Πρόσφατα προκλήθηκε ξανά, όπως κάθε χρόνο στη χώρα μας, πολύς θόρυβος και συζητήσεις με αφορμή την απελευθέρωση των αρχείων του Φόρεϊν Οφις για το Κυπριακό. Αδικος θόρυβος, αν πραγματικά λάβει κανείς υπόψη του τον τρόπο που λειτουργεί η βρετανική διπλωματία. Οι ακριβόλογες, λεπτομερείς και γλαφυρές περιγραφές των βρετανών διπλωματών αποτελούσαν παράδοση τον 19ο αιώνα, κάνοντας τις πολυσέλιδες αναφορές των βρετανών πρέσβεων για πρόσωπα και πράγματα να μοιάζουν με αληθινά αριστουργήματα, με τέτοια δεξιοτεχνία λόγου που μόνο μυθιστοριογράφοι της εποχής μπορούσαν να χειρισθούν. Ολα αυτά ίσχυσαν ως τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οταν αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου οι πρώτες κυβερνήσεις της νίκης αποφάσισαν να ανοίξουν τα έγγραφά τους στο κοινό, οι βρετανοί διπλωμάτες σταμάτησαν να γίνονται το ίδιο γλαφυροί. Παρ’ όλα αυτά η βασική συνταγή είναι η ίδια, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των εγγράφων που αφορούν τον Ανδρέα Παπανδρέου ή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ή τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Το ζήτημα όμως που παραμένει είναι ποια έγγραφα έρχονται κάθε φορά στο φως με τη συμπλήρωση της τριακονταετίας. Γιατί θα ήταν αφέλεια – ίσως μόνο ελληνική – να πιστεύει κανείς στον απεριόριστο φιλελευθερισμό των Βρετανών που ενίοτε χρησιμοποιείται και ως φάρος και υπόδειγμα ελευθερίας στην πρόσβαση ιστορικών πηγών. H υπερβολή του ελληνικού Τύπου δεν απουσίασε και αυτή τη φορά. Προφητική χαρακτήρισε δημοσίευμα καθημερινής εφημερίδας την έκθεση για την Κύπρο του τελευταίου αρμοστή σερ Στίβεν Ολιβερ που προέβλεπε πιθανή λύση του Κυπριακού όταν και εφόσον οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, βρίσκονταν ποτέ μαζί μέσα στους κόλπους της ΕΟΚ. Κατά πόσο θα ίσχυε ο ίδιος χαρακτηρισμός όμως αν επρόκειτο για διαπιστώσεις ελλήνων διπλωματών παραμένει αμφίβολο. Γράφει συγκεκριμένα στις 22 Μαΐου 1978, και αναφέρεται ως παράδειγμα, σε έγγραφό του προς τις πρεσβείες μας στα τότε κράτη-μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ο πρέσβης Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος, διευθυντής τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο υπουργείο Εξωτερικών:


«H Ελλάς πιστεύει ότι είναι προς το συμφέρον της Δύσεως να αναπτυχθούν οι δεσμοί της Τουρκίας με την Κοινότητα και γι’ αυτό η χώρα μας, η οποία ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο, επιθυμεί να δει την Τουρκία να εκφράζει την απαιτούμενη πολιτική βούληση συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια όταν τα πραγματικά δεδομένα της τουρκικής οικονομίας το επιτρέψουν».


Πόσο παράδοξο μπορεί να ηχεί σήμερα που η χώρα μας κατατάσσει στις διπλωματικές της επιτυχίες την εκλογή της ως μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι εν έτει 1951 η εκλογή μας ως μέλους με διετή θητεία θα συναντούσε τη σφοδρή αντίδραση πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων της εποχής που τη χαρακτήριζαν ματαιόδοξη και επιπόλαιη απόπειρα της χώρας να αναμειχθεί στη «μεγάλη διεθνή πολιτική σκηνή». Σε εμπιστευτική εννεασέλιδη έκθεσή του ο έλληνας προεδρεύων στο εκτελεστικό όργανο του ΟΗΕ Αλέξης Κύρου γράφει χαρακτηριστικά προς τον υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Στεφανόπουλο στις 31 Δεκεμβρίου 1953:


