Τα διλήμματα της εφαρμογής της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) –Τουρκίας της 18ης Μαρτίου, το «ελληνικό πείραμα», αλλά και οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας στην πορεία προς ένα κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου ήταν τα τρία βασικά ζητήματα που απασχόλησαν την ημερίδα με τίτλο «Το Μέλλον του Ασύλου στην Ευρώπη» που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 9 Μαϊου στην Αθήνα.
Την πρωτοβουλία για την ημερίδα είχε η ελληνική Υπηρεσία Ασύλου, η επικεφαλής της οποίας Μαρία Σταυροπούλου δέχθηκε ουκ ολίγες φορές τους επαίνους των συμμετεχόντων για την τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλει, υπό ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, ώστε η χώρα μας να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που γέννησε η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση.
Πέραν των πιο πολιτικών τοποθετήσεων, στις οποίες προέβησαν ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας, ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης και ο Μάρτιν Φερφέι, ο άνθρωπος που έχει αναλάβει να τρέξει το τιτάνιο project της συμφωνίας ΕΕ –Τουρκίας, το ενδιαφέρον εντοπίστηκε στις άλλες δύο συνεδρίες.
Η πρώτη εξ’ αυτών, την οποία συντόνισε ο Μάικλ Ο’ Φλάνερτι της Υπηρεσίας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), είχε θέμα την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας. Σύμφωνα με την Αν Μέιμαν, αναπληρωτή εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) στην Αθήνα, η έννοια αυτή μπορεί να είναι είτε κατάρα είτε ευλογία. Και αυτό διότι μπορεί είτε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ώστε ένας άνθρωπος που επιζητεί διεθνή προστασία να μην έρθει σε μία ασφαλή περιοχή είτε ως εργαλείο που θα τον αποτρέψει να πραγματοποιήσει ένα επικίνδυνο ταξίδι.
Η κυρία Μέιμαν περιέγραψε, λαμβάνοντας υπόψη της τη συμφωνία ΕΕ –Τουρκίας, τους προβληματισμούς της UNHCR για τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας. Εστίασε δε τις επισημάνσεις της στο χάσμα που ενίοτε εμφανίζεται ανάμεσα στη νομοθέτηση των απαιτούμενων προβλέψεων και στην εφαρμογή τους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, η κυρία Μέιμαν ανέδειξε δύο πλευρές: στην περίπτωση της Ελλάδος, κρίσιμο σημείο είναι η δυνατότητα των αιτούντων άσυλο να κάνουν έφεση αν λάβουν, σε πρώτο βαθμό, αρνητική απάντηση, ενώ, στην περίπτωση της Τουρκίας, να μπορούν να παραμείνουν εκεί μέχρι να λήξει η διαδικασία αίτησής του.
Η εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας πάντως ανέδειξε μία εναλλακτική πρόταση στην έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας. Πρόκειται για την ανάγκη ανάληψης ευθύνης σε περιφερειακό ή και σε διεθνές επίπεδο με την ανάληψη δεσμεύσεων από τις χώρες μίας περιοχής να δεχθούν τους πρόσφυγες στο έδαφός τους. Πρόκειται για μία ιδέα που ακούγεται πολύ καλή για να είναι αληθινή –τουλάχιστον με όσα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα. Μάλιστα ο Κρις Πολέτ, στέλεχος του European Council of Refugees and Exiles –ECRE, περιέγραψε πολύ καλά την κατάσταση. Όπως είπε υπάρχει μία αλυσιδωτή εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας που με τη σειρά της οδηγεί σε αλυσιδωτή εφαρμογή της έννοιας της επαναπροώθησης (refoulement).
Κατά τον κ. Πολέτ, είναι πολύ νωρίς να πει κανείς αν η συμφωνία ΕΕ –Τουρκίας είναι επιτυχημένη ή όχι. Επεσήμανε δε δύο στοιχεία που κατά τον ίδιο είναι ανησυχητικά. Το πρώτο αφορά στη μετατροπή των hotspots σε κλειστά κέντρα κράτησης και το δεύτερο στη δυσκολία των προσφύγων να έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματική νομική συνδρομή. Στο σημείο αυτό, η κυρία Σταυροπούλου τόνισε, απαντώντας σε ερώτηση, ότι βρίσκεται στη διαδικασία της θεσμοθέτησης η παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής στους πρόσφυγες, ενώ θα δημιουργηθεί και σχετικό μητρώο δικηγόρων.
Η επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου δήλωσε χωρίς περιστροφές ότι με την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ –Τουρκίας, η Ελλάδα εφαρμόζει ουσιαστικά ένα πείραμα. Στη συνέχεια προχώρησε σε μία περιγραφή του τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Όπως τόνισε, το 2014 η Υπηρεσία Ασύλου είχε να επεξεργαστεί 786 αιτήσεις ασύλου το μήνα. Τον Απρίλιο του 2016, ο αριθμός έχει εκτιναχθεί στις 3.700 και θα πρέπει να προστεθεί σε αυτόν οι απλές καταγραφές που εκτινάσσουν το νούμερο σε περισσότερες από 6.500 αιτήσεις. Ο στόχος είναι να μπορεί να επεξεργάζεται η Υπηρεσία Ασύλου 640 αιτήσεις ημερησίως, στα νησιά, όταν το σύστημα λειτουργήσει πλήρως.
Το μέλλον του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου απασχόλησε τη δεύτερη συνεδρία, την οποία συντόνισε ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Γραφείο Υποστήριξης Ασύλου (EASO) Χοσέ Καρέιρα. Η «ιδεαλιστική» πλευρά ενός πραγματικά ενιαίου συστήματος παρουσιάστηκε από τον ομότιμο Καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Γκάι Γκούντγουϊν –Γκιλ, ο οποίος ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να είναι πιο ριζοσπαστική στις προτάσεις της για αναθεώρηση του Συστήματος του Δουβλίνου και τη μετατροπή του EASO σε μία Κοινή Αρχή Ασύλου για την ΕΕ.
Από την πλευρά τους, ο Πίτερ Ντίεθ, αναπληρωτής διευθυντής Μεταναστευτικής Πολιτικής στο ολλανδικό υπουργείο Ασφαλείας και Δικαιοσύνης (σσ. η Ολλανδία ασκεί το τρέχον εξάμηνο την Προεδρία του Συμβουλίου), αλλά και ο Δημήτριος Παπαδημητρίου, επίτιμος πρόεδρος του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής (ΜΡΙ) εξέφρασαν τη γραμμή του ρεαλισμού.
Ο κ. Ντίεθ ανέδειξε πέντε βασικά σημεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αναθεώρηση του σημερινού συστήματος. Αυτά είναι η απλοποίηση/αποτελεσματικότητα, η δικαιοσύνη, η αποτροπή των δευτερευουσών κινήσεων (secondary movements) μεταναστών, οι επιστροφές μεταναστών στις χώρες προέλευσης και η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο της εξωτερικής διάστασης της ΕΕ (η συμφωνία με την Τουρκία συνιστά ένα καλό παράδειγμα).
Ο δε κ. Παπαδημητρίου σημείωσε ότι η Κομισιόν δεν μπορεί να νομοθετεί μόνο βάσει αρχών, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις πολιτικές ισορροπίες εντός ΕΕ. Τόνισε επίσης ότι σε σχέση με τη δημιουργία ενός Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου ίσως απαιτείται η εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος που θα αξιολογηθεί πριν γίνουν τα επόμενα βήματα.