Μεγάλωσε με… αγγλικά, πιάνο και χτυποκάρδια στα θρανία του Κολλεγίου Αθηνών, του Εθνικού Ωδείου και της Royal Academy of Music. Ωστόσο, μην κάνετε τον κόπο να αναζητήσετε την Ευγενία Συριώτη στις κοσμικές στήλες με τα κέρινα ομοιώματα και τα παγωμένα χαμόγελα της καλής Αθήνας. Ούτε και σε κάποια καλά φυλασσόμενη βίλα στα υπερβόρεια προάστια. Αν ανήκετε στη γενιά της Μεταπολίτευσης, που γαλουχήθηκε με ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2 ως μοναδικές τηλεοπτικές προσλαμβάνουσες, και αν είστε προικισμένοι με καλό μνημονικό, θα τη θυμηθείτε, από το ’78 ως τις παραμονές του Millennium, να αφηγείται κοσμοπολίτικα παραμύθια ή να τραγουδά άσματα από την έντεχνη εγχώρια παραγωγή και τη φολκ αλλοδαπή. Παρ’ ότι έζησε στη σκιά γιγάντων του πνεύματος και της τέχνης, ή μάλλον ακριβώς επειδή έζησε στη σκιά τους, έμαθε αλλιώς. Σήμερα δηλώνει ευθαρσώς «από υλιστική άποψη ίσως αποτυχημένη, αλλά γεμάτη». Τα γαλάζια μάτια της, που χαμογελούν πιο πλατιά και από τα κατακόκκινα χείλη της, δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Ούτε η υπερηφάνεια με την οποία μιλάει για τα δύο παιδιά της, ούτε ο τρόπος με τον οποίο κοιτάζει τις γάτες της που κάνουν σκανταλιές στο σαλόνι. Γυρίζει στο πιάνο της, παίζει μια μελωδία και σιγοτραγουδάει για να σπάσει τον πάγο. Και κάπως έτσι, αρχίζει να μου ξετυλίγει τη ζωή της σαν παραμύθι.

Το «κόκκινο» του Τσαρούχη

«Με κρατάει ζωντανή η μουσική, οι συναυλίες μου – πλέον μία-δύο τον χρόνο –, παλαιότερα οι εκπομπές στην κρατική τηλεόραση και φυσικά η επαφή μου με τους νέους». Γι’ αυτό εξακολουθεί να προσέχει τη φωνή της: «Δεν έχω καπνίσει ποτέ, δεν έχω ξενυχτήσει ποτέ, δεν πίνω ποτέ κρύο νερό. Αυτός είναι ο τρόπος ζωής μου, δεν είναι θυσία». Τρόπος ζωής και η διδασκαλία σε λίγους, αλλά καλούς μαθητές: «Δεν είναι σαν να διδάσκεις μια ξένη γλώσσα. Η μουσική ανοίγει μπροστά σου έναν καινούργιο κόσμο, σε συντροφεύει σε όλη σου τη ζωή – και στις χαρές και στις λύπες. Το τραγούδι ακόμη περισσότερο». Πόσω μάλλον το είδος που ερμηνεύει, μελετά, συλλέγει και μεταφράζει ευλαβικά επί μισό αιώνα, το φολκ τραγούδι. Συνυφασμένο με το DNA κάθε λαού, έχει πολλά να διδάξει (και) τους Νεοέλληνες «ότι είναι προικισμένοι με δύναμη και υπομονή, ότι ξέρουν να αντέχουν αγόγγυστα, ότι στα τραγούδια τους δεν παραπονιούνται, αλλά κυρίως ότι δεν θέλουν τον ζυγό. Στα φολκλορικά τραγούδια, από νανουρίσματα μέχρι σπιρίτσουαλ, καθρεφτίζεται η ψυχή των ανθρώπων όλων των λαών». Στη δική της ψυχή, πάντως, καθρεφτίζονται τα ίχνη που άφησαν οι σημαντικοί άνθρωποι της ζωής της (και της ζωής του τόπου), από τον «μπαμπά» Γεώργιο Συριώτη (εκ των πρωτεργατών και μακροβιότερων διευθυντών του «Βήματος»), τον «θείο Μίμη» Πικιώνη (αρχιτέκτονα της βόλτας γύρω από τον Ιερό Βράχο) και τον άλλο θείο, τον λυρικό ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, ως τον Μάνο Χατζιδάκι – που την ανέβασε στη σκηνή του Ηρωδείου – και τον Γιάννη Τσαρούχη που την αποκαλούσε «ξαδελφάκι» και ήθελε να τη ζωγραφίσει. Αρνήθηκε: «Ημουν παιδί τότε».

Τώρα το μετανιώνει. Αλλά θυμάται με πολλή αγάπη μία από τις πρώτες συναντήσεις τους: «Με τον Τσαρούχη κάναμε πολύ καλή παρέα, παρ’ ότι ήταν πολύ μεγαλύτερός μου. Δεν ξέρω αν ήταν απλή φιλία ή συγγένεια. Ερχόταν στο σπίτι, ήταν πολύ στενά συνδεδεμένος και με τον πατέρα μου και με τον Πικιώνη. Θυμάμαι, παιδιά ακόμη, είχαμε πάει κάποτε με τον θείο Μίμη σε μια έκθεσή του. Ο θείος Μίμης ήταν πολύ συνεσταλμένο άτομο, σαν τον πατέρα μου. Δεν του μιλούσε. Μόνο κοίταζε τα έργα, τα ξανακοίταζε. Ο Τσαρούχης έλιωνε, μόνο τη γνώμη του Πικιώνη ήθελε. Κάποια στιγμή άρχισε να επαναλαμβάνει: “Αυτό το κόκκινο… Αυτό το κόκκινο…”. “Τι έχει;” τον ρωτούσε με αγωνία ο Τσαρούχης, αλλά αυτός επέμενε στην ίδια φράση. Δεν του είπε ποτέ αν ήταν καλό ή κακό. Και φύγαμε. “Θείε Μίμη, τι ήταν αυτό που είπες με το κόκκινο;” ρώτησα εγώ. “Ωραίο” μου απάντησε. “Και γιατί δεν του το λες;”. “Το ξέρει, το ξέρει…”».

Οπως η μικρή Ευγενία ήξερε ότι έπαιζε ωραία πιάνο: «Η μητέρα μου ήταν πιανίστρια και από τριών ετών έμαθα θα γρατσουνίζω τα πλήκτρα. Στα γλέντια στο σπίτι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν ο Δημήτρης Ψαθάς, που πείραζε όλον τον κόσμο, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Γεώργιος Ρούσσος, ο Αγγελος Τερζάκης και άλλοι οικογενειακοί φίλοι και εγώ συνόδευα στο πιάνο και τραγουδούσα. Ο μπαμπάς, πολύ υπερήφανος τότε. Τραγουδούσε πολύ ωραία, μου μάθαινε και τις ιταλικές καντσονέτες, γιατί είχε σπουδάσει στη Ρώμη, λάτρευε το πιάνο και τη μουσική. Πεταγόταν από το “Βήμα” δίπλα, στον Παρνασσό, για να με ακούσει να παίζω. Αλλά όταν του ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια, αντέδρασε: “Τι θέλεις, να γίνεις ανθυπο-Μαίρη Λω;” (σ.σ.: τραγουδίστρια της εποχής). Φοβόταν τις κακές γλώσσες». Του έκανε το χατίρι. «Δεν τραγούδησα ποτέ στο θέατρο όσο ήταν στη ζωή. Τον λάτρευα τον πατέρα μου».

Αμοιβαία τα αισθήματα. Και πολύτιμες οι συμβουλές. «Ο μπαμπάς ορφάνεψε στα 14 και αναγκάστηκε να δουλέψει. Πήγαινε σχολείο το πρωί και το βράδυ έκανε τον αστυνομικό ρεπόρτερ. Περπατώντας στη δουλειά, περνούσε κοντά από την Ανθίμου Γαζή, όπου κάθε βράδυ έβλεπε μια σκιά να τον παρακολουθεί. Τρομαγμένος, άλλαζε συνέχεια δρόμο. Ωσπου αποφάσισε να βάλει τέλος στην ιστορία. Πλησίασε λοιπόν τη σκιά και τι να δει; Ενας γάιδαρος δεμένος που έσκυβε για να φάει το σανό του και ξανασήκωνε το κεφάλι. Γι’ αυτό μου έλεγε επί λέξει: “Να μη φοβάσαι τίποτα στη ζωή σου. Ολοι οι φόβοι είναι ένας γάιδαρος. Να τους αντιμετωπίζεις”». Η μοναχοκόρη σήκωσε από νωρίς τα μανίκια: «Μου είχε αναθέσει να κάνω μεταφράσεις που δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο “Βήμα”. Είχα καλή πένα». Οπως και την τύχη να επιμεληθεί κείμενά της ο Ευάγγελος Παπανούτσος αυτοπροσώπως, ο οποίος τη συμβούλευε: «Εχεις τη στόφα, να είσαι μόνο πιο άμεση, μην τα στολίζεις όλα».

