Τρίτη 20 Οκτωβρίου 1981, στις 11.15 το πρωί, το τηλέφωνο του τότε γραμματέα Αυτοδιοίκησης του ΠαΣοΚ, Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, χτυπά. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο τότε θριαμβευτής των εκλογών, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου. Χωρίς καμία εισαγωγή, του λέει: «Μίλτο, αφού σε συγχαρώ για την εκλογή σου, σε ενημερώνω ότι σε είχα μέσα στα πλάνα μου για να γίνεις υφυπουργός Εσωτερικών. Δυστυχώς δεν θα γίνεις, επειδή έχω ένα πρόβλημα με τον Στάθη Παναγούλη, μια πίεση από την οικογένειά του, πώς να σ’ το πω τώρα, καταλαβαίνεις. Θα κάνω αυτόν υφυπουργό. Δεν γίνεται διαφορετικά. Εσύ θα γίνεις υφυπουργός Εσωτερικών στον πρώτο ανασχηματισμό». Ο κ. Παπαϊωάννου έκλεισε το τηλέφωνο και διερωτήθηκε ενώπιον των «συντρόφων» του που βρίσκονταν στο γραφείο του: «Αυτόν τον αντικομμουνιστή γυρολόγο θα κάνει υφυπουργό ο πρόεδρος, και μάλιστα θα τον έχει υφυπουργό υπό τον Γεννηματά;».

Από τον Σαμαρά στον Τσίπρα

Αντικομμουνιστής ο Στάθης Παναγούλης, που το όνομα της οικογενείας του αποτελεί σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα και που το 1984 συνεργάστηκε, μάλιστα, με το ΚΚΕ, με το οποίο εξελέγη και βουλευτής; Για το «πολιτικά γυρολόγος» υπάρχει άμεση εξήγηση. Ετσι τον χαρακτηρίζουν σήμερα παλαιά στελέχη του ΠαΣοΚ, αφού, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυτάραχης και θορυβώδους πολιτικής διαδρομής του, άλλαζε τα κόμματα και τους πολιτικούς σχηματισμούς σαν τα πουκάμισα: από το ΠαΣοΚ διεγράφη. Ιδρυσε εν συνεχεία δικό του κόμμα, την ΕΣΠΕ, συνεργάστηκε με το ΚΚΕ, ήταν υποψήφιος με τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, υπήρξε υποψήφιος βουλευτής Πολιτικής Ανοιξης του Αντώνη Σαμαρά, κατόπιν συνεργάστηκε με το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα και στήριξε τον νεοδημοκράτη Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στις δημοτικές εκλογές στη Γλυφάδα. Στις εκλογές του Μαΐου βρέθηκε υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου (που έγιναν με λίστα) εξελέγη στη 10η και τελευταία θέση της Β΄ Αθηνών.

Πώς, όμως, έγινε υφυπουργός ο Στάθης Παναγούλης; Λέγεται, χωρίς ποτέ να διαψευστεί, ότι η μητέρα του Στάθη Παναγούλη, η Αθηνά, συνάντησε τη Μαργαρίτα Παπανδρέου και της ζήτησε, λόγω της ιστορίας της οικογενείας Παναγούλη, να γίνει μέλος της πρώτης κυβέρνησης της «Αλλαγής» ο μοναδικός γιος που της απέμεινε. Και η κυρία Μαργαρίτα Παπανδρέου φαίνεται πως άσκησε πίεση με τη σειρά της στον τότε σύζυγό της Πρωθυπουργό και έτσι ο Στάθης Παναγούλης πήρε τη θέση του υφυπουργού Εσωτερικών, με υπουργό τον τότε κομματικά πανίσχυρο Γιώργο Γεννηματά.

Ο αντικομμουνισμός

Ουδέποτε, ωστόσο, η οικογένεια Παναγούλη φαινόταν ότι συμπαθούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η μητέρα, η κυρα-Αθηνά, θεωρούσε ότι μπορούσε κάλλιστα ο γιος της, Αλέκος Παναγούλης, να εξελιχθεί σε ηγέτη μιας κεντροαριστεράς παράταξης, τα μέλη της οποίας τότε απορροφούσε με εκπληκτική ταχύτητα ο Ανδρέας. Με βαριά καρδιά, λέγεται, πήγε εκείνο το απόγευμα στο Καστρί για να ζητήσει ο γιος της να εισέλθει στην κυβέρνηση, έστω και στην τιμητική θέση του υφυπουργού. Η μητρική συνεννόηση δεν κράτησε πολύ. Λίγο καιρό μετά το μετάνιωσε, απέπεμψε τον Στάθη Παναγούλη και τον διέγραψε από το ΠαΣοΚ.

