Το μπισκότο, η στράτευση και η έμπνευση


Η Μάργκαρετ Ατγουντ (Οτάβα, 1939) αναγνωρίζεται σήμερα όχι μόνο ως η σημαντικότερη εκπρόσωπος των καναδικών γραμμάτων αλλά και ως μια από τις εξέχουσες φωνές της δυτικής λογοτεχνίας. Η θέρμη του λόγου και του βλέμματός της επιβεβαιώνει την εντύπωση που σου προκαλούν τα κείμενά της. Είναι από τις συγγραφείς εκείνες τις οποίες μπορεί κανείς να εμπιστεύεται στα τυφλά. Οι αναγνώστες της Μάργκαρετ Ατγουντ ξέρουν ότι βρίσκονται ενώπιον μιας συγγραφέως με πλήρη συνείδηση της σημασίας της τέχνης της γραφής, κατόχου μιας αντίληψης του κόσμου και της κοινωνίας στην οποία ζει, ικανής να εμβαθύνει στον λαβύρινθο των συμπεριφορών και των συναισθημάτων αντρών και γυναικών, λίγο περισσότερο ίσως αυτών των τελευταίων, που παλεύουν με τα ίδια τους τα φαντάσματα. Είναι γνωστή ως μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και, κυρίως, ποιήτρια. Η Μάργκαρετ Ατγουντ είναι εδώ και χρόνια μόνιμη υποψήφια για το βραβείο Νομπέλ και αποτελεί μέρος της λίστας των εκλεκτών τους οποίους ο Χάρολντ Μπλουμ περιέλαβε στον επίμαχο Κανόνα του. Ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου γης, αρνείται την ετικέτα της στρατευμένης συγγραφέως. Ο Χάρης Παπαγεωργίου τη συνάντησε στη Μαδρίτη, με την ευκαιρία της έκδοσης στα ελληνικά του βιβλίου της «Το άλλο πρόσωπο της Γκρέις» (εκδόσεις Ωκεανίδα, μετάφραση Εφη Καλλιφατίδη). Θέμα του βιβλίου, η πραγματική ιστορία της καμαριέρας Γκρέις Μαρκς που συγκλόνισε την κοινή γνώμη του Καναδά το 1843, κατηγορούμενη για τον φόνο του αφεντικού της και της οικονόμου-ερωμένης του.


­ Η ταυτόχρονη αφοσίωσή σας στην ποίηση, στη μυθιστοριογραφία και στο δοκίμιο τι υποδηλώνει;


«Ασχολούμαι με πολλά είδη γραφής επειδή ακολουθώ την κλίση μου και επειδή ως τώρα κανείς δεν μου έχει πει να μην το κάνω. Οταν άρχισα να γράφω στον Καναδά, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν σχεδόν αδύνατο να εκδόσεις μυθιστορήματα. Ο Καναδάς ήταν μια κοινωνία μετάβασης από το αποικιακό στο μεταποικιακό και η εξάρτηση από τη μητρόπολη ήταν απόλυτη. Τα μυθιστορήματα που διάβαζε τότε ο κόσμος προέρχονταν είτε από τις ΗΠΑ είτε από τη Βρετανία, στη δε περίπτωση του Κεμπέκ από τη Γαλλία. Δεν υπήρχαν και πολλά χρήματα για να εκδοθούν πολυσέλιδα μυθιστορήματα. Ετσι λοιπόν και εγώ όπως και πολλοί σύγχρονοί μου αρχίσαμε να γράφουμε ποίηση. Οι ολιγοσέλιδες εκδόσεις είχαν πάντοτε την προτίμηση των εκδοτών. Τώρα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά».


