Παρά τις ουκ ολίγες συνεντεύξεις του συγγραφέα και τα σχετικά εκτεταμένα δημοσιεύματα, μένουμε με την εντύπωση ότι γύρω από το καινούργιο βιβλίο του Θ. Βαλτινού έχει δημιουργηθεί μια αχλή ασάφειας, πιθανώς ευεργετική ως προς τις πωλήσεις του βιβλίου, ίσως όμως αποθαρρυντική για επίδοξους αναγνώστες. Κατ’ αρχήν, νομίζουμε πως πρόκειται για ψευδεπίγραφο βιβλίο, με κληροδοτημένο τίτλο που τελικά το αδικεί. Ενας αποκαλυπτικότερος τίτλος θα ήταν «Μεγάλος Συναξαριστής. Βαλκανικοί – ’22», μια και το βιβλίο αγκαλιάζει έναν αριθμό συναξαρίων ελλήνων στρατιωτών, περισσότερο ή λιγότερο αγίων, με πρώτο μάρτυρα των γεγονότων τον Αντρέα Κορδοπάτη.


Ο συγγραφέας όμως βρέθηκε δέσμιος μακροχρόνιων υποσχέσεων για μια συνέχεια στο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, που είχε εκδοθεί, αρχές 1972, με υπότιτλο Βιβλίο πρώτο: Αμερική. Τότε ο Θ. Βαλτινός προανήγγειλε δύο ακόμη μικρούς τόμους, διευκρινίζοντας ότι ο πρώτος θα αφορούσε τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ ο δεύτερος θα κάλυπτε την περίοδο από τον Μεταξά ως την Κατοχή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του στη Σούλα Αλεξανδροπούλου («Καθημερινή»), ανακοίνωνε πως ο δεύτερος τόμος ήταν έτοιμος και θα κυκλοφορούσε οσονούπω.


Δεν πιστεύουμε πως το βιβλίο που ο Θ. Βαλτινός είχε τότε έτοιμο, βασισμένο στις αφηγήσεις του Αντρέα Κορδοπάτη, από το οποίο αντλήθηκαν στις ενδιάμεσες δεκαετίες κάποιες πολυσυζητημένες δημοσιεύσεις, είναι αυτό που εφέτος εκδόθηκε. Και ας το ισχυρίζεται ο συγγραφέας, αν και δολίως, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές, κάνει λόγο για έναν διαφορετικό, πρωτεϊκής φύσεως, Κορδοπάτη.


Πάντως εκείνο το δεύτερο βιβλίο από το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη βρίσκεται μέσα στον Μεγάλο Συναξαριστή. Οχι όμως ως μια ενιαία αφήγηση, σε χρονολογική τάξη από το 1910, όταν ο Κορδοπάτης ξεμπάρκαρε εκών άκων από την «Αυστρο-αμερικάνα», ως τη Μικρασιατική καταστροφή και την αναχώρησή του από το Τσεσμέ, αλλά αναδιατεταγμένη σύμφωνα με διαφορετικά μορφικά αιτήματα. Περίπου το ένα τέταρτο του βιβλίου καλύπτουν τα δεινά του Αντρέα Κορδοπάτη. Από το πρώτο βιβλίο γνωρίζουμε τον μεγάλο αδελφό, τον Βασίλη, που στο ενδιάμεσο παντρεύτηκε, και τους τρεις που ξενιτεύτηκαν στην Αμερική.


