«Φάουστ», ένας θεατρικός μαραθώνιος


Η ρωμαϊκή συνάντηση με τον Πέτερ Στάιν έγινε ψηλά, στην οδό Νικολό Σουίντο. Με θέα προς το Βατικανό, από την ταράτσα του σπιτιού του, εκτεθειμένη στο θερμό φως του απογεύματος. Ο Στάιν μόλις είχε επιστρέψει από τη Γερμανία στη Ρώμη για τις γενικές δοκιμές του «Καμπαρέ Σένμπεργκ» στο Τεάτρο Ολύμπικο: μια παράσταση, με ερμηνεύτρια τη Μανταλένα Κρίπα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σικελία ως παραγωγή του Τεάτρο Μάσιμο για το Φεστιβάλ του Παλέρμο, ειδικά αφιερωμένο στο 1900. Τον «Φεγγαρίσιο πιερότο» και τα «Μπρετλ-Λίντερ», τραγούδια που ο Αρνολντ Σένμπεργκ συνέθεσε το 1901 για ένα λογοτεχνικό καμπαρέ του Βερολίνου, συνδυάζει σε ένα πρόγραμμα ο Στάιν, ενώ τα κοστούμια υπογράφει η μόνιμη συνεργάτιδά του Μόιντελε Μπίκελ. Ούτε οι όψεις του «Φεγγαρίσιου πιερότου», λευκές και μελαγχολικές, σκοτεινές και βίαιες, ή παρμένες από την Κομέντια, ούτε γενικότερα το καμπαρετίστικο πρόγραμμα γύρω από τον Σένμπεργκ, αποτέλεσαν θέμα της πολύωρης συζήτησής μας. Σε αυτήν κυριάρχησε απόλυτα ο «Φάουστ», ακριβέστερα το «Φάουστ Ανσάμπλ», όπως αρέσει στον Στάιν να το προσδιορίζει, έναν περίπου χρόνο πριν από την πρεμιέρα, τον Ιούλιο του 2000.


ΡΩΜΗ, Μάιος.



Λίγα σκηνοθετικά εγχειρήματα έχουν προκαλέσει τόσες συζητήσεις, αλλά και έχουν καλλιεργήσει έναν τέτοιο ορίζοντα αναμονής όσο αυτός ο «Φάουστ». Επιμένοντας σε ένα παλιότερο όραμά του που δεν κατάφερε να υλοποιήσει στη βερολινέζικη Σάουμπινε, όταν τη διεύθυνσή της ανέλαβε η διάδοχός του Αντρέα Μπρετ, ο Στάιν μπαίνει τώρα στην τελευταία ευθεία πραγματοποίησης του φαουστικού «προγιέκτ». Είκοσι τέσσερις ώρες με διαλείμματα θα διαρκεί το κολοσσιαίο θέαμα, με τα κείμενα του πρώτου και δεύτερου μέρους της τραγωδίας παιγμένα στο ακέραιο, χωρίς την ελάχιστη περικοπή. Κάθε βράδυ, επί έξι ημέρες, οι θεατές θα μπορούν να βλέπουν τον «Φάουστ», χωρισμένο σε έξι μέρη, ενώ, για όσους αντέχουν, θα υπάρχει η δυνατότητα να δουν τις τραγωδίες το Σαββατοκύριακο, σε δύο μαραθώνιους ως τα μεσάνυχτα. Ο Στάιν αρχίζει δοκιμές την 1η Σεπτεμβρίου και ο «Φάουστ» την καριέρα του με εννέα εβδομάδες παραστάσεις στο Αννόβερο, στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης Expo 2000, 37 εβδομάδες στο Βερολίνο και 15 στη Βιέννη. Από την τεράστια διανομή, ο Στάιν μού ανέφερε στη Ρώμη τον Μπρούνο Γκαντς (Φάουστ), τη Δωροθέα Χάρντιγκερ (Μαργαρίτα), την Κορίνε Κίρχοφ (Ελένη) και την Ελκε Πέτρι (Μάρθα). Προβλέπονται τέσσερις Μεφίστο και συγκεκριμένα ένας μαύρος γυμνασμένος σκύλος ράτσας κανίς, οι ηθοποιοί Ρομπέρτ Χούνγκερμπιλερ και Ανταμ Εστ, καθώς και η ηθοποιός Κριστίνε Εστελάιν, όταν στην πράξη της Ελένης, του δεύτερου «Φάουστ», ο Μεφιστοφελής αλλάζει φύλο.


