Είναι ευχάριστο που κυκλοφόρησαν δύο μονογραφίες για το έργο του ελβετού στοχαστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ από διδάσκοντες φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χρησιμοποιώντας αυστηρά κριτήρια, και τα δύο βιβλία είναι υψηλής ποιότητας και αρκετά πρωτότυπες συμβολές στη διεθνή βιβλιογραφία.


Στη μελέτη του ο καθηγητής Γιώργος Μανιάτης πραγματεύεται την κριτική του Ρουσσώ στον πολιτισμό (με τη στενή αλλά και την ευρεία έννοια του όρου). Με βάση αυτή, τον αναδεικνύει ως την αυτοσυνειδησία της νεωτερικότητας, από την άποψη ότι συμπυκνώνει τον βαθύτατα αντιφατικό αλλά και αυτοκριτικό χαρακτήρα του νεότερου δυτικού πολιτισμού. Το κόκκινο νήμα που ενώνει τα πρωτογενή κείμενα, την επιχειρηματολογία των οποίων ανασυνθέτει ο Μανιάτης, είναι η ηθική, που χαρακτηρίζεται «πηγή έμπνευσης και κυρίαρχο κίνητρο της σκέψης» του πολίτη της Γενεύης. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι μιλάει ως οπισθοδρομικός ή ηθικολόγος. Απλώς, προσπαθεί να εντοπίσει τις αντινομίες του διαφωτισμού και να προειδοποιήσει ότι η κατάρρευση προϋπαρχουσών προκαταλήψεων δεν αποτρέπει την εδραίωση νέων ψευδαισθήσεων. Ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθεί το 3ο κεφάλαιο, το πλέον πρωτότυπο και συναρπαστικό. Σε αυτό παρουσιάζεται η πολύπλευρη σχέση του Ρουσσώ με τη μουσική. Ειδική αναφορά γίνεται στην περίφημη querelle de Bouffons, τη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της ιταλικής όπερας και των οπαδών της γαλλικής, διαμάχη που συγκλόνισε το Παρίσι των μέσων του 18ου αιώνα και στην οποία ο Ρουσσώ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Εδώ φαίνεται εύγλωττα πώς μουσικολογικές διαφωνίες αναδεικνύουν διαφορές στο γούστο και στα ήθη και κυρίως πώς συνδέονται άρρηκτα με τις κοινωνικές σχέσεις και τα πολιτικά διακυβεύματα.


Στη μελέτη της η Βασιλική Γρηγοροπούλου εντοπίζει ως κομβικό σημείο σύνδεσης αγωγής και πολιτικής στον Ρουσσώ το ζήτημα της αποφυγής της πλάνης στην αναζήτηση του κοινού αγαθού. Ετσι αφενός το πολιτικό ιδεώδες της ελευθερίας προϋποθέτει την καλλιέργεια των γνωστικών ικανοτήτων, αφετέρου το αίτημα του γιγνώσκειν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά σε συνθήκες ελευθερίας. Δηλαδή, αγωγή και πολιτική δεν είναι απλώς συμπληρωματικές αλλά αλληλοπεριεκτικές. Ασφαλώς λοιπόν δεν είναι συμπτωματικό ότι ο Ρουσσώ γράφει εκ παραλλήλου το Κοινωνικό Συμβόλαιο, το μείζον πολιτικοθεωρητικό κείμενό του, και τον Αιμίλιο, την πραγματεία του περί αγωγής, τα οποία εκδίδονται σχεδόν ταυτόχρονα το 1762.


Με τον Αιμίλιο αμφισβητούνται ριζικά η προδιαφωτιστική αλλά και τα όποια δογματικά και χειραγωγικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης του στοχαστή διαφωτιστικής παιδαγωγικής και τίθενται οι όροι μιας αγωγής που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την άρση των άνισων και ανελεύθερων κοινωνικών σχέσεων. Η ιδιαιτέρως χρήσιμη αντιπαραβολή του ρουσσωικού εγώ αισθάνομαι με το καρτεσιανό εγώ σκέφτομαι που κάνει η Γρηγοροπούλου καταδεικνύει πώς η αγωγή των διαφωτισμένων και εκκοινωνισμένων συναισθημάτων συνδυάζεται με την πολιτική των θεσμών και επιπλέον δείχνει ότι το ίδιο το ερώτημα «τι μπορώ να γνωρίζω;» δεν τίθεται ανεξάρτητα από τις ηθικές και πολιτικές αξίες που το υποκινούν. Το βιβλίο δεν ασχολείται με ένα μοντέλο δημόσιας αγωγής που αναπτύσσει ο Ρουσσώ στον Λόγο για την Πολιτική Οικονομία και στη Μεταρρύθμιση της Πολωνίας, εκ πρώτης όψεως αντίθετο με αυτό του Αιμιλίου. Ισως όμως είναι λάθος να χρεωθεί ως παράλειψη, εφόσον η επιχειρηματολογία της συγγραφέως μπορεί να υποδείξει τους όρους συμβατότητάς τους.