Φανταστείτε ότι τρώτε ζουμερές κατακόκκινες ντομάτες, με γεύση και άρωμα… πραγματικής ντομάτας, αφράτες πατάτες και βερίκοκα βελούδινα στη γεύση, μανταρίνια που τα ξεφλουδίζεις και το άρωμά τους πλημμυρίζει το σπίτι. Μόνο που μόλις ανοίξεις το στόμα σου για να τα γευθείς το όνειρο εξαφανίζεται μαζί με τις παλιές ελληνικές ποικιλίες φρούτων και λαχανικών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν με τα χρόνια από νέες, πιο παραγωγικές, πιο εμφανίσιμες αλλά λιγότερο γευστικές. Το 95% των παραδοσιακών φρούτων και λαχανικών της χώρας έχει εξαφανιστεί! Οι παραγωγοί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να αναζητούν ποικιλίες πιο παραγωγικές, με αψεγάδιαστη μορφή, ώστε να ελκύουν τον καταναλωτή. Ο παράγοντας γεύση πέρασε σε δεύτερη μοίρα. «Οι παλιές ποικιλίες ήταν πιο νόστιμες, είχαν περισσότερο άρωμα και σωστή αναλογία σακχάρων – οξέων, ενώ η παραγωγή τους δεν απαιτούσε χρήση φυτοφαρμάκων» λέει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Φυλλοβόλων Δέντρων κ. Ιωάννης Χατζηχαρίσης.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εκτοπιστεί από την καλλιέργεια ή κινδυνεύουν με εξαφάνιση πολύ αξιόλογες εγχώριες ποικιλίες ντομάτας, αγγουριού, καρπουζιού, πεπονιού, μαρουλιού, σπανακιού, φασολιού, πράσου κ.ά. Το 95% των ποικιλιών σίτου δεν υπάρχει πια, ενώ λίγοι είναι πια οι τυχεροί που γεύονται το περίφημο κολοκύθι της Θράκης, τα κεράσια των Σερρών (prunus avium), τα μανταρίνια της Καλύμνου, το πεπόνι το κασιδιάρικο, το ξυλάγγουρο του Ν. Αιγαίου, τα βερίκοκα του Πηλίου (τζέρτζελα και πλάκες), τα μπερεκέτια (δαμάσκηνα) και τα φράουλα Πηλίου (είδος κερασιού), το καντόνι Νάουσας (ροδάκινο) και πολλά άλλα.
Συγκεκριμένα, εκτός από τα είδη που εξαφανίστηκαν, σύμφωνα με τον προϊστάμενο της Τράπεζας Γενετικού Υλικού κ. Νικόλαο Σταυρόπουλο, 35 ντόπιες ποικιλίες κινδυνεύουν άμεσα από γενετική διάβρωση. Μάλιστα σε επίσημο έγγραφο του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Ερευνας (αρ. πρωτ. 951) προς το υπουργείο Γεωργίας δίδεται η λίστα των φυτών που πρέπει να διατηρηθούν, όπως η ντομάτα της Ζακύνθου, της Ιθάκης, των Κυθήρων και των Παξών, η μανταρινιά της Καλύμνου, το αγγιναράκι της Κω, η μελιτζάνα της Σαντορίνης κ.ά.
Είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος να χαθεί οριστικά μέσα σε λίγες δεκαετίες ο τεράστιος γενετικός πλούτος που έχει δημιουργηθεί στη διαδρομή αιώνων. «Η γενετική διάβρωση, χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής περιόδου, δημιουργεί έντονες ανησυχίες σε επιστήμονες και σε διεθνείς οργανισμούς» τονίζει η αναπληρώτρια ερευνήτρια ΕΘΙΑΓΕ κυρία Αικατερίνη Τράκα-Μαυρωνά.