Η οικογένεια Παναγούλη ήταν μια αστική οικογένεια που έβγαζε αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς ήταν ο πατέρας Βασίλης, αξιωματικός των Ομάδων Υποβρυχίων Καταστροφών (ΟΥΚ) ήταν ο γιος του Γιώργος, ο οποίος αγνοείται, όταν τον μετέφεραν από το Ισραήλ στον Πειραιά για να τον δικάσουν επειδή λιποτάκτησε κατά τη διάρκεια της χούντας. Η οικογένεια έμενε σε ένα μεγάλο σπίτι στη Γλυφάδα, από τα πιο πλούσια σπίτια της περιοχής, που είχε μάλιστα στην αυλή του μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Ευαγγελίστρια, την οποία κατάφερνε και λειτουργούσε κάθε Κυριακή. Μάλιστα, ο Αλέκος Παναγούλης έκοψε, το 1970, την πρώτη σελίδα του Ευαγγελίου που είχε στην ιδιωτική εκκλησία και την έστειλε ως γαμήλιο δώρο στον επιστήθιο φίλο του Γιώργο Μπιρδιμίρη, μετέπειτα διοικητή της ΔΕΗ, επί κυβερνήσεων ΠαΣοΚ.

Δύο αξιωματικοί στην οικογένεια (ο πατέρας, Βασίλης, και ο πρωτότοκος γιος του, Γιώργος), και μάλιστα σε μια περίοδο που επικρατούσε πλήρως η Δεξιά, δεν ήταν και μικρή υπόθεση. Τότε, για να γίνει κάποιος αξιωματικός, έστω και έφεδρος ανθυπολοχαγός, τα γραφεία πληροφοριών και η τότε ΚΥΠ ήλεγχαν όλο το γενεαλογικό του δέντρο και τον «έκοβαν» αμέσως όταν υπήρχαν πληροφορίες.

Τότε, οι παλαιότεροι θυμούνται ότι στα πέτρινα χρόνια της Δεξιάς όλοι οι αξιωματικοί στις μονάδες τους είχαν διαταγές να κάνουν στους ανυποψίαστους κληρωτούς την περίφημη Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση (ΕΗΔ), με ισχυρά αντικομμουνιστικά κηρύγματα, προβάλλοντας το επιχείρημα τι θα επικρατούσε στη χώρα μας αν κέρδιζαν τον «συμμοριτοπόλεμο» οι κομμουνιστές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕ, αν και στα χρόνια που μεσολάβησαν στη Μεταπολίτευση φιλοξένησε και αυτό ως συνεργαζόμενο στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του τον Στάθη Παναγούλη, γνώριζε πλήρως την αντιπάθεια της οικογενείας προς τον κομμουνισμό. Ολοι στον Περισσό ενθυμούνται πως όταν έγινε η απόπειρα εναντίον του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, από τον Αλέκο Παναγούλη, το ΚΚΕ, που βρισκόταν στην παρανομία, έκανε λόγο «για οικογενειακή υπόθεση της χούντας». Μια θέση που στην πορεία αναίρεσε σε κάποιες από τις αποφάσεις του.

Μια περίεργη εξαφάνιση

Η ιστορία του αξιωματικού των ΟΥΚ Γιώργου Παναγούλη εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο. Είχε τιμηθεί για τις στρατιωτικές επιδόσεις του από το ΝΑΤΟ, ήταν τόσο άρτια εκπαιδευμένος που μπορούσε να κολυμπήσει από τις Φλέβες της Βουλιαγμένης ως την Αίγινα, «έτσι για πλάκα». Με την επιβολή της δικτατορίας, λιποτάκτησε, έφυγε στο εξωτερικό, διέσχισε την Τουρκία, πέρασε στη Συρία, έφτασε στον Λίβανο και από εκεί στο Ισραήλ, όπου θέλησε να αναπτύξει αντιδικτατορική δράση. Συνελήφθη, όμως, από ισραηλινούς στρατιώτες, αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και τον Νοέμβριο του 1967 επιβιβάστηκε σιδηροδέσμιος στο πλοίο «Αννα Μαρία» για τον Πειραιά, προκειμένου να περάσει από το χουντικό Εκτακτο Στρατοδικείο. Καθ’ οδόν, τα ίχνη του χάθηκαν.

