Μετά την επιτυχή έκβαση της εξόδου μας προς τις αγορές χρήματος είναι αυτονόητη η ανάγκη της ενασχόλησής μας με τα εσωτερικά μας θέματα και κυρίως την ανεργία.

Η καταπολέμηση της «απαιτεί πόρους προς δημιουργία θέσεων εργασίας και ανάπτυξη», με άλλα λόγια απαιτεί αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, η οποία συνεπάγεται αύξηση των κρατικών εσόδων και βελτίωση της σχέσης χρέος προς ΑΕΠ.

Έχοντας το δύσκολο πρόβλημα, αυτό της έλλειψης επαρκούς αποθέματος αποταμιεύσεων, η απρόσκοπτη αύξηση του ΑΕΠ είναι απολύτως αναγκαία και η καλύτερη εγγύηση, προς τις αγορές. Το ΑΕΠ παράγεται από τις επιχειρήσεις και η αύξησή του απαιτεί επιχειρήσεις παραγωγικές, ανταγωνιστικές, για να είναι βιώσιμες.
Η βιωσιμότητα σήμερα προαπαιτεί καινοτομία, εξωστρέφεια, προσήλωση στη διαφάνεια, σύγχρονη τεχνολογία και χρηστή διοίκηση.
Το νομικό πλαίσιο υπό το οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις πρέπει να προάγει τα στοιχεία της βιωσιμότητας, ιδίως τη διαφάνεια ώστε να είναι ορατή η διακίνηση και διάθεση αμοιβών, πρώτων υλών και προϊόντων και εύκολος και απλός ο προσδιορισμός του εισοδήματος και των παρεπομένων φόρων και τελών, δηλ των Κρατικών Εσόδων.
Η ανάπτυξη των επιχειρήσεων είναι υπόθεση των μετόχων, όμως η διαφάνεια και η χρηστή διοίκηση καθώς επίσης το ελάχιστο μέγεθος και το είδος ορισμένων πρέπει να είναι υποχρεωτική μέριμνα του Κράτους.
Αναμένομε πολλά από τον πρωτογενή τομέα ιδίως από Γεωργία και Κτηνοτροφία. Στη Γεωργία ο κατακερματισμένος κλήρος των 30-35 στρεμμ. δεν συνιστά βιώσιμη επιχείρηση. Τους κλήρους αυτούς επέβαλε η ζωήλατος αροτραία καλλιέργεια. Σήμερα η μηχανική καλλιέργεια απαιτεί έκταση 200-250 στρεμμ. αγρούς άνω των 25 στρεμ. για να είναι βιώσιμη, ώστε να μπορεί να τηρήσει βιβλίο εσόδων – εξόδων, βιβλίο απογραφών αποθήκης και ταμείου.
Μείζον ζήτημα είναι η προώθηση της κρεατοπαραγωγής, της κτηνοτροφίας. Η κτηνοτροφία είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Γεωργίας, καθ’ όσον οι κτηνοτροφές είναι προϊόντα η παραπροϊόντα της Γεωργίας.
Προϋπόθεση ανάπτυξης της κτηνοτροφίας είναι η λειτουργία συγχρόνων σφαγείων. Τα σφαγεία καθώς έχουν άμεση σχέση με το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία πρέπει να είναι υπό αυστηρό έλεγχο Δημοσίου ή Δημοτικού φορέα.
Συνοψίζοντας η ανάπτυξη του ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα απαιτεί σύμπτυξη των ιδιοκτησιών προς δημιουργία μονάδων 200-250 στρεμμ. υπό ατομική ή εταιρική ιδιοκτησία και ο σκοπός πραγματοποιείται με τη θέσπιση κινήτρων και επιχορηγήσεων προς ανταλλαγή ομόρων αγρών με ισοδύναμους σε άλλη θέση. Ομοίως κίνητρα με επιχορηγήσεις προς εξαγορά ομόρων αγρών και για όσους αστούς θέλουν να κρατήσουν τις ιδιοκτησίες τους, κίνητρα υπέρ αυτών των ιδίων και των πραγματικών αγροτών, φορολογικά και άλλα για μακροχρόνιες μισθώσεις, προς συγκαλλιέργεια με όμορους αγρούς.
Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, ομοίως, απαιτεί κίνητρα. Χρήσιμο θα ήταν να χορηγηθούν ειδικά κίνητρα εταιρικής συνιδιοκτησίας σε νέες μονάδες που θα προέλθουν από τη σύμπτυξη των μικρών αγροτικών ιδιοκτησιών. Συνεταιρισμοί πολυαρίθμων μικροϊδιοκτητών αποδείχτηκε πως δεν ευδοκιμούν.
Η αναδιάρθρωση της εγγείου ιδιοκτησίας, όπως γενικώς, παραπάνω προτείνεται, απαιτεί τη νομοθέτηση παραρτήματος στον Αγροτικό Κώδικα, συμπληρωματικό της αγροτικής νομοθεσίας, ιδίως στην εκμετάλλευση αγρών υπό εταιρικό δίκαιο. Είναι αυτονόητο πως με μέτρα και κίνητρα, χρηματοδοτικά, φορολογικά κ.λπ χρειάζεται να αποκτήσουμε επιχειρηματικές μονάδες βιώσιμου μεγέθους και αυτό πρέπει να είναι στους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Το κόστος αναδιάρθρωσης της εγγείου αγροτικής ιδιοκτησίας εμπίπτει στις συνχρηματοδοτούμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση δαπάνες.
Παράλληλα με την αύξηση του ΑΕΠ πρέπει να διασφαλισθούν τα κρατικά έσοδα, φόροι, τέλη, εισφορές, με άλλα λόγια να κτυπηθεί έως απαλειφθεί η φοροδιαφυγή.
Η πηγή της φοροδιαφυγής ευρίσκεται στην διακίνηση των αγαθών τόσον κατά τη μεταποίηση από τμήματος εις τμήμα, ή από επιχείρηση σε επιχείρηση όσο και κατά τη διακίνηση από αποθήκες προς καταστήματα και παραρτήματα, ενδοεπιχειρησιακώς.
Οι εμπορικές και λογιστικές σπουδές διδάσκουν ότι δεν μπορεί να υπάρχει πλήρης έλεγχος και εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ούτε να εξαχθούν ασφαλώς τα αποτελέσματα μιας χρήσεως (δηλ. κέρδη-ζημίες κ.λ.π) αν δεν έχει καταγραφεί η διακίνηση και η μεταποίηση των εμπορευμάτων.
Προς τούτο διδάσκεται η τήρηση βιβλίου αποθήκης στο οποίο καταγράφεται ό, τι εισέρχεται και εξέρχεται στην Επιχείρηση και στα παραρτήματα και καταστήματα της και επί πλέον για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις, διδάσκεται η τήρηση βιβλίου παραγωγής και κοστολογίου, όπου καταγράφεται η περιοδική μετεξέλιξη των εισερχομένων αγαθών έως το τελικό προϊόν.