«Κύριε Υπουργέ,


Λήγει σήμερον η διετής θητεία της Ελλάδος εις το Συμβούλιον Ασφαλείας καθ’ όλην την διάρκειαν της οποίας έσχον την υψίστην τιμήν να αντιπροσωπεύσω εν αυτώ την B. Κυβέρνησιν. Θεωρώ, ως εκ τούτου, υποχρέωσίν μου όπως – εις συμπλήρωσιν των κατά καιρούς υπ’ εμού γραφέντων ή τηλεγραφηθέντων – υποβάλω κατωτέρω εις την Υμέτεραν Εξοχότητα συνοπτικήν έκθεσιν περί του τρόπου μεθ’ ου προσεπάθησα να εκτελέσω την τοιαύτην, τόσον τιμητικήν αλλά και τόσον βαρείαν, αποστολήν συν τη προσθήκη και γενικωτέρων τινών συμπερασμάτων άτινα θα ήτο, νομίζω, δυνατόν να συναχθούν εκ της εν λόγω θητείας μας εις το εκτελεστικόν όργανον του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Στοιχειωδώς έχω, επί τη ευκαιρία ταύτη, καθήκον όπως εκφράσω εις τε την Υμετέραν Εξοχότητα και εις τας αρμοδίας υπηρεσίας του Σεβαστού Υπουργείου την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην μου διά την εμπιστοσύνην δι’ ης δεν έπαυσαν να με περιβάλλουν και διά τας πολυτίμους οδηγίας ας εις δεδομένας περιπτώσεις μοι παρέσχον».


Αφού μεσολαβήσουν κάμποσες σελίδες απολογισμού των συνεδριάσεων και των πεπραγμένων μιας διετίας, ο Κύρου καταγράφει τις παρακάτω ενδιαφέρουσες – γιατί άραγε λιγότερο προφητικές; – εκτιμήσεις του.


«Ασφαλώς θα ενθυμήται η Υμετέρα Εξοχότης τον σάλον όστις είχεν εγερθή εν Αθήναις εις ορισμένους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους ότε, κατά Νοέμβριον και Δεκέμβριον 1951, διεξήχθη εις την εν Παρισίοις Στ’ Γενικήν Συνέλευσιν ο πείσμων εκείνος αγών διά την εκλογήν μας εις το Συμβούλιον. Αντί, εξ αυτής ταύτης της σφοδρότητος της μάχης, να εκτιμηθή ακόμη περισσότερον η έκτασις της επιτευχθείσης νίκης, ενεφανίσθη η διεξαγωγή της μάχης ως… μειούσα τάχα το ελληνικόν γόητρον. Ετι πλέον: διετυπώθη και τότε και βραδύτερον κατ’ επανάληψιν η θεωρία (ευρούσα, σημειωτέον, υποστηρικτάς ακόμη και μεταξύ εκ των ικανωτέρων συναδέλφων μου) ότι η Ελλάς ουδέν απολύτως είχε συμφέρον να «δικάζη» άλλους, ότι η διά της συμμετοχής εις το Συμβούλιον Ασφαλείας ενεργός ημών ανάμιξις εις την «μεγάλην διεθνή πολιτικήν» απετέλει ματαιόδοξον, επιπολαίαν αλλά και κατ’ εξοχήν επικίνδυνον παρέμβασιν εις «έργα αλλότρια προς την μικρήν Ελλάδα» και ότι, συμπαρακαθήμενοι εις το εκτελεστικόν όργανον των Ηνωμένων Εθνών, εξεθέτομεν εαυτούς εις δυσχερεστάτην μεταξύ των δύο παρατάξεων θέσιν κατ’ ανάγκην δε εκαλούμεθα να προβώμεν εις εκδηλώσεις ή πράξεις αίτινες θα επέσυρον την καθ’ ημίν μήνιν και τας αράς αντιπάλων τε και φίλων.


