Καταλαβαίνεις αµέσως ότι κάτι δεν πάει καλά όταν ακούς από αμετροεπώς χαμογελαστά ζευγάρια σχόλια του τύπου: «Πήγαμε ένα υπέροχο φθινοπωρινό διήμερο στο εξοχικό μας στη Χ. Από τη χαρά του ο (σ.σ. τρίχρονος) Γιάννης δεν κοιμόταν πριν από τις 12 το βράδυ», «Ηταν πολύ ωραία στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής του Χ. Εδωσα στη μικρή τη φρουτόκρεμα από νωρίς και κάθισε ήσυχη στο καρότσι. Οταν άρχισε τα ουρλιαχτά, φύγαμε» ή «Εχουμε σχεδόν μισό χρόνο να βγούμε οι δυο μας. Αλλά είναι τόσο χαριτωμένα όταν τα παρατηρείς να φτιάχνουν τα πρώτα τους σκραμπλ». Κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της τέλειας πυρηνικής οικογένειας.
Eίναι η λαίλαπα της σημερινής παιδοκεντρικής φαμίλιας. Γονείς που δεν κάνουν απολύτως τίποτα χωρίς τα παιδιά ή τίποτα που να μην έχει σχέση με τα παιδιά. Οχι (απαραιτήτως) επειδή συντρέχουν πρακτικοί και οικονομικοί λόγοι (π.χ. «δεν έχουμε ποιος να το κρατήσει»), αλλά επειδή οι ίδιοι έχουν αναγάγει την ανατροφή των τέκνων τους στο ύψιστο, στο υπέρτατο, στο πανίερο και μοναδικό καθήκον τους απέναντι στον εαυτό τους και στην ανθρωπότητα. Το αποτέλεσμα; Γονείς παντελώς αποστραγγισμένοι από ενέργεια και προσωπικό χρόνο, χωρίς ψήγμα ιδιωτικότητας, που βρίσκουν ευκαιρία για ένα ποτήρι κρασί μόνο στο παιδικό πάρτι, που δεν θα διαβάσουν ποτέ ένα «ενήλικο» βιβλίο, που θα οργανώσουν ευλαβικά το τέλειο playdate αλλά ποτέ ένα boys’ ή ένα girls’ night out, που θα χύσουν αίμα για να μη χάσει ο μικρός τον αγώνα ποδοσφαίρου το πρωί της Κυριακής και ας έχουν γίνει οι ίδιοι μια θλιβερή, πλαδαρή σκιά του παλιού εαυτού τους (μπιροκοιλιά, παντελώς ασεξουαλική περιβολή μέσα και έξω από το σπίτι κ.ά.).
Ταξινοµούνται χονδρικά σε τέσσερις συνοµοταξίες. Στους ρέποντες προς τη συστηματική, ηδονική σχεδόν, αυτοθυματοποίηση: «Δεν έχω ποτέ χρόνο… Οι παππούδες μένουν μακριά…». Στους νέας κοπής new age, που θεωρούν ότι η μύηση στο «attachment parenting» («γονεϊκότητα της προσκόλλησης») είναι κάτι σαν PhD. Στους εθισμένους / οκνηρούς με το σταθερό, σιωπηρό μότο: «Εχω συνηθίσει πια να μη βγαίνω ποτέ έξω». Αυτοί έχουν, βέβαια, ένα ελαφρυντικό: τα πρώτα χρόνια που γίνεσαι γονιός είναι αναπόφευκτα δύσκολα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλεις να απολέσεις διά παντός τον προ-του-τέκνου εαυτό σου και βίο σου. Και, τέταρτον, στους ανεπίδεκτους μαθήσεως, που συνειδητά επιλέγουν το παιδί αντί μιας κανονικής ζωής. Γι’ αυτούς η γονεϊκότητα έχει σχεδόν μετατραπεί στο τέλειο άλλοθι για την απουσία ενδιαφερόντων, σεξουαλικής ζωής, κοινωνικών συναθροίσεων κ.λπ. Και όταν έρθει η ώρα για την «άδεια φωλιά» (όταν δηλαδή το παιδί εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για σπουδές, εργασία ή σύντροφο), η κατάσταση είναι ήδη προκεχωρημένη: «Φωλιά του κούκου».
Οι έρευνες καταδεικνύουν πως όταν η γονεϊκότητα γίνεται αυτοσκοπός, η ψυχική υγεία ολισθαίνει. Εν έτει 2012, έρευνα του Πανεπιστημίου Μέρι Ουάσιγκτον της Βιρτζίνια σε γυναίκες ως επί το πλείστον της μεσαίας τάξης, ηλικίας 18-49 ετών, παντρεμένες ή σε μακροχρόνιες σχέσεις, επιβεβαίωσε ακριβώς αυτό. Οι μητέρες που αντιμετωπίζουν τη μητρότητα ως μια κούρσα αντοχής, την οποία μόνο εκείνες μπορούν να φέρουν εις πέρας και από την οποία κανείς και τίποτα δεν πρέπει να τις αποσπά, είχαν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη. Οι συντάκτες της έρευνας, η οποία δημοσιεύθηκε online στην επιθεώρηση «Journal of Child and Family Studies», κατέληξαν να διερωτηθούν: «Αν η υπερεντατική μητρότητα συνδέεται με τόσο αρνητικές για την ψυχική υγεία τους συνέπειες, τότε γιατί οι γυναίκες επιμένουν να την υιοθετούν;».
Oι γονείς της νέας χιλιετίας πνίγουν εαυτόν στον υπερβάλλοντα ζήλο τους να μεγαλώσουν μικροδιαχειριζόμενα, παραχαϊδεμένα, επιτυχημένα παιδιά. Δεν χρειάζονται όμως ενοχές, ούτε αυτομαστίγωμα για να διεκδικήσεις (και να πάρεις) ένα ρεπό. Οπως έγραφε προ μηνών η Λίντσεϊ Ρόμπερτς στην «Washington Post» (σε ένα άρθρο με τίτλο «Why self-care is an important part of parenting, and how to make time for it»): «Το να φροντίζεις τον εαυτό σου δεν είναι εγωιστικό· είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να κάνεις για τα παιδιά σου».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