Στις σπουδές διδάσκεται ότι Επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία αποθήκης, οι εμπορικές και επί πλέον βιβλίου Παραγωγής και Κοστολογίου, οι μεταποιητικές δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, ούτε να νοθεύσουν προϊόντα (π.χ μέλι ξένης χώρας να πωληθεί ως εγχώριο). Επιχείρηση επίσης που τηρεί βιβλίο αποθήκης δεν μπορεί να ολοκληρώσει συναλλαγή αν δεν εκδώσει παραστατικά. Απόδειξη ή Τιμολόγιο κ.λ.π. Τα βιβλία αυτά είναι όρος διαφάνειας της επιχειρηματικής λειτουργίας.

Όταν οι Εμπορικές, Λογιστικές, Χρηματοοικονομικές επιστήμες διδάσκουν και η Πληροφορική μηδενίζει το κόστος τήρησης βιβλίων Αποθήκης και επί πλέον αυτή μάς δίνει τη δυνατότητα με χρήση βάσης δεδομένων, από την έδρα Εφορίας να παρακολουθούμε χιλιάδες επιχειρήσεων, «ποίαν χρείαν μαρτύρων» έχομε, προκειμένου να αποδείξουμε ότι, αν θέλει το Υπ. Οικ., πατάσσει έως και απαλείφει τη φοροδιαφυγή;

Αυτήν την αξιωματική, επιστημονική αλήθεια και ισχύ των βιβλίων Αποθήκης και Παραγωγής και Κοστολογίου δεν εννοούν να αντιληφθούν οι μανδαρίνοι του Υπουργείου Οικονομικών και τα συνδικαλιστικά τους όργανα και ταλαιπωρείται η χώρα. Το Υπ. Οικ., όχι αναιτίως, στερείται επιστημόνων, Εμπορικών, Λογιστικών, Χρηματοοικονομικών κ.λ.π σπουδών.
Όταν το 1984, (εποχή κατά την οποία ίσχυε ο έλεγχος των τιμών) το Υπουργείο Εμπορίου, για να ελέγχει το κόστος, με αγορανομική διάταξη, επέβαλε την τήρηση βιβλίων Αποθήκης σε επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών, τότε, άνω των 250 εκατ. δρχ μόνον επανάσταση δεν ξέσπασε. Γέμισε η πλατεία Κολοκοτρώνη από χέρια χρυσοφόρα (με βραχιόλια) που κράδαιναν κατσαρόλες. Το γεγονός αυτό είναι αρκετό προκειμένου να πεισθεί κανείς για την ισχύ του μέτρου.
Στον προηγούμενο Κώδικα βιβλίων και στοιχείων επετράπη (Απρίλιος 2010) επιχειρήσεις που διακινούν καύσιμα, λιπαντικά και καπνικά προϊόντα να μην τηρούν βιβλία Αποθήκης. Αποτέλεσμα, οργίασε η φοροδιαφυγή την οποία σήμερα βιώνομε:

*O κ. Βασίλης Κεδίκογλου είναι πρώην υπουργός, βουλευτής Εύβοιας