­ Οι λέξεις έχουν διαφορετικό βάρος όταν γράφετε ποίηση απ’ ό,τι όταν γράφετε μυθιστορήματα;


«Η απάντηση είναι ναι και θα σας εξηγήσω πώς. Θα χρησιμοποιήσω μάλιστα για την εξήγησή μου όρους και μέσα που προέρχονται από το περιβάλλον βιολόγων μέσα στο οποίο μεγάλωσα (σ.σ.: παίρνει χαρτί και μολύβι και την ώρα που μιλάει σχεδιάζει ένα σκαρίφημα). Πιο συγκεκριμένα, θα χρησιμοποιήσω την κυματομορφή. Η κυματομορφή ενός μυθιστορήματος είναι πολύ μεγάλη, με συνέπεια κάτι που συμβαίνει στη σελίδα, ας πούμε, 90, δεν συνδέεται με κάτι άλλο προτού φθάσεις στη σελίδα 126 και έπειτα λίγο παρακάτω, στη 200 κτλ. Επειτα υπάρχουν παράλληλες κυματομορφές, οι οποίες έχουν ανάλογη μορφή και εξέλιξη. Η κυματομορφή του ποιήματος, αντίστοιχα, είναι πολύ μικρή και πολύ περιεκτική. Νομίζω ότι ήταν ο Χέμινγκγουεϊ αυτός ο οποίος παρομοίασε το μυθιστόρημα με την αρχιτεκτονική. Εγώ θα σας έλεγα ότι η ποίηση είναι σαν ένα σφύριγμα και το μυθιστόρημα σαν ένα οικοδόμημα. Για να επιστρέψω στα της βιολογίας, μεγάλωσα με ένα βιολόγο και ο αδελφός μου είναι νευροφυσιολόγος, πιστεύω ότι η ποίηση γράφεται με ένα διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου, το τμήμα εκείνο το οποίο βρίσκεται εγγύτερα στη μουσική και στα μαθηματικά. Για να το πω με ένα διαφορετικό τρόπο, η ποίηση γράφεται με το αριστερό χέρι, αν είσαι δεξιόχειρας βέβαια!».


­ Το οικογενειακό περιβάλλον σας με ποιον τρόπο σάς επηρέασε στην επιλογή σας;


«Δεν σπούδασα βιολογία, είμαι φιλόλογος, αλλά μου αρέσει να διαβάζω θέματα εκλαϊκευτικά σχετικά με αυτή. Θα σας πω κάτι. Δεν πήγα σχολείο ως τα 12 χρόνια μου. Ο πατέρας μου έκανε κάποιες εντομολογικές έρευνες στα δάση του Βορρά και με είχε μαζί του. Περνούσα όλη την ημέρα δίπλα του, χαμένη μέσα στα δέντρα. Ηταν κάτι το μαγικό. Σήμερα συμμετέχω ενεργά στις υποθέσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα για τη διατήρηση των οικοσυστημάτων των πουλιών στην Κούβα, η οποία έχει ένα εκπληκτικό φυσικό οικοσύστημα και μια κυβέρνηση η οποία ασχολείται ενεργά με τη διατήρησή του. Ενας λόγος γι’ αυτό είναι ότι πολλά από τα πουλιά που βρίσκονται το καλοκαίρι στον Καναδά, τον χειμώνα μεταναστεύουν στην Κούβα. Θυμάμαι όταν με ρώτησαν για πρώτη φορά τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, απάντησα με κάθε φυσικότητα: «Συγγραφέας!». Κανείς δεν είπε: «Τι έκανε, λέει;». Ενας θείος μου μόνο σχολίασε: «Αυτό είναι πολύ καλό, αφού είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις στο σπίτι». Ο Καναδάς προόριζε τότε τους άντρες για τις βαριές δουλειές και τις γυναίκες για το σπίτι και τις τέχνες. Κανείς δεν περίμενε και δεν απαιτούσε κάτι το ιδιαίτερο από αυτές και αυτό είναι κάτι που παρείχε, ως ένα βαθμό, ελευθερία έκφρασης και δημιουργίας, η οποία κατέληξε σε μια γενιά από γυναίκες συγγραφείς που κυριαρχούν σήμερα στη λογοτεχνική σκηνή της χώρας».


­ Τι είναι αυτό που τράβηξε την προσοχή σας στην προσωπικότητα της Γκρέις Μαρκς, της ηρωίδας του τελευταίου μυθιστορήματός σας; Επαιξε κάποιο ρόλο το ότι είναι ένας γυναικείος χαρακτήρας;


«Η αλήθεια είναι ότι έχω μια εξαιρετικά ριζοσπαστική άποψη για τις γυναίκες: πιστεύω ότι είναι ανθρώπινα όντα! Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας ιδιαίτερος λόγος να πιστεύω ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι αγγελούδι, όπως ακριβώς και οι άντρες. Μπορεί να έχουν πολλούς και διάφορους τρόπους έκφρασης αυτού του ανθρώπινου στοιχείου, κανείς δεν είναι τέλειος όμως. Σε ό,τι αφορά την Γκρέις, αυτό που με προσείλκυσε σε αυτήν είναι ο τρόπος με τον οποίο όλοι οι άλλοι πρόβαλλαν πάνω της τα ίδια τους τα συναισθήματα. Διαβάζοντας τις εφημερίδες της εποχής, μιλάμε για το 1840, παίρνει κανείς μια ιδέα για την πόλωση που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων. Από τη μία πλευρά οι της συντηρητικής πλευράς τη δαιμονοποιούσαν, έλεγαν ότι ήταν ένα τέρας και ότι ήταν η εμπνεύστρια του εγκλήματος· από την άλλη πλευρά, οι μεταρρυθμιστές της εποχής εκείνης τη θεωρούσαν θύμα. Εχουμε να κάνουμε με μια πολύ νέα κοπέλα η οποία βρέθηκε αναμεμειγμένη σε ένα έγκλημα, δεν ξέρουμε όμως σε ποιο βαθμό και ποτέ δεν θα το μάθουμε. Οι διάφορες απόψεις που εκφράστηκαν, είτε για την απλή περιγραφή της είτε για τον χαρακτήρα της, εξέφραζαν ουσιαστικά την πολιτική αντιπαράθεση της εποχής μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών. Αυτή η υποκειμενικότητα της ματιάς των άλλων ήταν που μου κίνησε την προσοχή για το επεισόδιο αυτό».





­ Επαιξε όμως κάποιο ρόλο το γεγονός ότι ήταν ένας γυναικείος χαρακτήρας;


«Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχαν αρσενικοί χαρακτήρες τόσο ελκυστικοί όσο αυτός της Γκρέις Μαρκς, και, όπως και να το κάνουμε, μου ήταν πολύ πιο εύκολο να διηγηθώ αυτή ή οποιαδήποτε άλλη ιστορία από τη γυναικεία οπτική γωνία. Η έννοια της ανηθικότητας, η αμφισημία των γυναικείων συμπεριφορών και το βλέμμα μιας υποκριτικής και καταπιεστικής κοινωνίας αποτέλεσε για μένα υλικό πρώτης τάξεως».


­ Θα μπορέσει ποτέ να γίνει γνωστή η οριστική εκδοχή για τα διαδραματισθέντα;


«Ευτυχώς ή δυστυχώς αυτό είναι κάτι που δεν θα το μάθουμε ποτέ, αφού από τα τέσσερα πρόσωπα που βρίσκονταν στο σπίτι την ώρα του εγκλήματος τα δύο δολοφονήθηκαν, ο τρίτος, ο Τζέιμς Μακ Ντέρμοτ, απαγχονίστηκε αργότερα ως αυτουργός, και η τέταρτη, η Γκρέις, ποτέ δεν έδωσε μια ξεκάθαρη εκδοχή για την υπόθεση. Οπως είδαμε στην υπόθεση Ο. Τζ. Σίμπσον ή στην υπόθεση Κλίντον­ Λιουίνσκι, αυτές λειτουργούν ως προσανάμματα για ολόκληρη την κοινωνία, αφού οι πάντες έχουν άποψη και τη συζητούν και τη σχολιάζουν όπου βρεθούν και όπου σταθούν. Από την υπόθεση Γκρέις Μαρκς μπορούν να εξαχθούν επίσης πολλά συμπεράσματα για την εποχή: για τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στους υπηρέτες, απέναντι στις διάφορες τάξεις. Ο δολοφονημένος ήταν γαιοκτήμονας, επομένως έχουμε και την υπόθεση του ταξικού εγκλήματος. Α, και κάτι ακόμη: Ηταν νέα και όμορφη και είχε διαφύγει με έναν άντρα. Υπήρχε λοιπόν και σεξουαλικό ενδιαφέρον εκ μέρους της κοινής γνώμης του 19ου αιώνα».