Τα γεγονότα ήλθον αφ’ εαυτών να αποδείξουν πόσον ελάχιστα ευσταθεί τοιαύτη επιχειρηματολογία, διά την οποίαν επιτρέπεται, νομίζω, και γενικώτερον να λεχθή ότι δεν καταδεικνύει την ύπαρξιν της θερμουργού εκείνης αυτοπεποιθήσεως της τόσον πολύ δικαιολογημένης εκ των προσφάτων μεγαλουργημάτων της Φυλής. Διατί, ειδικώτερον, να αναγνωρίζωμεν εις την Αίγυπτον, την Συρίαν, την Γιουγκοσλαυίαν ή την Τουρκίαν – ίνα περιορισθώ εις χώρας της γεωγραφικής ημών περιοχής – το δικαίωμα του «δικάζειν» ετέρους, να θεωρώμεν δε και να εμφανίζωμεν μόνοι μας την Ελλάδα ως εσαεί προωρισμένην να εκλιπαρή δικαιοσύνην δι’ αυτήν, παρορώντες, συν τοις άλλοις, και την μείωσιν του σεβασμού ην εν τέλει συνεπιφέρει ο προς το αιώνιον θύμα οικτιρμός; Πώς είναι, εξ άλλου, νοητή εις την εποχήν των ατομικών όπλων και της προϊούσης αλληλοεξαρτήσεως μεγάλων και μικρών κρατών η ύπαρξις διεθνούς πολιτικής αλλοτρίας προς χώραν ήτις, ως η ιδική μας, τυγχάνει μέλος του ΝΑΤΟ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και διατηρεί στρατιωτικάς δυνάμεις εις Κορέαν; Καθ’ όσον τέλος αφορά τον ισχυρισμόν περί της δυσχερούς δήθεν θέσεως εις ην η εις το Συμβούλιον Ασφαλείας συμμετοχή θα μας έφερεν, αφ’ ενός, μεταξύ των δύο παρατάξεων και, αφ’ ετέρου, απέναντι φίλων και αντιπάλων, επρόκειτο καταφανώς περί ευνουχικής αυτόχρημα πολιτικής, περί πολιτικής του «λάθρα βιώσας», περί πολιτικής του «ύπαγε εις μοναστήριον!», περί πολιτικής ταυτοχρόνως ελάχιστα πραγματοποιήσιμον από τας σημερινάς διεθνείς συνθήκας».


Ο Ανδρέας και ο ΟΗΕ




Στις 25 Απριλίου του 1945 συνήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με βάση τις προτάσεις του Dumbarton Oaks όπως τροποποιήθηκαν στη Διάσκεψη της Γιάλτας εκπρόσωποι 26 κρατών που είχαν υπογράψει τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και εκπρόσωποι των 20 υπολοίπων κρατών που είχαν επίσης κηρύξει τον πόλεμο κατά των δυνάμεων του Αξονα ως τον Μάρτιο του 1945. Στη διάρκεια εργασιών της Διάσκεψης έγιναν δεκτές ως ιδρυτικά μέλη τρεις ακόμη χώρες, οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, η Αργεντινή και η Δανία. H Πολωνία, αν και απούσα από τη διάσκεψη, έγινε επίσης δεκτή ως ιδρυτικό μέλος του Οργανισμού.


H Διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο ήταν η πρώτη διεθνής συνάντηση ανωτάτου επιπέδου όπου δεν κυριαρχούσαν οι ευρωπαϊκές χώρες. H Διεθνής Γραμματεία ανέλαβε την πρόσληψη διερμηνέων και μεταφραστών από όλες τις χώρες και διένειμε καθημερινά στα κράτη-μέλη διάφορα έγγραφα και ομιλίες στις πέντε επίσημες γλώσσες: την αγγλική, τη γαλλική, την ισπανική, τη ρωσική και την κινεζική.


Επίσημος μεταφραστής της ελληνικής αντιπροσωπείας με έγγραφο (16.9.1945) του πρεσβευτή Αλέξη Λιάτη προς τον υπεύθυνο του Γραφείου Διαπιστεύσεων John Ο. Bell ανακοινωνόταν ο φοιτητής Ανδρέας Παπανδρέου που εκπλήρωνε τότε τη στρατιωτική του θητεία στο αμερικανικό Ναυτικό (Mare Island Navy Yard). Με το ίδιο έγγραφο ο έλληνας πρεσβευτής A. Λιάτης, γραμματέας της ελληνικής αντιπροσωπείας της οποίας ηγείτο ο τότε υπουργός εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος και στην οποία συμμετείχαν συνολικά έξι μέλη (ο Γεώργιος Μελάς, υφυπουργός Εξωτερικών, ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο πρέσβης Ιωάννης Πολίτης, ο έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο Αθανάσιος Αγνίδης και ο επίσης έλληνας πρέσβης στις ΗΠΑ Κίμων Διαμαντόπουλος), αιτείτο την έκδοση των απαραίτητων συνοδευτικών εγγράφων που θα επέτρεπαν στον νεαρό Ανδρέα Παπανδρέου την είσοδο στο κτίριο που φιλοξενούσε τη διάσκεψη.


H κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ.