Μία δεκαετία έχει περάσει από τότε που το «Oldboy» του Κορεάτη Παρκ Τσαν Γουκ βγήκε στις αίθουσες κάνοντας θραύση σε όλον τον κόσμο για τη βίαιη αισθητική, τη νοσηρή ατμόσφαιρα και κυρίως την κινηματογραφική του φαντασία. Η ιστορία ενός αντιπαθητικού ανθρώπου που για ανεξήγητους λόγους θα κρατηθεί επί είκοσι συναπτά έτη σε ιδιωτική φυλακή (στο ίδιο μάλιστα δωμάτιο) και που βγαίνοντας θα αποφασίσει να πάρει την εκδίκησή του βρίσκοντας το μυστικό που κατέστρεψε τη ζωή του υπήρξε μία από τις πιο πρωτότυπες σε σύλληψη ταινίες του σύγχρονου κορεατικού κινηματογράφου και έχει κυριολεκτικά δημιουργήσει σχολή.
Μια αμερικανική «απάντηση» με το ριμέικ που βλέπουμε αυτόν τον καιρό στις αίθουσες δεν θα πρέπει να μας προκαλεί απορία, γιατί ανέκαθεν το Χόλιγουντ υποκλινόταν σε πράγματα που το εντυπωσίαζαν. Αν κάτι όμως όντως προκαλεί απορία, είναι το πώς ένας καταξιωμένος δημιουργός με προσωπικό ύφος όπως ο Σπάικ Λι, πρώτον, δέχθηκε να σκηνοθετήσει ξανά κάτι τόσο πρόσφατο και, δεύτερον, κατάφερε να το γυρίσει τόσο άψυχα, άνευρα και σε ορισμένα σημεία γκροτέσκα (οι σκηνές με τον Σάμιουελ Τζάκσον αγγίζουν τη φάρσα). Και ακόμη πιο παράξενο είναι που η αμερικανική εκδοχή δεν έχει ιδιαίτερες αλλαγές στο σενάριο, καθ’ ότι πατά πλήρως στο ντεκουπάζ της πρωτότυπης κορεατικής που είναι ταυτόσημο, απλώς με άλλους ηθοποιούς. Ειλικρινά αδυνατείς να βρεις κάποια χάρη στην ταινία, την οποία παρακολουθείς μηχανικά, όπως μηχανικά δείχνει να είναι φτιαγμένη. Πόσο κρίμα όταν ένας δημιουργός απλώς διεκπεραιώνει, χωρίς να έχει τίποτε δικό του να προσθέσει. Αν κάποιον λυπήθηκα πάντως, αυτός είναι ο Τζος Μπρόλιν που για τις ανάγκες του ρόλου του έφαγε παραπάνω από 200 dumplings κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων (είναι η μοναδική τροφή που δίνουν στον ήρωά του όσο είναι φυλακισμένος). Τζάμπα πάχυνε, τζάμπα αδυνάτισε, γιατί η ταινία, είτε γυρίστηκε είτε όχι, το ίδιο και το αυτό.
Βαρύ το φορτίο όμως και για τον Κριστόφ Γκανς, σκηνοθέτη της ταινίας «Η πεντάμορφη και το τέρας» που έχει πάνω της τη σκιά της ομότιτλης ταινίας του Ζαν Κοκτό, η οποία από μόνη της –και δικαίως –θεωρείται κεφάλαιο στην ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου. Το στόρι πάνω-κάτω γνωστό: κατά τη διάρκεια της Πρώτης Αυτοκρατορίας, μια κοπέλα (Λεά Σεντού), κόρη ενός εμπόρου που πτώχευσε, ερωτεύεται ένα τέρας απομονωμένο κάπου στην ύπαιθρο. Θα μπορέσει να του δώσει ξανά τη μορφή του όμορφου πρίγκιπα (Βενσάν Κασέλ) που μεταμορφώθηκε από μάγια; Το σκοτεινό παραμύθι της Μαντάμ Ντε Βιλνέβ που υπήρξε αποτέλεσμα έμπνευσής της από την ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία (ειδικά από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου) έχει μεταφερθεί πολλές φορές στο σινεμά και στην τηλεόραση (ως και σε μορφή καρτούν της Ντίσνεϊ το έχουμε δει). Μετά την ταινία του Κοκτό όμως, στη χώρα προέλευσής του κανένας δεν τόλμησε να το αγγίξει. Ενώ όμως η ταινία του Γκανς, όπως και του Κοκτό, είναι βασισμένη στην πρωτότυπη εκδοχή του μύθου (όπως εκδόθηκε ανώνυμα το 1740), ο Γκανς φρόντισε να ασχοληθεί περισσότερο με σημεία στα οποία ο Κοκτό δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, όπως για παράδειγμα ο ρόλος του πατέρα της κοπέλας που εδώ είναι μεγαλύτερος σε διάρκεια και ουσιαστικότερος (τον υποδύεται ο εξαιρετικά δραστήριος παρά την ηλικία του Αντρέ Ντισολιέ). Βέβαια μεγάλο μέλημα της παραγωγής υπήρξαν και τα ευφάνταστα οπτικά εφέ με τους τεράστιους πέτρινους φύλακες και τα απειλητικά κλαδιά που στραγγαλίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους. Εδώ ίσως να χρειαζόταν λίγη τρέλα παραπάνω, όπως στις ταινίες του Τιμ Μπάρτον ή του Ζαν-Πιερ Ζενέ («Ντελικατέσεν»). Και πάλι όμως, το αποτέλεσμα είναι χορταστικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