­ Το γεγονός ότι θεωρείστε μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς του Καναδά, υποψήφια επίσης για το βραβείο Νομπέλ, σας κάνει να νιώθετε περίεργα ως μέλος ενός establishment;


«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μέλος κανενός establishment, θεωρώ ότι ένας συγγραφέας που θέλει να είναι τέτοιος δεν μπορεί να μοιράζεται αυτή την ιδιότητα με αυτήν του μέλους ενός, οποιουδήποτε, establishment. Οσο περισσότερο κυκλοφορούν αυτές οι φήμες ­ ιδιαίτερα για το Νομπέλ ποτέ δεν ξέρεις, πάντοτε είναι φήμες ­ νομίζω ότι το καλύτερο που έχει να κάνει κάθε συγγραφέας είναι να αποτραβηχτεί όσο μπορεί πιο μακριά και να συγκεντρωθεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο γράψιμο. Αυτό τουλάχιστον κάνω εγώ. Για την ιστορία όμως θα σας πω ότι ένα από τα βραβεία που με ελκύουν περισσότερο είναι το βραβείο Μαντέλο, στη Σικελία, και ξέρετε γιατί; Επειδή σε καλούν στο Παλέρμο για να σου το απονείμουν. Το Παλέρμο με συγκινεί και με τραβάει πολύ ως πόλη».


­ Περισσότερο από τη Στοκχόλμη;


«Και η Στοκχόλμη είναι μια ενδιαφέρουσα πόλη, το Παλέρμο όμως είναι ενδιαφέρον με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο».


­ Εχετε την αίσθηση ότι η καναδική λογοτεχνία ζει στη σκιά της υπόλοιπης αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας;


«Οπως σας είπα και προηγουμένως, την πρώτη περίοδο το πρόβλημα ήταν καθαρά σχέσεων μητρόπολης-αποικίας. Σήμερα νομίζω ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είναι πλέον δύσκολο να πεις από πού προέρχονται οι επιρροές. Η λογοτεχνία ζει μια περίοδο μεταεθνικιστική. Οι συγγραφείς ζουν έξω από τη χώρα τους και κατά συνέπεια αποκτούν νέες εμπειρίες και πολυποίκιλες επιρροές. Σήμερα ο κόσμος είναι σαν μεγάλο τραπέζι στρωμένο με φαγητά, από τον οποίο ο καθένας τσιμπολογάει από εδώ και από εκεί. Ο Λέοναρντ Κόεν, για παράδειγμα, είναι Καναδός, ζει στο Λος Αντζελες και είναι βουδιστής. Από την εμπορική βέβαια πλευρά οι Ηνωμένες Πολιτείες μάς θέλουν δικούς τους. Ο Καναδάς είναι μια μικρή χώρα που μοιράζεται την ίδια γλώσσα με μια άλλη πολύ μεγάλη και πανίσχυρη που έχει δίπλα της, και αυτό είναι κάτι αποφασιστικό. Αν μιλούσαμε διαφορετικές γλώσσες τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά».


­ Μιλήσατε για μεταεθνικισμό στη λογοτεχνία, στην καναδική κοινωνία όμως παρατηρείται έξαρση των αποσχιστικών τάσεων, ιδίως στην περιοχή του Κεμπέκ.