Στο δεύτερο βιβλίο οι δύο από αυτούς θα γυρίσουν για να «υποστηρίξουν την πατρίδα», όπως και πολλοί άλλοι μετανάστες. Από τους πρώτους, ο Δήμος, εύζωνας στο σώμα του ηρωικού Ιωάννη Βελισσαρίου· ο Πάνος θα επιστρέψει λίγο αργότερα, στον Β’ Βαλκανικό. Αντίθετα, ο Αντρέας κυνηγά την απαλλαγή, χάρη στον Βασίλειο Τσέκο, στρατιωτικό γιατρό και βενιζελικό παράγοντα. Θα προλάβει να αγοράσει εκείνο το κομμάτι γης στο Παλαιοχώρι Γαστούνης και να παντρευτεί το 1912 αφού για χρόνια «τον παίδευε το κορμί του». Τελικά θα στρατευθεί, Σεπτέμβριο 1917, όταν έχει πια φύγει ο Κωνσταντίνος, και θα σεργιανίσει για τα καλά στα διάφορα μέτωπα. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη που συνυπάρχει μετά των λοιπών, όπως του Καΐλη, του Δαλαΐνα, του λοχία Ροδουσάκι ή του Διαμαντάκου.



Νωρίς στη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε ο Θ. Βαλτινός τους μορφικούς πειραματισμούς του. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι και το εφετινό βιβλίο δείχνει ακριβώς τον δρόμο που ο συγγραφέας διένυσε ευδοκίμως πειραματιζόμενος. Ας μην αδικούμε λοιπόν το επίτευγμα του ένατου στη σειρά βιβλίου του, λέγοντας πως τάχατες ανασύρθηκε από το συρτάρι. Ηδη το πρώτο βιβλίο αντιτασσόταν στο κυρίαρχο ρεύμα της εποχής του. Με τα βιβλία που ακολούθησαν ­ κυρίως με την Κάθοδο των εννιά, το Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο και τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 ­ ο Θ. Βαλτινός κατ’ αρχάς εξέπληξε και στη συνέχεια, όπως διαπιστώθηκε πολύ αργότερα, δημιούργησε μόδα στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, η οποία προστάζει την ανάμειξη προφορικών αφηγήσεων μετά ποικίλων άλλων ντοκουμέντων. Δεν αποκλείεται η έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου να είναι και μια αντίδραση του συγγραφέα σε αυτή τη μόδα που αρκετοί νεότεροι υιοθέτησαν, όχι πάντα με τα καλύτερα αποτελέσματα.


Ούτε όμως ο τίτλος Μεγάλος Συναξαριστής ανταποκρίνεται, μια και το βιβλίο πόρρω απέχει από σύναξη συναξαρίων. Ενα πολυφωνικό μυθιστόρημα, όπως ακριβώς και το προηγούμενο, το Ορθοκωστά. Μόνο που σε αυτό το χρονικό και γεωγραφικό άνοιγμα δεν είναι η σχετικά σύντομη περίοδος ενός τριετούς Εμφυλίου ούτε τα περιορισμένα όρια ενός αρκαδικού χωριού. Ο συγγραφέας εδώ συνδιαλέγεται με την πλέον έκρυθμη δεκαετία της νεότερης ιστορίας, όταν η Ελλάδα έτεινε προς στιγμή να απλωθεί στα πολυπόθητα ακραία όρια του Ελληνισμού, ανεξάρτητα αν, αμέσως μετά, κουλουριάστηκε τελεσίδικα στη μετριοπαθή επικράτειά της. Αν η διαπλοκή των διαφορετικών αφηγήσεων συνθέτει πράγματι ένα συναξάρι. Αυτό μοιάζει να είναι το συναξάρι εκείνης της δύσμοιρης Μεγάλης Ιδέας, που ένας φουστανελοφόρος πρωθυπουργός είχε την αποκοτιά να διαλαλήσει από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης, για να βουλιάξει 78 χρόνια αργότερα στα παράλια της Ιωνίας.