Αχανείς εκθεσιακοί και εργοστασιακοί χώροι θα διαμορφωθούν από δύο νεαρούς σκηνογράφους, τον Στέφαν Μάγερ και τον Φερντινάντ Βέγκενμπαουερ, προκειμένου να στεγάσουν τα σκηνικά των δύο «Φάουστ», αλλά και να «σκηνογραφήσουν» το κοινό σε μια μεγάλης κλίμακας εμπειρία. Από τους σκηνικούς χώρους, που αναδεικνύουν με ακρίβεια τις προθέσεις του ποιητή, άρχισε ο Στάιν να μου περιγράφει το ερμηνευτικό και σκηνικό του διάβημα: «Στην πράξη της Ελένης ο Γκαίτε στέκεται απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα και αποπειράται να την αποδώσει με αντιγραφή. Γι’ αυτό και η πράξη διαδραματίζεται σε ένα αρχαίο θέατρο, στημένο ολόκληρο σαν μια από τις πολλές σκηνογραφίες που εναλλάσσονται ακολουθώντας διάφορα αρχιτεκτονικά και θεατρικά πρότυπα, σημαντικά για τον ποιητή. Εναν δωρικό ναό, την εσωτερική αυλή και τα περάσματα από το αγγλικό θέατρο, το θέατρο της φύσης από τον αναγεννησιακό θεατρικό κόσμο. Στον δεύτερο «Φάουστ», που οι φιλόλογοι τον θεωρούσαν έργο προορισμένο μάλλον να διαβάζεται παρά να παίζεται, ο Γκαίτε μού φανερώνεται ως ο μεγάλος άνθρωπος του θεάτρου που συνεχώς αναφέρεται στη σκηνή. Ο Γκαίτε σκηνοθέτης, αρχιτέκτονας, ζωγράφος, ποιητής, ηθοποιός, διευθυντής θεάτρου και θεωρητικός της υποκριτικής τέχνης, επιβεβαιώνει συνεχώς αυτές τις ιδιότητες με έναν ποιητικό λόγο για το ίδιο το θέατρο».





­ Ανάμεσα στον αλησμόνητο «Τορκουάτο Τάσο» της Βρέμης,
πριν ακόμη από την ίδρυση της Σάουμπινε, τον οποίο είχα την τύχη να δω στο Παρίσι, ως τον τωρινό «Φάουστ» δεν μεσολάβησε καμία άλλη ενασχόληση με τον Γκαίτε.


«Κάποτε ήθελα να ανεβάσω την «Ιφιγένεια» με τη Γιούτα Λάμπε. Ωστόσο επειδή το ίδιο το κείμενο μου υπαγόρευε έναν κλασικισμό, επειδή επίσης γνώριζα εξ αρχής πώς περίπου θα είναι το σκηνικό αποτέλεσμα, εγκατέλειψα την ιδέα. Ο «Φάουστ» βεβαίως είναι ένα υλικό τόσο σύνθετο και συνάμα τόσο ρομαντικό που κίνδυνος κλασικισμού δεν υπάρχει. Από τους δύο «Φάουστ» με ενδιαφέρει πραγματικά μόνο ο δεύτερος. Ενα έργο που δεν παρουσιάζεται τόσο συχνά όσο ο πρώτος και που το ανέβασμά του απαιτεί μεγάλη πείρα τέχνης και ζωής. Από τέτοια πείρα εξάλλου προέκυψε και το έργο· ο Γκαίτε δεν ήθελε να το δημοσιεύσει πριν από τον θάνατό του. Ως προς το πνεύμα και τη δομή του, μου αρέσει ο ελαφρά ειρωνικός, επιθετικός και κοσμοπολίτικος τόνος του. Βρίσκω εδώ ένα παιχνίδι με σοβαρά αστεία. Μια βαθιά ερωτική και έντονα σεξουαλική διάσταση. Μια γιορτή του έρωτα μαζί με την αποθέωση του γυναικείου στοιχείου όταν η ψυχή του Φάουστ γίνεται ένα με τις ψυχές των γυναικών. Με το αιώνιο θήλυ, καθώς κλείνει ως τελική φράση την τραγωδία».


­ Ποιο νόημα από τα πολλά προσφέρεται ως κεντρικό για την παράσταση;


«Η τραγική κατάσταση του ανθρώπου που διδάσκεται υποφέροντας, όπως ο άνθρωπος παθαίνει και μαθαίνει στην «Ορέστεια». Ο άνθρωπος αντικρίζει την αποτυχία των προσπαθειών του, ζει τα όριά του, όμως η λύτρωσή του βρίσκεται στο τραγικό παράδοξο ότι έχει επίγνωση αυτής της αποτυχίας. Το θεατρικό νόημα του «Φάουστ» εντοπίζεται στη γλώσσα. Η γλώσσα αυτή καθεαυτή, και όχι η δραματουργία, είναι η πιο καθοριστική πλευρά της ποιητικής στον δεύτερο «Φάουστ». Γι’ αυτό και σήμερα, μετά τον Μπέκετ, ο δεύτερος «Φάουστ», με τη δυνατή γλώσσα και με τη σπιράλ δραματουργία του, αποκτά ένα άλλο βάρος, εξαιρετικά σύγχρονο. Μέσα από μια κίνηση σπιράλ βλέπω να μεταφέρεται η ψυχή του Φάουστ στα ύψη από τις γυναίκες».