«Για να αντιληφθείτε τι ακριβώς συμβαίνει, και σε συνδυασμό με αυτό που σας έλεγα, το 90% των ταινιών που προβάλλονται στον Καναδά, είτε στην αγγλόφωνη είτε στη γαλλόφωνη περιοχή του, είναι παραγωγής ΗΠΑ. Υπάρχει βέβαια η διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά την τάση των δύο πολιτισμών. Η καναδική κουλτούρα έχει το βλέμμα της στραμμένο περισσότερο προς την Ευρώπη ενώ οι ΗΠΑ ομφαλοσκοπούν. Οι διαφορές μεταξύ των περιοχών του Καναδά ίσως να μην έχουν τόση σημασία αν δώσουμε έμφαση στο τι μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτές. Και μόνο το γεγονός ότι είμαστε υποχρεωτικά δίγλωσσοι μόνο πλεονέκτημα νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί. Προσφέρει περισσότερες δυνατότητες διεύρυνσης του πνευματικού ορίζοντα των ανθρώπων. Εμένα, για παράδειγμα, με επηρέασαν περισσότερο γαλλόφωνοι παρά αγγλόφωνοι συγγραφείς. Ο Καναδάς είναι μια χώρα που δίνει διαρκώς την εντύπωση ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης. Το να είναι κανείς Καναδός είναι μια διαρκής εκδήλωση βούλησης, κάτι για το οποίο θα πρέπει να αναλώσεις όλες τις δυνάμεις σου. Πιστέψτε με όμως, αξίζει τον κόπο».


­ Θεωρείτε τον εαυτό σας πολιτικά στρατευμένο; Πιστεύετε σε αυτού του είδους την τέχνη;


«Γενικά οι ταμπέλες και οι ετικέτες δεν με ενθουσιάζουν καθόλου. Είμαι συγγραφέας και η τέχνη με ενδιαφέρει ως έργο. Οταν γράφεις εκτίθεσαι, θέλοντας και μη αναλώνεσαι σε κάτι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτό που γράφει ο ένας είναι σωστό και ότι αυτό που γράφει ο άλλος είναι λάθος. Το ενδιαφέρον μου για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κάτι που άρχισε κατά την παιδική μου ηλικία. Η μητέρα μου έδινε κάθε απόγευμα στον αδελφό μου και σε μένα από ένα μπισκότο. Ενα και μόνο ένα στον καθένα. Δεν είχε ο ένας δύο και ο άλλος κανένα. Θα μου άρεσε λοιπόν ένας κόσμος όπου όλοι να μπορούσαν να έχουν από ένα μπισκότο! Από εκείνη την ηλικία αντιλήφθηκα επίσης τη σημασία της συλλογικής διεκδίκησης: όταν αρχίζαμε ο αδελφός μου και εγώ να παραπονιόμαστε ο καθένας από την πλευρά του, δεν κερδίζαμε ποτέ δεύτερο μπισκότο. Οταν όμως πηγαίναμε και οι δύο μαζί και με συντονισμένα επιχειρήματα ζητούσαμε από ένα δεύτερο μπισκότο, τότε το πετυχαίναμε. Είναι απλό, έτσι δεν είναι;».


­ Εξακολουθείτε να έχετε αυτή την αίσθηση του επιβιώσαντα όπως είχατε περιγράψει σε ένα παλαιότερο βιβλίο σας;


«Πρόκειται να γράψω, ή μάλλον είμαι υποχρεωμένη να γράψω, ένα άρθρο για ένα περιοδικό πάνω σε αυτό το θέμα. Είναι στο πλαίσιο ειδικών τευχών για το τέλος της χιλιετίας που κάνουν σχεδόν όλα τα περιοδικά εκεί, οπότε ό,τι έχω να πω γι’ αυτό το θέμα θα μου επιτρέψετε να το κρατήσω για το άρθρο αυτό. Δεν θα καταπιαστώ βέβαια με ολόκληρη τη χιλιετία, αλλά με τα τελευταία 30 χρόνια. Είμαι αρκετά αισιόδοξη, βλέπετε!».