Εναντι της Ορθοκωστά το καινούργιο μυθιστόρημα φαίνεται γνησιότερα πολυφωνικό, αφού οι αφηγηματικές φωνές χρωματίζουν και διαφορετικές ιδεολογικές απόψεις και δεν αρκούνται στη θέαση της μιας «όχθης». Μυθιστόρημα με διακριτούς ήρωες, που, ακόμη και όταν δεν κατονομάζονται ούτε δηλώνουν κλάση, όπλο ή μονάδα στην οποία υπηρετούν, προβάλλουν ευκρινείς ως χαρακτήρες μέσα από όσα διηγούνται και από τον τρόπο που τα διηγούνται. Ηρωες σύμφυτοι με το γλωσσικό τους ύφος.


Πρότυπο συγγραφής «ο εκπληκτικός ντοκυμενταρίστας Ομηρος», όπως τον έχει αποκαλέσει ο Θ. Βαλτινός. Δέκα χρόνια διήρκεσε ο Τρωικός Πόλεμος. «Εντεκα χρόνια στρατιώτης» είναι η κατακλείδια φράση του μυθιστορήματος. Από τον δέκατο χρόνο εκκινεί η Ιλιάδα. Και ο Θ. Βαλτινός, εν είδει προλόγου, τοποθετεί τον μονόλογο μιας Αϊβαλιώτισσας, από πλούσιο σόι, που βρέθηκε να ξενοδουλεύει στη Στυλίδα. Σαράντα χρόνων το ’22· εβδομήντα δύο το 1954, όταν αφηγείται και παραμένει ξενομερίτισσα: αυτοί είναι οι τουρκόσποροι και οι άλλοι οι αρβανιτόβλαχοι.


Ορισμένα αποσπάσματα θυμίζουν χορικά αρχαίας τραγωδίας. Στη Μικρασιατική εκστρατεία, όπως και στην Τρωική, οι Ελληνες και έκαψαν και βίασαν, ανεξάρτητα αν η Ιστορία και οι διηγήσεις παλαιότερων εποχών παρακάμπτουν τον σκόπελο. Ενώ οι τουρκικές αγριότητες έχουν πολλαπλώς διεκτραγωδηθεί. Ο Θ. Βαλτινός εμμένει στις παρεκτροπές των ελλήνων στρατιωτών, αν και παρεμβάλλει ένα χορικό: οκτώ μηνών έγκυος, ξαπλωμένη σε ταφόπλακα ελληνικού κοιμητηρίου και ο άντρας της κρυμμένος στο μνήμα, «Είκοσι Τούρκοι πέρασαν από πάνω της». Εχει προηγηθεί η ιστορία του Γιάννη Διαμαντάκου, του πλέον αμαρτωλού αφηγητή, που αλώνισε τη Μικρά Ασία, ως το Καλέ Γκρότο, και δεν άφησε Τουρκάλα για Τουρκάλα. Είχε όμως και αυτός την ηθική του: παρθένα δεν χάλασε.


Διασάλευση της μυθιστορηματικής τάξης· οι αφηγήσεις σπάνε σε ανισομήκη αποσπάσματα, από μερικές γραμμές ως και περισσότερες σελίδες, και μοντάρονται ώστε να δημιουργούν διαλεκτική αντίστιξη ή και συνεκδοχική απόδοση. Επίσης, ανατροπή της τάξης, καθώς τα αποσπάσματα δεν παρατίθενται σε χρονολογική τάξη. Παράδειγμα, η ιστορία ενός αιχμαλώτου, όπου προτάσσονται οι κακουχίες μετά την αιχμαλωσία και έπονται οι πολεμικές περιπέτειες. Θεματικά τα συγκεκριμένα αποσπάσματα φαίνεται να συγγενεύουν με το βιβλίο του Δούκα Ιστορία ενός αιχμαλώτου και με Το νούμερο 31328 του Βενέζη, ωστόσο η αφήγηση δεν έχει ούτε τον ελεγειακό χαρακτήρα του πρώτου ούτε τη βιωματική πίκρα του δεύτερου.