Οι πιο πολλοί έκαναν τότε λόγο για «δολοφονία των χουντικών», άλλοι, ωστόσο, είπαν ότι επιχείρησε να δραπετεύσει, πηδώντας από το πλοίο στη θάλασσα. Αν ήταν όμως σιδηροδέσμιος, πώς θα μπορούσε να κολυμπήσει; Γεγονός, πάντως, είναι ότι από το 1967 μέχρι σήμερα θεωρείται αγνοούμενος. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, ο πρώην διευθυντής του στρατιωτικού γραφείου του Γεωργίου Παπανδρέου, στρατηγός Μιχάλης Βενετάκης, έλεγε ότι στα στρατιωτικά αρχεία αναγραφόταν ότι ο Γιώργος Παναγούλης δεν θεωρείται νεκρός, αλλά αγνοούμενος.

Αγνοούμενος από όλους; Οχι. Η μητέρα του, Αθηνά, πίστευε ως τον θάνατό της ότι ο γιος της ζει: «Δεν μπορεί να πέθανε, είναι ικανός να κολυμπά επί ώρες, ζει και κάπου κρύβεται» έλεγε στους στενούς φίλους της, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γιώργος Μπιρδιμίρης, αλλά και ο Νίκος Σηφουνάκης. Θεωρούσε, μάλιστα – και αυτό το βεβαιώνουν όλοι όσοι την άκουγαν – ότι ο γιος της μπορεί να ήταν ο Κάρλος, γνωστός και ως «Το Τσακάλι», και ότι μαχόταν εναντίον των φασιστών και των διεφθαρμένων καπιταλιστών, μια ιδέα που ποτέ, όπως ισχυρίζονται όσοι τη γνώρισαν, δεν έβγαλε από το μυαλό της.

Από το Λονδίνο στην Παλαιστίνη

Ο μόνος εν ζωή από τα αδέλφια, ο Στάθης, αξιοποίησε πολιτικά, όπως λένε πολλοί, στο έπακρο το όνομα της οικογένειάς του και κυρίως τη δράση των δύο αδελφών του. Η ιστορία του θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, με τους έρωτές του, τα πάθη του, την αλλοπρόσαλλη πολιτική δράση του, τον εριστικό χαρακτήρα του και τις επιθέσεις που έκανε συχνά εναντίον όσων τον είχαν κατά καιρούς ευεργετήσει.

Το βιογραφικό του, αν και πλουσιότατο σε αντιδικτατορική δράση, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τη βαριά σκιά των αδελφών του. Ως μαθητής ήταν στη νεολαία ΕΔΗΝ του «Γέρου», Γεωργίου Παπανδρέου. Αργότερα πήγε στην Ιταλία για σπουδές, τις οποίες όμως διέκοψε, όπως λέει ο ίδιος, λόγω της επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα. Επιστρέφει στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται για πρώτη φορά και παραμένει στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού για τρεις μήνες. Μετά την απόπειρα κατά του δικτάτορα και τη σύλληψη του αδελφού του, Αλέκου Παναγούλη, επικηρύσσεται, ταξιδεύει, μιλάει σε νεολαίες, κάνει απεργία πείνας στο Λονδίνο, γνωρίζει εκεί τη Μελίνα Μερκούρη και συμμετέχει σε σοσιαλιστικά συνέδρια. Στην Ιταλία κάνει σημαντικές γνωριμίες, όπως με την Ειρήνη Παπά, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Τζαν Μαρία Βολοντέ, ακόμη και με τον Ενιο Μορικόνε. Ζήτησε και είδε τον Πάπα Παύλο τον Στ΄, με το αίτημα να μεσολαβήσει για να μη θανατωθεί ο αδελφός του Αλέκος (ο οποίος στο μεταξύ είχε καταδικαστεί σε θάνατο). Στο Παρίσι γνωρίζει τον Υβ Μοντάν, βρίσκει καταφύγιο στην οικία του Κώστα Γαβρά και συνδέεται με την Αμαλία Φλέμινγκ, η οποία ως τον θάνατό της δεν εγκατέλειψε ποτέ την οικογένεια Παναγούλη. Συναντήθηκε ακόμη και με τον Γιάσερ Αραφάτ. Στις αφηγήσεις του ο Στάθης Παναγούλης αναφέρει ότι «εκπαιδεύτηκε σκληρά στα στρατόπεδα των παλαιστινίων ανταρτών». Τον Αύγουστο του 1972, ενώ βρισκόταν παρανόμως στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται από τους ΕΣΑτζήδες και οδηγείται στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πάρκο Ελευθερίας). Καταδικάζεται τον Μάρτιο του 1973 σε δέκα χρόνια φυλάκιση και οδηγείται στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Τον Αύγουστο του 1973 η χούντα χορηγεί τη γνωστή αμνηστία και ο Στάθης Παναγούλης απελευθερώνεται και καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του. Επιτίθεται, όμως, σε ΕΣΑτζήδες και καταδικάζεται σε έξι μήνες φυλάκιση για να μεταφερθεί και πάλι στο Μπογιάτι και από εκεί εξορία στη Γυάρο.