Στο Ηρώδειο με τον Μάνο

Τέτοιο γενεαλογικό δέντρο, όμως, πώς να μην το στολίσεις; Πόσοι έχουν μια βιβλιοθήκη του Κωστή Παλαμά στο σαλόνι τους («Ο Παλαμάς παντρεύτηκε τη μοναδική αδελφή του παππού μου, τη Μαρία Βάλβη, της γνωστής οικογενείας που ανέδειξε βουλευτές, πρωθυπουργούς και νομικούς. Οταν πέθανε και ο γιος τους ο Λέανδρος, ο τελευταίος Παλαμάς, κληρονομήσαμε τα έπιπλα του ποιητή, τη βιβλιοθήκη, την καρέκλα του»); Ή πόσοι έχουν σκίτσα με αφιερώσεις από τον Δημήτρη Πικιώνη («Ημασταν πάρα πολύ κοντά και αγαπημένοι, στην Κατοχή μαζί, αλλά και όταν έφυγε ο μπαμπάς»); Ή ιδιόχειρες παρτιτούρες της Ναυσικάς Παλαμά («Είχε σπουδάσει και αυτή πιάνο, στο Μόναχο, τις νότες της τις έχω όλες»); Η επαφή από τόσο μικρή ηλικία με τόσο σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών έπλασε τον χαρακτήρα της: «Με έκανε να αξιολογώ πάντοτε τα πράγματα και τους ανθρώπους σύμφωνα με την εσωτερική αξία τους και όχι με αυτό που κατέχουν ή έχουν αποκτήσει, δηλαδή τα χρήματα. Ετσι μεγάλωσα και τα παιδιά μου, τον Αντονυ, ηθοποιό και μουσικό, και την Ισαβέλα, που τελειώνει την ειδικότητά της και θέλει να ασχοληθεί με την εμβρυϊκή ιατρική».

Και να ήταν μόνο οι συγγένειες… Οι δρόμοι της διασταυρώθηκαν και με άλλες μορφές της τέχνης, εντός και εκτός συνόρων. «Πρωτοτραγούδησα όταν ο μπαμπάς είχε πια φύγει. Εκείνη την εποχή ο Χατζιδάκις αναζητούσε μια καινούργια φωνή. Με άκουσε κάπου και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που ανεβάσαμε τους “Ορνιθες” του Αριστοφάνη στο Ηρώδειο, για το Φεστιβάλ Αθηνών. Ο κόσμος κρεμόταν σαν σταφύλια, ως την Ακρόπολη. Είχα πανικοβληθεί. Ο Μάνος είχε πει οι τέσσερις σολίστες να ανεβαίνουμε σε ένα βάθρο και να τραγουδάμε ένας ένας: ο Γιώργος Μούτσιος, ο Σπύρος Σακκάς, η Αγγελική Ραβανοπούλου και εγώ. Οταν ήρθε η ώρα να τραγουδήσω την “Αηδόνα”, δεν ανέβηκα στο βάθρο. Το ξέχασα. Πρώτη φορά τραγουδούσα μπροστά σε τόσο κόσμο και με τον Μάνο στην ορχήστρα. Το είπα το τραγούδι, αλλά από κάτω. Μετά το τέλος, μου είπε ο Χατζιδάκις: “Αν είχαμε και υπόγειο, θα είχες πάει εκεί να τραγουδήσεις”. Ηταν πολύ ωραίος άνθρωπος, έξυπνος, με χιούμορ, χαρισματικός, με μεγάλη καλοσύνη, πολύ κύριος. Τον θυμάμαι με αγάπη». Εκτός από τις δύο συνεργασίες με τον Χατζιδάκι (η άλλη ήταν στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα»), στη δισκογραφία η Ευγενία Συριώτη υπέγραψε και δύο προσωπικές δουλειές, τα «Ταξιδεύοντας» (1970) και «Μια θάλασσα μικρή» (1982). Το πέρασμα από το κρατικό ραδιόφωνο διαδέχθηκε η «δημόσια έκθεση» από την κρατική τηλεόραση με τις εκπομπές «Τα τραγούδια του κόσμου», «Τραγουδώντας ταξιδεύουμε», «Από όλο τον κόσμο» και «Δύο τραγούδια και ένα παραμύθι». «Με μόνο δύο κανάλια στην τηλεόραση, ο κόσμος με αναγνώριζε στον δρόμο. Το πιο ωραίο μού το είχε πει μια γιαγιά στην Πάτμο. Εγώ πάντα τραγουδούσα καθιστή στην εκπομπή. Και μου λέει: “Εσύ, κυρά μου, δεν είσαι που τραγουδάς στο κουτί; Βγαίνει η φωνή άμα είσαι καθιστός;”. Ωραίες εποχές».