Ο Θ. Βαλτινός συνθέτει την τοιχογραφία της εποχής κατεχόμενος από τον τρόμο του κενού των βυζαντινών αγιογράφων. Αν στο πρώτο βιβλίο αρκείται στην οδύσσεια του Κορδοπάτη, στο δεύτερο παρελαύνουν Ελληνες και Μικρασιάτες, στρατιώτες και πρόσφυγες, άνθρωποι διαφορετικής παιδείας που πολεμούν σε διαφορετικές μονάδες: Α’ και Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Παγκόσμιος, εκστρατεία στην Ουκρανία, τέλος, σε μεγαλύτερη έκταση, η δεινή δοκιμασία της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία. Πολλαπλές οι εκδοχές για την κοπιώδη πορεία προς την Αγκυρα, καλοκαίρι 1921, ως την ημερολογιακή καταγραφή της εκστρατείας του Σαγγάριου από έναν ειδικότητας γραφέα του Μηχανικού. Αντίστοιχα καλύπτεται η υποχώρηση και η μεγάλη αντεπίθεση του Κεμάλ, Αύγουστο 1922. Αυτή τη φορά το ημερολόγιο συντάσσει τελειόφοιτος της Ιατρικής, που υπηρετεί στο Υγειονομικό και τον Φεβρουάριο του ’22 μετατίθεται στη ζώνη των πρόσω. Διαφορετικό το ύφος και η ψυχοσύσταση.


Οι αφηγήσεις σκιαγραφούν τους ανώτερους αξιωματικούς με τα σουσούμιά τους. Πέραν των γνωστών ­ Κοντύλη, Παρασκευόπουλο, Χατζηανέστη ­ πόσο γνωρίζουμε κάποιους άλλους· Πολυμενάκο, Σουμίλα Πέτρο ή τον διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού, τον συνταγματάρχη Ζήρα Γεώργιο; Κυρίως όμως αναφαίνεται η έντονη αντιπαράθεση βασιλικών και βενιζελικών. Μάλιστα, προς περαιτέρω υπογράμμιση του διχασμού, ανιστορείται η τύχη του Δ’ Σώματος Στρατού, που το 1916 παραδόθηκε στους Γερμανούς με πρωτοβουλία του έλληνα διοικητή του Σώματος, καθώς ετύγχανε βασιλικός. Την εικόνα συμπληρώνει η ζωή μακράν της εμπόλεμης ζώνης· ο Κορδοπάτης που παλεύει να επιβιώσει στην Αρκαδία, αλλά και η κόρη του γερμανού επιχειρηματία, η Κολωνακιώτισσα Καίτη, όπως και άλλοι Λεβαντίνοι στις δύο όχθες του Αιγαίου.


Αγρια εποχή, όμως ο χρόνος, που έχει παρεμβληθεί ανάμεσα στα γεγονότα και στην αφήγησή τους, έχει επουλώσει τις πληγές. Αποδραματοποιημένες εκτίθενται οι εμπειρίες, χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Καμία σχέση με τον θρηνητικό χαρακτήρα που έχουν συνήθως οι μαρτυρίες από τη Μικρασιατική καταστροφή. Συμβάλλει και η υπόγεια ειρωνεία του συγγραφέα, που εδώ γίνεται εμφανέστερη όπως ροκανίζει ένα πλούσιο απόθεμα πολιτικών και κομματικών διαπλοκών. Αλλωστε από τη φύση του ο λαϊκός λόγος διανθίζει τα δεινά με ανέκδοτα, τάση που ο Θ. Βαλτινός φροντίζει να αναδείξει.


Εσχάτως πληθαίνουν τα ευανάγνωστα και μορφωτικά μυθιστορήματα εποχής. Ευτυχώς ή δυστυχώς τα βιβλία του Θ. Βαλτινού δεν ανήκουν σε αυτά ­ πόσο μάλλον το πρόσφατο. Αναγκαία συνθήκη για την ανάγνωσή του η καλή γνώση των συμβάντων τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Αναγκαία αλλά όχι και ικανή.