Ανεξαρτήτως των διαφόρων πολιτικών στρατοπέδων από τα οποία πέρασε, παρέμεινε, όπως λένε οι φίλοι του, ένας ιδιότροπος αγωνιστής, κάτι μεταξύ παλαιοκομμουνιστή του ’30 και μάγκα της αγοράς, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τα βάλει με τους πάντες και κυρίως σιχαινόταν όσους πίστευε ότι είχαν συνεργαστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τη χούντα. Οι προσωπικές του περιπέτειες σε εξορίες, στρατόπεδα, φυλακές ίσως αποτελούν για τον Στάθη Παναγούλη τα πιο σημαντικά παράσημά του, μαζί με το «μεγαλύτερο παράσημο» που λέγεται «Παναγούλης».

Ενας οξύθυμος τύπος

Οξύθυμος χαρακτήρας, έκανε δύο γάμους (με ένα επεισοδιακό, όπως ειπώθηκε διαζύγιο), είχε και έχει πολλούς εχθρούς, κυρίως στη Γλυφάδα. Τα ξενύχτια του, που σε ορισμένες περιπτώσεις εξελίσσονταν σε καβγάδες, θόλωναν την εικόνα του πρώην «αγωνιστή». Δύστροπος, βλοσυρός, αντιδρά συνήθως με την πρώτη, χωρίς πολλές φορές να σκέφτεται τις επιπτώσεις των λόγων ή των πράξεών του, που μπορούν να θολώσουν την πολιτική τακτική του. Τελευταίο παράδειγμα στη Βουλή, η φράση που είπε για όσους ψήφισαν τα μνημόνια, «να παρακαλούν να περάσουν από ειδικά δικαστήρια και να μην έχουν την τύχη του αμερικανού πρεσβευτή στη Λιβύη» (σ.σ.: τον οποίο είχαν λιντσάρει), όχι μόνον έφερε σε δύσκολη θέση το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προκάλεσε την οργή πολλών συναδέλφων του και κυρίως του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ηταν τόσο μεγάλη η αγανάκτηση, που ανάγκασαν τον κ. Παναγούλη να ξανασκεφτεί το θέμα και να κάνει διευκρινιστική δήλωση λέγοντας: «Εγώ δεν είπα να εκτελεστεί κανείς. Είμαι εναντίον της θανατικής ποινής. Του αίματος και του εμφυλίου πολέμου. Αμέσως, έπεσαν όλοι να μου επιτεθούν». Και έφερε ως παράδειγμα τον Γιώργο Παπανδρέου, λέγοντας ότι και ο πρώην πρωθυπουργός «δεν είχε πει ότι θα μας πάρουν με τις πέτρες;». Επανέλαβε επίσης ότι όλη η οικογένειά του αγωνίστηκε για τη Δημοκρατία: «Απεχθανόμαστε τη βία, γιατί την έχουμε ζήσει στο κορμί μας…».

