Το προκείμενο συντάχθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο (3-4 τρέχοντος μηνός), απηχεί επομένως συνθήκες ενός διημέρου τόσης και τέτοιας πολιτικής ασυναρτησίας, που δύσκολα αντέχεται, αν δεν έχεις ατσάλινα νεύρα. Συνέπεσε εξάλλου και το κατακούτελο σοκ της διεθνικής Οδύσσειας στο Εθνικό Θέατρο, επιδεινώνοντας την γενική παραζάλη, που εμποδίζει ν’ ακουστούν εγκαίρως κάποια μετωπικά σχόλια. Αντ’ αυτού προκρίνεται ένα γενναίο ποίημα, που μπορεί, καθυστερημένα έστω, να τα εκμαιεύσει. Επιγράφεται «Η απλότητα του τρόμου»:
«Είναι απλό: Δεν σε πεθαίνει ο τρόμος. / Ο τρόμος μόνο σε ξεγεννάει. / Βγάζει το φίδι απ’ την κοιλιά σου. / Ο μαιευτήρας σού χαμογελά, / που ζεις μια τέτοια αιθέρια νύχτα.
Είναι απλό. Ο τρόμος δεν σε ταπεινώνει. / Σε αίρει στο ύψος των περιστάσεων. / Απλώς πατάς πάνω στον εαυτό σου. / Ο τρόμος δεν επείγεται. Σε περιμένει. / Μπορείς σκεπτόμενος να διαφύγεις. / Απλώς δεν μπορείς να σκεφτείς. / Στον τρόμο ένα κι ένα κάνουν δύο. / Απλώς δεν βρίσκεις το πρώτο και το δεύτερο: / τη στιγμή αυτή ο ένας σε ψάχνει / κι ο δεύτερος του φανερώνει τη θέση σου. / Ο τρόμος προνοεί. Ο τρόμος είναι ψύχραιμος. / Εξάλλου ξέρετε κι οι δυο τί θ’ αξιώσει. / Πίνει ακόμη μια γουλιά απ’ τον καφέ του / κι απλώς σηκώνει τα μάτια του πάνω σου.
Είναι απλό. Η φωνή του αέρα, / οι ψίθυροι οι σοφοί των ερειπίων, / το κουρέλι από την υγρασία που απομένει / σε κάποια σκιερή γωνιά του πυρετού, / όλα γλιστράνε μέσα στο φρεάτιο. / Ο ήλιος βάζει το δάχτυλό του στο τζάμι / και κάνεις τη βουτιά. / Αυτό ήταν. Θα δεις τώρα / σε όλη την απλότητά του τον τρόμο».
Επεται ένα πεζό (ομόλογο όμως) παράθεμα, από την άλλη όχθη, με τίτλο ερωτηματικό: «Πιστεύεις στα θαύματα;» Το παραθέτω: «Αν από θαύμα, δηλαδή, η κρίση γινόταν αύριο το πρωί πικρή ανάμνηση, τι θα είχε αλλάξει στη χώρα από εκείνα που θα έπρεπε αλλάξουν, από εκείνα που μας οδήγησαν στη σημερινή δεινή θέση; Η σύντομη απάντηση είναι: τίποτε».
Το ποίημα είναι της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, και λειτουργεί ως πρόγραμμα της τελευταίας αποκαλυπτικής συλλογής της, που επιγράφεται Ο τρόμος ως απλή μηχανή. Αυτοσυστήνεται εξάλλου απερίφραστα στο συνημμένο δελτίο Τύπου: «Οταν ο τρόμος φαντάζει οικείος, καθημερινός ή και μοιραίος, όταν το αποτρόπαιο επιβάλλεται με την απλότητα φυσικού νόμου, τότε μπορεί κάποιος να μιλά για «κρίση» ή, ακόμη πιο στενοκέφαλα, για «οικονομική κρίση». Η ποίηση όμως έχει το δικαίωμα, αναζητώντας τη δραστική μεταφορά, να προσπεράσει κάθε μίζερη κυριολεξία προς την κατεύθυνση της πιο καθολικής αποτύπωσης του θανάτου μιας χώρας, μέσα από τη φοβική συντριβή των συνειδήσεων».
Το δεύτερο παράθεμα ανήκει σε άρθρο του Παύλου Τσίμα, δημοσιευμένο στο Σαββατοκύριακο 3-4 Νοεμβρίου των «Νέων», και επαναλαμβάνεται στο τέλος οξύτερα: «Αν αύριο το πρωί, λοιπόν, από θαύμα, η κρίση τέλειωνε, τι στ’ αλήθεια θα είχε αλλάξει στη χώρα; Πόσα βήματα θα είχε κάνει προς την κατεύθυνση του πραγματικού, του πολιτικού δηλαδή προβλήματός της;».
Προφανώς για άλυτο πολιτικό πρόβλημα τελικώς μιλούν και τα δύο παραθέματα, καθένα με τον τρόπο του. Σχολιάζοντας κι εγώ τις προάλλες προφορικά την περί απλού τρόμου συλλογή της Χριστοδούλου, βαθύτατα πολιτική, αναγνώρισα την τολμηρή πρωτοτυπία της και σ’ αυτό το κρίσιμο κεφάλαιο: αντιστέκεται σθεναρώς σε κάποιες βολικές διχοτομίες της πλήθουσας ποιητικής μας παραγωγής, όπου εφαρμόζεται, ως υποχρεωτική, η διαφορά ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και στον πολιτικό βίο, μήπως και χάσει την αυταξία και την ακεραιότητά της η ποίηση. Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει στις μέρες μας και με την παραπαίουσα πολιτική μας πρακτική, όπου ο πολιτικός λόγος φαίνεται να έχει πάρει διαζύγιο από τον πολιτικό βίο, ο οποίος βαίνει μάλλον προς κατάργηση. Αποτέλεσμα: έχουμε έλλειμμα πολιτικού βίου, αλλά πλεόνασμα παραπολιτικού λόγου, έντυπου και ηλεκτρονικού. Αυτή ωστόσο η σκόπιμη διάζευξη των δύο όρων οδηγεί εντέλει στην παραποίηση, τόσο στην περιοχή του λόγου όσο και στην περιοχή του βίου (ποιητικού και πολιτικού). Αποτέλεσμα: ο πολιτικός λόγος ολισθαίνει στον λαθραίο παραλογισμό, ενώ ο πολιτικός βίος καταλήγει αβίωτος.
Το δυστύχημα είναι ότι η διπλή αυτή παραποίηση ασκείται και στο απόκομμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, παρότι φάνηκε πως είχε υποχωρήσει στο μεταξύ, ύστερα από την απερίσκεπτη εφαρμογή της στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Μαΐου, με τα γνωστά (μοιραία μάλλον) αποτελέσματα. Τώρα δυστυχώς επαναλαμβάνεται, με την απόφασή της να μην ψηφίσει στο σύνολό τους τα (δυσβάστακτα πράγματι αλλά αναπόφευκτα πλέον) προτεινόμενα μέτρα, παραμένοντας όμως συνάμα σύμμαχο μέλος της τρικομματικής κυβέρνησης.
Πρόκειται για πραγματο-λογική αντίφαση, που δικαιώνει όσους πιστεύουν ότι ο πολιτικός μας βίος χρειάζεται γενικώς και επειγόντως βιοψία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