­ Είναι τελικά ο δεύτερος «Φάουστ» μια τραγωδία της λύτρωσης;


«Σε καμία περίπτωση, αφού και οι άγγελοι, μεταφέροντας την ψυχή του Φάουστ στα ουράνια, λένε ότι αυτόν που παλεύει για ανάταση «μπορούν» να τον λυτρώσουν. Η λύτρωση παραμένει κάτι το ενδεχόμενο, είναι μια προοπτική, όχι όμως και μια τάξη πραγμάτων που αποκαθίσταται οπωσδήποτε. Μέσα από τις ακριβείς διατυπώσεις στον λόγο ανακαλύπτω τις σημασίες. Η γλώσσα του δεύτερου «Φάουστ» είναι άκρως συγκινησιακή, με εξάρσεις και θεαματικές μεταπτώσεις. Ακρως αντιφατική, καθώς οι εξαίσιες μορφές που πλάθονται αμφισβητούνται, καταστρέφονται, ακυρώνονται. Και άκρως δημιουργική, αφού οι μορφές διαρκώς ανασχηματίζονται, παράγοντας ένα φαντασμαγορικό ρεύμα μεταμορφώσεων».


­ Με μια δουλειά πάνω στα κείμενα σαν αυτή που χρόνια κάνετε, πώς βλέπετε τη γενιά εκείνη των νέων σκηνοθετών που στέκεται υπονομευτικά, ανατρεπτικά, απέναντι στα κείμενα;


«Εγώ έκανα θέατρο λόγω του κειμένου. Και παράλληλα επειδή πίστευα ότι το θέατρο είναι ένας χώρος όπου όχι μόνο δεν αποποιούμαστε, αλλά αντίθετα προβάλλουμε τον ανθρωπισμό. Την τάση να γελοιοποιούνται τα κείμενα, τις σκηνοθετικές προσεγγίσεις που επιτίθενται στα πρόσωπα των έργων, τις ερμηνείες που δεν βάζουν σύνορα στην έκφραση, όλα αυτά τα θεωρώ άλλοτε εκδηλώσεις κυνισμού, άλλοτε πάλι ένα δείγμα εφηβικής στάσης και διάθεσης».


­ Μετά την «Ορέστεια», σταθμό στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος, έχετε σκοπό να επιστρέψετε στην αρχαία ελληνική τραγωδία;


«Από παλιά θέλω να ανεβάσω τον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Είχα σκεφθεί τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ και αργότερα τον Μισέλ Πικολί ως Οιδίποδα. Από τις άλλες τραγωδίες, με ενδιαφέρουν ο «Αίας» και οι «Βάκχες». Ενα ανέβασμα τραγωδίας συνεπάγεται για μένα πρωτίστως μια σειρά από απαντήσεις σε ζητήματα περιεχομένου. Το ζήτημα της φόρμας δεν νομίζω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί πραγματικά, αφού η τραγική φόρμα είναι χαμένη. Γι’ αυτό και όταν το προβάδισμα δίνεται στη φόρμα η παράσταση κινδυνεύει είτε να αναδείξει μερικώς νεοκλασικιστικές όψεις του προβλήματος είτε να καταφύγει σε μοντερνιστικές, εξωτερικές λύσεις, ακόμη και σε υστερικούς φορμαλισμούς».


Γύρω από τον Στάιν για τις ανάγκες του «Φάουστ» συγκεντρώνονται παλιοί ηθοποιοί της Σάουμπινε, αλλά και νεότεροι από θέατρα της Φραγκφούρτης και της Βιέννης. Οι εντατικές προετοιμασίες και οι πρόβες, τους ερχόμενους μήνες, δεν θα εμποδίσουν τον σκηνοθέτη να ανεβάσει δύο μουσικά έργα: την όπερα του Βέρντι «Σίμον Μποκανέγκρα» στο Σάλτσμπουργκ, με μουσική διεύθυνση Κλάουντιο Αμπάντο, και στη Σκάλα του Μιλάνου ένα μονόπρακτο του Τσέχοφ, την «Τατιάνα Ρέπινα», μελοποιημένο από έναν σύγχρονο ιταλό συνθέτη, τον Ατζιο Κόργκι.