Στη Βουλή, τους τέσσερις αυτούς μήνες που είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγει να κάνει παρέα με πολλούς. Ισως ο μοναδικός βουλευτής που είναι πιο κοντά του είναι ο δημοσιογράφος (και παρουσιαστής ειδήσεων στην τότε ΥΕΝΕΔ), βουλευτής και αυτός του ΣΥΡΙΖΑ, Νάσος Αθανασίου. Βρίσκονται συνεχώς μαζί, πίνουν μαζί τον καφέ τους, μαζί καταθέτουν ερωτήσεις, όπως αυτή για το θωρακισμένο αυτοκίνητο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ο κ. Παναγούλης πιστεύει και το λέει και δημοσίως ότι πολλοί είναι αυτοί που στρέφονται εναντίον του. Από τότε ακόμη που ήταν υφυπουργός Εσωτερικών του ΠαΣοΚ και κατηγορούσε τους «τότε αυλοκόλακες του Παπανδρέου, τον Τσοχατζόπουλο, τον Κουτσόγιωργα και άλλους πάμπλουτους υπουργούς ότι έπεισαν τον Ανδρέα να τον διαγράψει». Οι φίλοι του υποστηρίζουν ότι λασπολογήθηκε μόνον από εκείνους τους ανθρώπους που έγιναν πάμπλουτοι την εποχή που μεσουρανούσε στην πολιτική σκηνή το ΠαΣοΚ, αλλά και από τα ΜΜΕ, που ευθύνονται για τα αρνητικά σχόλιά τους, χωρίς ποτέ να πουν έναν καλό λόγο για αυτόν. Οι περισσότεροι, όμως, λένε ότι για την εχθρική στάση που έχουν ορισμένοι απέναντί του φταίει ο χαρακτήρας του, ο απολίτικος, καμιά φορά ρεβανσιστικός λόγος του και η εμμονή του να εμφανίζεται αριστερότερος των αριστερών και πιο αντιστασιακός από όλους τους αντιστασιακούς. l

Η ζωή του Αλέκου Παναγούλη

Ο Αλέκος Παναγούλης, δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη και του Βασιλείου Παναγούλη, πνεύμα ελεύθερο και δημοκρατικό, υπηρετούσε τη θητεία του όταν επιβλήθηκε η δικτατορία. Ηταν παράλληλα φοιτητής στο ΕΜΠ, λιποτάκτησε από τον στρατό, ορκίστηκε, στο όνομα του αδελφού του, Γιώργου, και του καλύτερου φίλου του, Νικηφόρου Μανδηλαρά, να εκδικηθεί για τον θάνατό τους, ελευθερώνοντας την Ελλάδα από την τυραννία με τη δολοφονία του δικτάτορα και αρχιπραξικοπηματία Γεωργίου Παπαδόπουλου. Ορισμένοι τον περιγράφουν ως έναν ρομαντικό, ονειροπόλο άνθρωπο, άλλοι ως έναν αγωνιστή της ελευθερίας. Προσποιούμενος τον ψυχασθενή, δραπετεύει από το στρατιωτικό νοσοκομείο, πηγαίνει στην Κύπρο και με τη βοήθεια του πιο σκοτεινού τότε υπουργού στην Κύπρο, του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη και των Τάκη Χατζηδημητρίου και Ανδρέα Παναγιώτου, με την ανοχή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, εξασφάλισε τα εκρηκτικά για τη δολοφονία του δικτάτορα. Τότε στην Κύπρο, λεγόταν ότι το μίσος του Γιωρκάτζη εναντίον των κομμουνιστών είχε αποτέλεσμα να εισρεύσουν αμερικανικά κονδύλια προς την Κύπρο, μερικά από τα οποία δόθηκαν για τη χρηματοδότηση της απόπειρας εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ο Γιωρκάτζης, για δικούς του λόγους, επιθυμούσε την εξόντωση του Παπαδόπουλου και, όπως λέγεται στην Κύπρο, βοήθησε τον Παναγούλη.

Στις 13 Αυγούστου 1968 πραγματοποιεί απόπειρα εναντίον του δικτάτορα στη Βάρκιζα, αλλά αποτυγχάνει και συλλαμβάνεται. Βασανίζεται (λένε ότι ήταν ο μόνος που δεν αποκάλυψε τίποτε, παρά τα άγρια βασανιστήρια που υπέστη): «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» είχε πει τότε. Καταδικάζεται σε θάνατο, δραπετεύει, συλλαμβάνεται ξανά και απελευθερώνεται με τη γενική αμνηστία της χούντας. Μετά την πτώση του καθεστώτος, εκλέχθηκε βουλευτής με την Ενωση Κέντρου και αργότερα έγινε ανεξάρτητος, διαφωνώντας με το κόμμα. Την Πρωτομαγιά του 1976 σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Είχε στην κατοχή του περίφημα αρχεία της ΕΣΑ και ο θάνατός του συνοδεύτηκε από εικασίες και αμφισβητήσεις. Τη νεκρώσιμη πομπή στην κηδεία του ακολούθησαν χιλιάδες Αθηναίοι και ήταν ένα ξέσπασμα εναντίον της τότε κυβέρνησης.