Οι εγχώριες ποικιλίες δεν υπέστησαν «τεχνητή επιλογή» και είναι προσαρμοσμένες εδώ και αιώνες σε μία περιοχή – ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής και της διαχείρισης των γεωργών, οι οποίοι επέλεγαν, π.χ., τον καλύτερο σπόρο ντομάτας ή την καλύτερη ρίζα καρότου για τον σπόρο της επόμενης χρονιάς. Ετσι συγκεντρώθηκαν στις ελληνικές ποικιλίες τα επιθυμητά γονίδια. Συνεπώς, όπως εξηγεί η κυρία Τράκα, οι εγχώριες ποικιλίες έχουν μεγάλη γενετική παραλλακτικότητα, με αποτέλεσμα να είναι ανθεκτικές σε ασθένειες και εχθρούς αλλά και στην ξηρασία, στις χαμηλές ή στις υψηλές θερμοκρασίες και στη χαμηλή γονιμότητα. Επομένως απαιτούν λιγότερα φυτοφάρμακα και λιπάσματα. Ακόμη χαρακτηρίζονται από προσαρμοστικότητα σε αντίξοα περιβάλλοντα ανάπτυξης και από σταθερότητα της απόδοσης ενώ αποδίδουν προϊόντα υψηλής ποιότητας. Ολα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά χαρακτηριστικά για το ξηροθερμικό περιβάλλον της χώρας μας. Βασικό μειονέκτημα όμως των εγχώριων ποικιλιών είναι η χαμηλή απόδοση σε ευνοϊκά περιβάλλοντα και η ανομοιομορφία. Ετσι, σύμφωνα με τον κ. Χατζηχαρίση, προωθήθηκαν νέες ποικιλίες που έχουν υψηλές αποδόσεις και ανταποκρίνονται στις βιομηχανικές απαιτήσεις της τυποποίησης, της συσκευασίας και της μεταποίησης. «Τα γούστα του καταναλωτή άλλαξαν και οι βιομηχανίες προσαρμόστηκαν έτσι ώστε να προσφέρουν γρήγορα προϊόντα με καλή εμφάνιση. Οι παραγωγοί λοιπόν έπρεπε να παράγουν προϊόντα που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της μεταποίησης (ειδικά ροδάκινα για κομπόστα, συγκεκριμένη ντομάτα για πελτέ κτλ.). Το παλιό ελληνικό βαμβάκι ήταν εξαιρετικής ποιότητας αλλά η συλλογή του γινόταν με το χέρι. Σήμερα οι μηχανές… απαιτούν άλλες ποικιλίες» παρατηρεί ο κ. Χατζηχαρίσης.
Τα εδάφη υποβαθμίζονται σε ερήμους * Η καλλιέργεια παραδοσιακών ενδημικών φυτών έχει μικρότερες απαιτήσεις σε νερό, λιπάσματα και φυτοφάρμακα
Η καλλιέργεια παραδοσιακών ενδημικών φυτών – τα οποία έχουν μικρότερες απαιτήσεις σε νερό, λιπάσματα και φυτοφάρμακα αφού είναι προσαρμοσμένα στο ελληνικό κλίμα – αποτελεί το βασικό όπλο για την καταπολέμηση της ερημοποίησης των εδαφών.
Το 35% των ελληνικών εδαφών κινδυνεύει να μετατραπεί σε έρημο λόγω της υπερεκμετάλλευσης των εδαφικών και των υδάτινων πόρων. Η Δυτική Λέσβος έχει ερημοποιηθεί. Στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία οι λοφώδεις περιοχές κινδυνεύουν άμεσα από την ερημοποίηση, ενώ στις νότιες παρυφές του Υμηττού ως το Σούνιο και σε περιοχές της Κορινθίας τα εδάφη έχουν απογυμνωθεί. Οι εκχερσώσεις, οι συνεχείς αρδεύσεις, η ρύπανση με χημικές ουσίες, η υπερβόσκηση, η ξηρασία και οι πυρκαϊές έχουν οδηγήσει σε υποβάθμιση τα εδάφη πολλών περιοχών της χώρας.
Οπως επισημαίνει ο καθηγητής Εδαφολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ) κ. Κωνσταντίνος Κοσμάς, κάθε δεκαετία στην Ελλάδα χάνεται 3%-4% των επικλινών εδαφών, ενώ σύμφωνα με μελέτη του ΓΠΑ – σε λοφώδη περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου που καλλιεργείται με σιτηρά – τα τελευταία 37 χρόνια χάθηκαν 30 εκατοστά εδάφους. «Κάθε χρόνο έχουμε απώλειες εδάφους που φθάνουν τα 0,4-1,4 εκατοστά σε καλλιεργήσιμα επικλινή εδάφη, τα οποία αποτίθενται στα χαμηλότερα σημεία προς την πεδιάδα» διευκρινίζει ο κ. Κοσμάς.
