«Οταν τρως, μην ξεχνάς τους φτωχούς· ο Θεός θα σε ανταμείψει αν τους φέρεσαι καλά». Αυτό είναι ένα στιχούργημα του 13ου αιώνα που λειτουργούσε ως ένα όργανο προσαρμοστικής αγωγής για τους «καλούς τρόπους» (1) και ηθικής διαπαιδαγώγησης, στο πλαίσιο του θεατρικού κοσμοειδώλου και της χριστιανικής δεοντολογίας, όπου ο μεγάλος «σκηνοθέτης» παρακολουθεί όλες τις εγκόσμιες σκηνές και ανταμείβει τους «ηθοποιούς» αναλόγως προς τις επιδόσεις τους στους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί.
Η εύλογη αυτή σύνδεση του φαγητού με το θέατρο μετατρέπεται αυθωρεί σε πολιτικό υπαινιγμό, αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι αυτό που τρώει δεν μπορεί να το φάει κάποιος άλλος ή (κάτι που καταλήγει οπωσδήποτε στην ειρωνεία) ότι αυτός ο άλλος συμμετέχει στην παραγωγή αυτού του φαγητού που δεν μπορεί να αγγίξει. Είναι αυτονόητο ότι οι σκέψεις αυτές επιτείνονται σε αρνητικές οικονομικές συγκυρίες και σε περιόδους όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Οι πολιτικές διαστάσεις του φαγητού δεν εξαντλούνται βεβαίως εδώ· τις τελευταίες δεκαετίες διαφορετικοί επιστημονικοί κλάδοι στρέφουν την προσοχή τους στη θεμελιωδέστερη καθημερινή δραστηριότητα. Ο κοινωνιολόγος της διατροφής, ο ψυχολόγος του φαγητού, ο οικονομολόγος της εστίασης, ο ανθρωπολόγος της εστίας, ο ιστορικός των τιμών, ο φιλόλογος και ο θεατρολόγος, ασφαλώς ο διαιτολόγος, προσφάτως δε και ο φιλόσοφος: όλη η ακαδημία κάθεται στο τραπέζι για να μελετήσει εκ του σύνεγγυς ένα τόσο πολύπλευρο φαινόμενο, που αρχίζει με την πρωταρχική πείνα και δίψα του νεογέννητου και απλώνεται ως το νεκρόδειπνο.
Ας μείνουμε στις δύο τελευταίες εικόνες: το σιωπηλό τραπέζι του νεκρόδειπνου και ο θηλασμός του βρέφους. Δεν θα ήταν ίσως άστοχο να διακρίνουμε δύο γενικούς τρόπους προσέγγισης του φαγητού: είτε μέσω του μύθου και της τελετουργίας (ο απαγορευμένος καρπός, το θυέστειο δείπνο, τα βόδια του θεού Ηλιου: Οδύσσεια μ, η αγία κοινωνία) είτε μέσω της ψυχανάλυσης, όπου η βρώση θεωρείται η πρώτη ζωτική ηδονή του ανθρώπου και ο γυναικείος μαστός συμβολίζει την πηγή της ηδονής αυτής. Ο πρώτος τρόπος προσέγγισης, που εξαίρει το νόημα του φαγητού σε υπεριστορικά πεδία, περνά μέσα από τη θεολογική και κοσμολογική σκέψη, τη μυθολογική και τελετουργική καταβολή, την ποιητική, συμβολική ή την αρχετυπική ανάλυση. Ο δεύτερος τρόπος προσέγγισης, που περιορίζει το νόημα του φαγητού στα ιστορικά και εμπειρικά δεδομένα, διέρχεται μέσα από τα πεδία της κοινωνιολογικής ή της οικονομικής ανάλυσης, της πολιτικής ή της ψυχαναλυτικής σκέψης, της φυσιο-λογικής ή ιατρικής αναγωγής. Οι δύο αυτοί τρόποι αντιπροσωπεύουν μια γραμμή πίστης στη συμβολική πολυσημία και στην κοσμολογική βαθύτητα της βρώσης και μιαν άλλη, αντίθετη, γραμμή δυσπιστίας και υποψίας περί συγκάλυψης μηχανισμών οικονομικής και πολιτικής εξουσίας (Marx) και περί μετάθεσης ασυνείδητων ενορμήσεων (Freud) πίσω από το διατροφικό φαινόμενο. Καθώς η πίστη και η υποψία συνιστούν δύο απαραίτητους πόλους στο καθεστώς υπό το οποίο ζούμε, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κανέναν από τους δύο ερμηνευτικούς πόλους.
