Το τελευταίο θύμα της «17 Νοέμβρη» είναι η φαντασία. Αυτή η λαϊκή φαντασία που ουσιαστικά γυμναζόταν η ίδια στέλνοντας επί 27 χρόνια τα μέλη της τρομερής οργάνωσης να γυμνάζονται στην κοιλάδα Μπεκάα και στις ερήμους της Λιβύης. Που πρόβαλλε εικόνες δανεισμένες από τα βιβλία του Λε Καρέ και διογκωμένες από την αναποτελεσματικότητα των διωκτών. Η φαντασία δολοφονήθηκε, και η «17 Νοέμβρη» αυτή τη φορά υπέγραψε μερικές εκατοντάδες σελίδες ομολογιών αντί για τη συνηθισμένη προκήρυξη. Ναι, η τραγιάσκα που παρέπεμπε στη «βαριά» ιδεολογία υπήρχε. Μόνο που χάθηκε μαζί με τα εργαλεία διαρρήξεων σε μια ληστεία η οποία έγινε για να πληρώσει ένας εκτελεστής τα γραμμάτιά του. Οι ομολογίες είναι αυτό ακριβώς που λένε: ομολογίες. Οτι η «17 Νοέμβρη» ήταν ένας μικρόκοσμος στον οποίο συνυπήρχαν και η ιδεολογία και οι οικογενειακές διαφορές και οι προσωπικοί δεσμοί και η άρνησή τους. Ενας μικρόκοσμος παραμορφωμένος πολλές φορές κάτω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά ενός ηγέτη που εκδικείται την Ιστορία. Το χειρότερο ίσως είναι ότι η «17 Νοέμβρη» συγκέντρωνε τελικά όλα τα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμη και αυτό των έντονων οικογενειακών σχέσεων.


Η εικόνα ενός ευτραφούς κυρίου μικροαστικής ανατροφής, αν όχι ανατροφής, ήταν σίγουρα το πρώτο πλήγμα που δέχθηκε η φαντασία της κοινής γνώμης. Αυτός ήταν ο εκτελεστής. Μήπως το ίδιο στρεβλή ήταν και η εικόνα για την ιδεολογική κατάρτιση των μελών της «17 Νοέμβρη»; Στις ομολογίες τους δεν συναντάς τα ιδεολογικά μανιφέστα που υπάρχουν στις καταθέσεις συλληφθέντων στο παρελθόν ακόμη και για γκαζάκια. Αυτό όμως ίσως οφείλεται στην παραδοχή που έχουν κάνει και οι ίδιοι, ότι όλα έχουν τελειώσει. Είναι βέβαιο ότι τα μέλη της οργάνωσης έζησαν μέσα σε ένα έντονο ιδεολογικό νεφέλωμα. Ακόμη και αν αυτό χρησιμοποιήθηκε κάποιες στιγμές απλώς σαν άλλοθι για αυτό που έκαναν. Στις ομολογίες αποκαλούν ο ένας τον άλλον «σύντροφο». Ο Τζωρτζάτος παραδέχεται ότι η ένταξή του στην οργάνωση έγινε «σε περιόδους έντονων εργατικών και κοινωνικών κινητοποιήσεων» και ότι οι στόχοι επελέγησαν γιατί «εξέφραζαν τη λούμπεν μεγαλοαστική τάξη». Ο Χριστόδουλος Ξηρός, ακόμη και όταν έχει «δώσει» τους πάντες, συνεχίζει να μιλάει για την «τελευταία πολιτική πράξη» που έκανε, εννοώντας την τελευταία δολοφονία. Ο ίδιος ο φερόμενος ως ηγέτης της οργάνωσης τηρεί μια στάση που θυμίζει πολιτικό κρατούμενο της δεκαετίας του ’70 και όχι αρχηγό εγκληματικής ομάδας. Ο Γιωτόπουλος προτείνει τους στόχους και όταν οι άλλοι διαφωνούν τους «πείθει ιδεολογικά». Η ιδεολογία είναι ή εφευρίσκεται ως κίνητρο στη «17 Νοέμβρη», γιατί χωρίς αυτήν είναι απλώς δολοφόνοι.


