του, ένας συνεχής διάλογος με την πόλη, τις μυρωδιές και τα χρώματά της. Ελεγε: «Τα πρωινά η Λισαβόνα μυρίζει λεμόνι. Τα μπαρ της μυρίζουν λεμόνι, φρεσκοκαθαρισμένους πάγκους, κάτι που σημαίνει για μένα την έναρξη της ιεροτελεστίας του ποτού… Είμαι, βλέπετε, morning drinker!». Morning drinker, όπως ο Φερνάντο Πεσόα, που εξακολουθεί να βρίσκεται με τη μορφή μπρούντζινου αγάλματος σε ένα από τα τραπεζάκια του καφέ «Α Brasileira». Οσο για τα χρώματα, «είναι εύκολο να πεις ότι το λευκό είναι το χρώμα της Λισαβόνας. Ποιο λευκό όμως; Ολη μου τη ζωή την έχω περάσει σε αυτή την πόλη και δεν είδα ποτέ ένα λευκό. Είδα 50-60 λευκά. Αυτή η πόλη είναι μια πραγματική πρόκληση για τους ζωγράφους».


Το «Λισαβόνα, Ημερολόγιο Καταστρώματος» είναι ένα κείμενο μικρής έκτασης, ένα κείμενο διαβάτη που προτιμά να αναζητήσει το πνεύμα του τόπου από τον οποίο περνά παρά να καταγράψει την ομορφιά των δρόμων και των πλατειών του. Μια συναρπαστική συνάντηση εντυπώσεων, ιστοριών και διαδρομών που έχουν ως πρωταγωνιστή τους την πόλη στην οποία οριοθέτησε όλη τη λογοτεχνική δημιουργία του: τη Λισαβόνα, μια πόλη ταλαιπωρημένη από την αφθονία φθηνού λυρισμού, μια πόλη την οποία ο Καρδόζο Πίρες επιχειρεί να ανακτήσει ακέραια μέσα από ένα πλήθος κείμενα που υπερέβαλλαν την πολύχρωμη μελαγχολία της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Χωρίς να ξεχνάει την κομψή ειρωνεία που χαρακτηρίζει τους κατοίκους της, ο Καρδόζο Πίρες περιδιαβάζει την ιστορία και το παρόν της πόλης του χωρίς να αγνοεί ότι η θλίψη είναι το τελευταίο που χάνει κανείς και ότι μετά από τα 50 χρόνια δικτατορίας που έκαναν την Πορτογαλία μια χώρα θλιμμένη και τη Λισαβόνα πρωτεύουσα αυτής της θλίψης είναι αδύνατον να μη χρωματίζει τον αέρα της πόλης η μελαγχολία, αν και η παραίτηση μπροστά της χωρίς να αναζητήσει σωτηρία στο χιούμορ είναι ένας από τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η Λισαβόνα.


«Προσπάθησα να αντικατοπτρίσω», είπε ο συγγραφέας, «το τοπίο του πνεύματος της πόλης και όχι το τοπίο των τόπων της. Είναι η Λισαβόνα όπως τη νιώθω, όχι η Λισαβόνα όπως τη βλέπω». Αυτή η τελευταία φράση είναι απόλυτα συνεπής με τη λογοτεχνία του Καρδόζο Πίρες, μια λογοτεχνία στην οποία το πνεύμα των γεγονότων είναι πιο αποφασιστικό από τα ίδια τα γεγονότα, μια λογοτεχνία όπου οι πράξεις είναι λιγότερο σημαντικές από τους στοχασμούς, μια λογοτεχνία όπου οι λέξεις δεν περιορίζονται στο να εκπέμπουν εικόνες προς τους αναγνώστες: φιλοδοξούν να επηρεάσουν την αίσθηση που έχουν οι τελευταίοι για τον κόσμο.


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ως καρπός της ευρείας αναγνώρισής του από κοινό και κριτικούς, τα βραβεία διαδέχονταν το ένα το άλλο, με τελευταίο το Βραβείο Πεσόα, την υψηλότερη διάκριση των πορτογαλικών γραμμάτων, που του απονεμήθηκε τον Δεκέμβριο του 1997. «Οσο υπάρχει ζωή υπάρχει λογοτεχνία, γράφει όμως κανείς επειδή χαίρεται τη ζωή». Με αυτά τα λόγια έμοιαζε ο Καρδόζο Πίρες να συνοψίζει τα τελευταία χρόνια του. Επειδή με τη γραφή του έσκιαζε το φάντασμα του θανάτου, τον οποίο περίμενε με φλέγμα πίσω από τα κρύσταλλα του «Cafe Atinel», με μόνη συντροφιά το μολύβι και το χαρτί:


«Οταν τελικά κλείσουμε τη σελίδα όπου διαβάσαμε τις γραμμές της πόλης, ανακαλύπτουμε ότι η τζαμαρία του καφέ έχει θολώσει από έναν ανεμοστρόβιλο γλάρων και ότι ο Τάγος έχει γίνει αόρατος. Οτι έχει εξαφανισθεί πίσω από μια δίνη από φτερά και ότι δεν είναι πια το ποτάμι που αναγγέλλει τον ωκεανό. Και είναι αυτή ακριβώς η στιγμή όταν, τρυφερά και με εμπιστοσύνη, νιώθουμε ακόμη περισσότερο αγκυροβολημένοι στην πόλη που μας είδε να ξεκινάμε».


Ο Ζοζέ Καρδόζο Πίρες πέθανε τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου 1998 στο νοσοκομείο Σάντα Μαρία της Λισαβόνας όπου νοσηλευόταν τους τελευταίους τέσσερις μήνες σε βαθύ κώμα.