Μοιάζει λοιπόν εύλογη η επιλογή του θέματος «Manger» για το 24ο διεπιστημονικό συνέδριο της Εταιρείας των γαλλόφωνων νεοελληνιστών που διοργανώθηκε από το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου (27-29 Μαΐου 2015). Πράγματι το τραπέζι, σε όλες του τις διαδικασίες (συλλογή, παραγωγή, παρασκευή, διαφήμιση, μαγειρική επεξεργασία, κατανάλωση), συγκροτεί έναν μικρόκοσμο στους κόλπους του κοινωνικού βίου που αξίζει να μελετάται αυτόνομα, αλλά και σε σχέση με άλλες πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, εκ των οποίων μία πολύ σημαντική είναι η θεατρική.
Από την αρχαία ελληνική κωμωδία και το αναγεννησιακό θέατρο ως το Bread and Puppet Theatre του Peter Schumann και τις παραστάσεις του Rodrigo García, το τραπέζι αποτελεί μια ιδιάζουσα σκηνή μέσα στη μεγάλη σκηνή του κόσμου. Είτε παραπέμπει στην κοινοκτημοσύνη των αγαθών της φύσης είτε παρουσιάζει τη βιομηχανική τροφή ως επεκτατικό εργαλείο της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φεουδαρχίας, το φαγητό επί σκηνής υπερβαίνει την απλή βρώση (οι ομοτράπεζοι είναι κάτι παραπάνω από βρωτήρες) και συνδέεται με τη μνήμη, τον ερωτισμό, την αισθητική, το κοινωνικό status, ακόμα και με τις οριακές στιγμές του προσωπικού βίου.
Αλλά και εκτός θεάτρου, το τραπέζι παραμένει άκρως θεατρικό: διαθέτει πρωταγωνιστές και δευτερεύοντα πρόσωπα, πλούσιο ρεπερτόριο ρόλων, ιδιαίτερη ενδυματολογία και φωτισμούς που ταιριάζουν στην περίσταση, ακόμα και παρασκήνια, όπου προετοιμάζεται προσεκτικά το menu. Στα παρασκήνια βρίσκονται και οι συνταγές, αυτές οι αποκρυσταλλώσεις εμπειρικών γνώσεων που δεν αποκαλύπτουν ποτέ όλα τα μυστικά τους και μας θυμίζουν πάντα το αρχέγονο παιχνίδι του φανερού και του κρυμμένου ─ ένα παιχνίδι γνωστικό, όσο και θεατρικό. Ο σκηνοθέτης και ο μάγειρας, οι maîtres της μεταμόρφωσης και της προσομοίωσης, ενίοτε και της ψευδαίσθησης, αυτοί οι πρακτικοί και πνευματικοί καλλιτέχνες, δεξιοτέχνες της παρουσίας και της εμπειρίας, αλλά και θεματοφύλακες της απουσίας και του μυστικού, μας προσφέρουν τα κρυμμένα της τέχνης και τα μυστικά της ζωής και της φύσης, που τα γευόμαστε μόνο για λίγο, όσο διαρκεί μια παράσταση ή ένα γεύμα.
Μετά επιστρέφουμε στο καθημερινό ψωμί, το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, δεν διαθέτουν όλοι.
1. Αναφέρεται από τον Norbert Elias: Η διαδικασία του πολιτισμού. Μια ιστορία της κοινωνικής συμπεριφοράς στη Δύση, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997, σελ. 137.
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