* Οι συνωμότες


Η «17 Νοέμβρη», απ’ ό,τι αποκαλύπτουν οι ομολογίες, διατηρούσε όλους τους κανόνες περιφρούρησης και συνωμοτικότητας που χαρακτηρίζουν τις τρομοκρατικές οργανώσεις σε όλον τον κόσμο. Αδέλφια, μέλη της οργάνωσης μαθαίνουν ο ένας για τον άλλον σε κοινή επιχείρηση. Ο παλιός συνωμοτικός κανόνας των κωδικών χρησιμοποιείται χωρίς παρεκκλίσεις. Τόσο πολύ ώστε ακόμη και στις ομολογίες η αναφορά στα πρόσωπα γίνεται με τη χρήση των κωδικών. Ο Σάββας Ξηρός για τα αδέλφια του είναι ο «Σπύρος». Τα «μαρούλια», τα «καλάθια», τα «μουσεία», τα «στυλό» και οι «σωλήνες» είναι το λεκτικό οπλοστάσιο κωδικών της οργάνωσης, εξίσου αποτελεσματικό με τα όπλα. Οι κωδικοί δεν χρησιμοποιούνται μόνο για την πιθανότητα να ακούει κάποιος τρίτος τις συνομιλίες των μελών, αλλά και για να συνηθίζουν στη συνωμοτικότητα. Οι συζητήσεις για τις επιχειρήσεις γίνονται πάντα σε ανοιχτούς χώρους. Τα μέλη της «17 Νοέμβρη» μετακινούνται με μέσα μαζικής μεταφοράς όταν κατευθύνονται προς συναντήσεις. Τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν καν ποιον δολοφονούν. Το μαθαίνουν εκ των υστέρων.


Στις επιχειρήσεις υπάρχει πάντα ομάδα κάλυψης. Πριν και μετά την επιχείρηση, ένα μέλος της οργάνωσης – συνήθως ο «Λουκάς» Κουφοντίνας – δίνει και αργότερα συλλέγει τα όπλα και τα βοηθητικά μέσα. Η συνωμοτική επιμέλεια και ο συγκεντρωτισμός αποκλείουν έτσι τα λάθη. Πολλές επιχειρήσεις ματαιώνονται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η πιθανότητα κάτι να πάει στραβά. Οι τρομοκράτες κληρονομούν από την πρώτη γενιά τη γνώση ότι η συνωμοτικότητα είναι ένα όπλο που δεν κατείχε ποτέ ο διώκτης.


* Αληθινό ψέμα


Το πιο αληθινό ψέμα για την οργάνωση που αποκαλύπτουν οι ομολογίες είναι αυτό που αφορά τις επιθέσεις. Οι περίφημοι κομάντος της «17 Νοέμβρη» δεν είναι και τόσο κομάντος. Είναι αδίστακτοι τύποι με κύριο όπλο τον αιφνιδιασμό. Καλύτερος πληροφοριοδότης τους είναι τα παγκάκια της λεωφόρου Κηφισιάς. Κάθονται υπομονετικά περιμένοντας να περάσει αυτοκίνητο με αμερικανικές πινακίδες. Οταν διαπιστωθεί ότι έχει ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα γίνεται στόχος. Μετά το χτύπημα, η σύνδεσή του με τον ιμπεριαλισμό είναι μάλλον εύκολη υπόθεση. Τα μέλη της «17 Νοέμβρη» δεν εκπαιδεύονται σε κανένα στρατόπεδο. Οι περισσότεροι δεν έχουν χρησιμοποιήσει όπλο πριν από τις επιχειρήσεις. Ενα από τα μέλη λέει πως όταν ζήτησε να ρίξει κάποιες σφαίρες για να μάθει το όπλο, ο Κουφοντίνας τού απάντησε πως όταν έρθει η ώρα το όπλο πυροβολεί μόνο του. Μερικές δοκιμές για τη ρίψη ρουκετών γίνονται μόνο σε ερημική περιοχή της Βραυρώνας. Οι τρομοκράτες δεν συχνάζουν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης, αλλά σε ροκ συναυλίες και ρεμπετάδικα.


Ο μύθος για τα σύγχρονα μέσα που χρησιμοποιούν οι τρομοκράτες είναι απλώς μύθος. Ο Σάββας Ξηρός ανέβηκε στους ώμους του αδελφού του Χριστόδουλου για να ρίξει τη ρουκέτα στην κλούβα των ΜΑΤ στη Χαριλάου Τρικούπη. Οι τηλεχειριζόμενοι εκρηκτικοί μηχανισμοί δεν ήταν προμήθεια της Χεζμπολάχ, αλλά μιας μάντρας με γκαραζόπορτες. Το ελληνικό δαιμόνιο είχε θέση και στη «17 Νοέμβρη». Και πολλές φορές χρειάστηκε απλώς να… απλώσει μερικά μέτρα καλώδιο μέσα από τον Κηφισό για να πυροδοτηθεί μια βόμβα από μακριά. Τα σενάρια για τη δράση της οργάνωσης, όπως φαίνεται από αυτά που δηλώνουν πλέον τα μέλη της, επιβεβαιώνονται μόνο σε ένα πράγμα: Ο στόχος ήταν πάντα υπό προσεκτική παρακολούθηση και το σχέδιο διαφυγής πάντα μελετημένο. Χρονομετρούσαν ακόμη και το αναβόσβημα των φαναριών.


* Αγία οικογένεια


Οι δεσμοί αίματος των μελών της «17 Νοέμβρη» ήταν τελικά και δεσμοί εξ αίματος. Δύο οικογένειες, του Ξηρού και του Σερίφη, μαζί με τον φιλικό τους κύκλο ήταν ένα μεγάλο τμήμα της οργάνωσης. Μοιραία οι οικογενειακοί δεσμοί καθορίζουν και τις σχέσεις στην οργάνωση. Η οικογενειακή αλληλεγγύη που αναπτύσσεται μοιάζει περισσότερο με αυτή των Οικογενειών της Μαφίας παρά με τη σκληρή τακτική των τρομοκρατικών οργανώσεων. Οταν ο Σάββας Ξηρός τραυματίζεται στην επίθεση εναντίον της γερμανικής πρεσβευτικής κατοικίας, ο αδελφός του Βασίλης τον φροντίζει με αγωνία. Είναι ο ίδιος που προσπαθεί να ρίξει τον Σάββα στα μαλακά λέγοντας ότι πάντα πυροβολούσε χαμηλά για να μη σκοτώνει. Τελειώνοντας την ομολογία τους οι αδελφοί Ξηρού ζητούν ευνοϊκή μεταχείριση για τον εαυτό τους και για τα αδέλφια τους. Αυτό που ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα της οργάνωσης, η στεγανότητα λόγω του στενού οικογενειακού κύκλου, στάθηκε στην προανάκριση μειονέκτημα. Οταν βρέθηκε η άκρη του κουβαριού, άρχισε να ξετυλίγεται στο ίδιο δωμάτιο. Εντύπωση πάντως προκαλεί το γεγονός ότι οι ομολογίες των τρομοκρατών, παρ’ ότι δεν εμφανίζονται στην πλειονότητά τους προστατευτικοί προς τα άλλα μέλη, διακρίνονται από έναν περίεργο ιπποτισμό: καλύπτουν τις γυναίκες της «17 Νοέμβρη».


Ο ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ Από την αστική τάξη στους «φραγκάτους»


Η ιστορία της «17 Νοέμβρη» όπως σχηματίζεται μέσα από τις παραδοχές των εγκλημάτων είναι μια ιστορία κόντρα στην Ιστορία. Τη βαριά ιδεολογία των πρώτων χρόνων αντικαθιστούν, απ’ ό,τι φαίνεται, τα κιλά των ευτραφών τρομοκρατών. Η τελευταία γενιά με την αντιεξουσιαστική λογική των Εξαρχείων που αναφέρεται σε «φραγκάτους» αντί «για αστική τάξη» δεν είναι παρά ο φορέας ενός εκφυλισμού που ήδη έχει διαφανεί. Στο τελευταίο στάδιο της ιστορίας της η τρομοκρατική οργάνωση έχει περισσότερες «απαλλοτριώσεις», ληστείες δηλαδή, παρά χτυπήματα. Ληστείες που γίνονται ακόμη και για να πληρώσει τα γραμμάτια για το νέο του ξυλουργείο ο Χριστόδουλος Ξηρός. Κανένας δεν λέει πού πήγαν τα έσοδα από τις ληστείες. Μόνο αυτές για τις οποίες έχουν μιλήσει τα μέλη της «17 Νοέμβρη» απέφεραν γύρω στο ένα δισεκατομμύριο δραχμές, από το οποίο πήραν χαρτζιλίκι μερικών δεκάδων χιλιάδων. Πού είναι τα υπόλοιπα; Ποιοι χρηματοδοτήθηκαν; Οσο περνάει ο χρόνος οι τρομοκράτες-φαντάσματα γίνονται φαντάσματα του εαυτού τους. Κάποιοι τύποι που βάζουν βόμβες και τρέχουν να απολαύσουν τη δημοσιότητα των πράξεών τους στην τηλεόραση. Κάποιοι λήσταρχοι που έχουν στα δωμάτιά τους κάποια μαρξιστικά βιβλία. Δολοφόνοι που σκοτώνουν και μετά ψάχνουν τη δικαιολογία. «Επαναστάτες» που αποδέχονται την καταπίεση και τη μονοκρατορία ενός επικίνδυνου γέρου ο οποίος αρέσκεται στο να συντάσσει μανιφέστα. Πριν από δύο χρόνια σε μια πολυκατοικία όπου μένουν πρώην τρομοκράτες της Μπάαντερ – Μάινχοφ στο Αμβούργο είχα ρωτήσει τον εκτελεστή της οργάνωσης Καρλ Χάινζ Ντελβό τι πιστεύει ότι είναι η «17 Νοέμβρη». «Πιστεύω ότι είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει και λέει η ίδια» ήταν η απάντησή του. Σήμερα μάλλον δικαιώνεται. Η «17 Νοέμβρη» ήταν αυτό που έλεγε. Μια τρομοκρατική οργάνωση, στρεβλή έκφραση της ελληνικής κοινωνίας.