Στις περγαμηνές της η Ευγενία – όνομα και πράγμα – Συριώτη μετρά και μια εξάμηνη περιοδεία στα campus των αμερικανικών πανεπιστημίων όταν η μαθητιώσα νεολαία κόχλαζε από αντιπολεμικό μένος για τις ανθρωποθυσίες στο Βιετνάμ. Βρέθηκε στο ίδιο παλκοσένικο με τον Μπομπ Ντίλαν («Πολύ δύσκολος χαρακτήρας, στον κόσμο του») και την Τζόαν Μπαέζ («Πιο διαλλακτική και συμπαθέστατη») και επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη τραγουδούσε τα «αντάρτικά» τους κάτω από τη μύτη της χούντας: «Δεν υπήρχε συναυλία που να μην πω το “Blowin’ in the Wind”». Είναι και μία από τις λίγες ελληνικές φωνές που τρύπωσαν στα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, ερμηνεύοντας νησιώτικα, παρακαλώ.

Εχει εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, στον Λυκαβηττό, στο Wigmore Hall του Λονδίνου και στο Town Hall της Νέας Υόρκης, έχει μεταφράσει θεατρικά, όπερες και μιούζικαλ για το Εθνικό και τη Λυρική και παράλληλα στίχους του Ντίλαν και καμιά εκατοστή άλλα φολκ διαμαντάκια. Τα οποία άκουσε από πρώτο χέρι: «Ο αδελφός μου, που έμενε μόνιμα στις ΗΠΑ, με πήγε και σε έναν διαγωνισμό σπιρίτσουαλ ενός μικρού τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στο Λος Αντζελες. Πήρα το πρώτο βραβείο. Αλλά ξέρετε πώς; Είχαν ένα μεγάλο παραβάν και τραγουδούσες χωρίς όνομα (και χρώμα), μόνο με τον αριθμό σου. Τραγούδησα ένα σπάνιο τραγούδι, το οποίο δεν ακούς πολύ συχνά, το “Were you There When They Crucified my Lord”. Τότε θαύμαζα τρομερά την Τζούντι Κόλινς, τον Πιτ Σίγκερ που έλεγε ωραία κάντρι τραγούδια, τους κρούνερ, τον Ελβις, τον Ντιν Μάρτιν, τον Χούλιο Ιγκλέσιας, τον Πέρι Κόμο, την Ντόλι Πάρτον, τον Μπινγκ Κρόσμπι, αλλά παραδόξως δεν μου άρεσαν ούτε ο Τζόνι Κας ούτε ο Σινάτρα. Μου άρεσε πολύ ο Νατ Κινγκ Κόουλ, σε αντίθεση με την κόρη του. Στα αγαπημένα μου τραγούδια, τα “Always on Μy Mind” σε ερμηνεία Γουίλι Νέλσον, αλλά και το “The Rose” από την Μπετ Μίντλερ».

Στην πέμπτη κατά σειρά επίσκεψή της στον Νάκα, η Ευγενία Συριώτη παρουσίασε επιλεγμένα «Τραγούδια του κόσμου», μελωδίες από Μεξικό, Χαβάη, Αγγλία, Χιλή, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, αλλά και σπιρίτσουαλ. «Στο δεύτερο μέρος έχουμε σύγχρονα τραγούδια, ελληνικά έντεχνα και ξένα διαλεγμένα, από τα πολιτικά του Μικρούτσικου μέχρι το “Ne Me Quitte Pas” του Ζακ Μπρελ, διαχρονικά λατρεμένο τραγούδι. Εχω το κουσούρι στις συναυλίες μου τελευταία στιγμή να ανατρέπω το πρόγραμμα. Πάντα θέλω να προσαρμόζομαι σε αυτό που θέλει να ακούσει το κοινό. Να τους συγκινήσω και να με συγκινήσουν και εκείνοι. Οσο πιο αραιά ανεβαίνεις στη σκηνή τόσο πιο έντονη η συγκίνηση».