Στην Ελλάδα η κύρια αιτία που οδηγεί σε υποβάθμιση του εδάφους είναι η διάβρωση εξαιτίας της οποίας χάνεται το επιφανειακό λεπτό έδαφος. Με την καταστροφή των δασών (λόγω της υλοτομίας, της βόσκησης ή των πυρκαϊών) απομακρύνεται η φυσική βλάστηση. Ετσι οι βροχές (σπανιότερα και ο άνεμος) παρασύρουν το γόνιμο έδαφος και η περιοχή απογυμνώνεται. Αλλά και γεωργικές εκτάσεις (κυρίως επικλινείς) απογυμνώνονται σταδιακά λόγω της χρήσης των γεωργικών μηχανημάτων. Συνεπώς οι ρίζες των φυτών δεν μπορούν να αναπτυχθούν και οδηγούμαστε σε ερημοποίηση. Πεντακόσιες χιλιάδες στρέμματα στην Αττική έχουν απογυμνωθεί. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Νίκο Γιάσογλου, ομότιμο καθηγητή Εδαφολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής κατά της Ερημοποίησης, το 70% των εδαφών στη χώρα μας έχει υποστεί κάποιας μορφής διάβρωση, έχει χάσει την παραγωγική του δύναμη και τον περιβαλλοντικό του ρόλο.
Πέρα από τη διάβρωση σοβαρά προβλήματα δημιουργεί η αλάτωση των εδαφών, γεγονός που αποδίδεται στη μη ορθολογική εφαρμογή των συστημάτων άρδευσης. Οι συνέπειες για τους αγρότες είναι ανυπολόγιστες αφού πολλά καλλιεργήσιμα εδάφη είναι πλέον άγονα. Στα αλατωμένα εδάφη δεν ευδοκιμούν φυτά με οικονομική σημασία για τον άνθρωπο (π.χ., ντομάτες) παρά μόνο ορισμένα ανθεκτικά στο αλάτι είδη.
Οι ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις για άρδευση είχαν ως αποτέλεσμα σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές να πέσει η στάθμη των υπόγειων υδάτων και να εισχωρήσει θαλασσινό νερό προς την ενδοχώρα. Η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη αφού μόνο για την αποκατάσταση των νερών στην Αργολίδα απαιτούνται περισσότερα από 200 χρόνια.
Τα εδάφη μπορούν να αλατωθούν και στην περίπτωση που αρδεύονται με καλής ποιότητας νερό, το οποίο για γεωλογικούς λόγους περιέχει υδατοδιαλυτά άλατα (ακόμη και σε ανεκτά επίπεδα). Λόγω της περιορισμένης βροχόπτωσης – σε περιοχές όπως η Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου, η Ανατολική Κρήτη κ.α. – η περίσσεια του άλατος δεν φεύγει και το έδαφος υποβαθμίζεται. Από την ανυδρία και τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων η κατάσταση επιδεινώνεται. Υπολογίζεται ότι η εντατική γεωργία, σε συνδυασμό με τις κλιματικές αλλαγές, μπορεί να οδηγήσει μέσα στην επόμενη εικοσαετία σε μείωση της παραγωγής στον Θεσσαλικό κάμπο ως και 40%!
ΒΙΤΡΙΝΑ Η αντοχή του ροδάκινου
Παλαιότερα τα προϊόντα δεν ταξίδευαν και καταναλώνονταν στις τοπικές αγορές. Τα τελευταία χρόνια, λόγω των εξαγωγών, τα φρούτα και τα λαχανικά πρέπει να αντέχουν για ημέρες. «Οι ελληνικές ποικιλίες ροδακίνου είναι εξαιρετικά νόστιμες, με υπέροχο άρωμα, αλλά ώσπου ο παραγωγός να στείλει τα ροδάκινα στην Αθήνα θα σαπίσουν» λέει ο κ. Χατζηχαρίσης. Ετσι οδηγηθήκαμε στην επικράτηση της ντομάτας με μεγάλη «ζωή στο ράφι» σε αντικατάσταση της «κλασικής», η οποία ήταν ποιοτικά καλύτερη, και στην καλλιέργεια μόνο θηλυκών φυτών αγγουριάς που παράγουν ομοιόμορφα, λεία, άσπερμα αγγούρια, χωρίς να απαιτείται η παρουσία αρσενικών φυτών!
Η σύγχρονη έρευνα όμως έχει οδηγήσει σε γενετική ομοιομορφία και σε καλλιέργεια τεράστιων εκτάσεων με μία ή ελάχιστες ποικιλίες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η γενετική ευπάθεια των καλλιεργειών στα εξελισσόμενα παθογόνα έτσι ώστε να παρατηρούμε τελευταία επιδημίες σοβαρών ασθενειών (ντομάτας, πατάτας κτλ.). Η χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων αυξήθηκε με συνέπεια να παράγονται προϊόντα με επικίνδυνα υπολείμματα για την ανθρώπινη υγεία.
Στο ΕΘΙΑΓΕ γίνονται προσπάθειες να βελτιωθούν ορισμένες παραδοσιακές ποικιλίες ώστε να γίνουν ανταγωνιστικές και να διατηρηθεί η γενετική καθαρότητα των ελληνικών εμπορικών ποικιλιών.