ΤΟ ΒΗΜΑ – THE PROJECT SYNDICATE

Οι πολιτικοί έχασαν την λογική στη διαχείριση της οικονομίας στις Η.Π.Α. αυτό το καλοκαίρι, καθώς το Κογκρέσο και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν αν θα εστιάσουν στους φόρους, στο έλλειμμα, στις κοινωνικές παροχές ή σε επενδυτικά κίνητρα. Οι ευρωπαίοι ηγέτες είχαν επίσης παραλύσει, απορρίπτοντας χρεοκοπίες και υποτιμήσεις, όπως και ελλείμματα και κίνητρα. Και έχοντας ορίσει αρνητικό πραγματικό επιτόκιο, έχοντας τυπώσει επιπλέον χαρτονομίσματα, έχοντας αυξήσει τη ρευστότητα και ενισχύσει τις εμπορικές τράπεζες, όλοι οι διευθυντές κεντρικών τραπεζών – με πιο πρόσφατο τον διευθυντή της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), Μπεν Μπερνάνκι – φαίνονται να καταλήγουν ότι κaι αυτοί, έχουν φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους.

Ως αποτέλεσμα, ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα αμφισβητούν ότι ο κόσμος παρασύρεται και πάλι, χωρίς πηδάλιο και κυβερνήτη, προς τον πάτο. Η δημόσια συζήτηση, πριν από το καλοκαίρι, για το αν αντιμετωπίζουμε μια «καινούρια φυσιολογική κατάσταση» βραδύτερης ανάπτυξης, έφτασε σε συμπέρασμα: όχι, τίποτα πλέον δεν μοιάζει φυσιολογικό. Το να τα βγάζουμε πέρα με ημίμετρα οδηγεί σε αποτυχία.

Ο πλανήτης, ανίκανος να καταλήξει σε μια συμφωνία για το παγκόσμιο εμπόριο, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σε ένα σύμφωνο ανάπτυξης, ή σε αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενδέχεται να παραδοθεί σε έναν νέο προστατευτισμό ανταγωνιστικής υποτίμησης, σε νομισματικούς πολέμους, σε περιορισμούς στις συναλλαγές και σε ελέγχους των κεφαλαίων.

Αλλά δεν είναι ώρα για ηττοπάθειες. Οι χώρες που θεωρούν πως έχουν αγγίξει τα όρια των δυνατοτήτων τους, στην πραγματικότητα εννοούν ότι έχουν φτάσει στα όρια των όσων μπορούν να καταφέρουν μόνες τους. Η πορεία προς την διαρκή ανάπτυξη και την εργασιακή απασχόληση δεν θα επιτευχθεί μέσω ενός εφάπαξ εθνικού κύματος πρωτοβουλιών, αλλά μέσα από το συντονισμό της διεθνούς πολιτικής.

Αυτός ήταν και ο στόχος τον Απρίλιο του 2009, όταν το G-20 έθεσε τρία κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο, δηλαδή να αποτρέψει την παγκόσμια οικονομική ύφεση, επιτεύχθηκε. Τα άλλα δύο, δηλαδή ένα σύμφωνο ανάπτυξης κι ένα αναδιαρθρωμένο διεθνές οικονομικό σύστημα, θα πρέπει να αποτελέσουν τώρα τα κύρια θέματα στην ατζέντα του G-20, όταν συνεδριάσει.

Το 2010, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμούσε πως μια συντονισμένη προσέγγιση στη μακροοικονομία, στις συναλλαγές και στις διαρθρωτικές πολιτικές, θα απέφερε διεθνές Ακαθάριστο Προϊόν αυξημένο κατά 5,5%, θα δημιουργούσε 25-50 εκατομμύρια επιπλέον θέσεις εργασίας και θα ανέσυρε 90 εκατομμύρια άτομα έξω από τη φτώχια. Όμως το διεθνές σύμφωνο ανάπτυξης φαντάζει περισσότερο αναγκαίο σήμερα, δεδομένων των διαρθρωτικών προβλημάτων της παγκόσμιας οικονομίας και τις τεράστιες ανισορροπίες ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση.

Μπορεί να φαίνεται περίεργο αν περιγράψουμε την τρέχουσα οικονομική κρίση, την χειρότερη από τη δεκαετία του 1930, ως σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος. Εντούτοις, αν ανατρέξουν οι ιστορικοί στο κύμα της παγκοσμιοποίησης που ξέσπασε μετά το 1990 – το οποίο και εισήγαγε δύο δις νέους παραγωγούς προϊόντων και υπηρεσιών στην παγκόσμια οικονομία – θα παρατηρήσουν ένα σημείο καμπής γύρω στο 2010. Για πρώτη φορά, εδώ και 150 χρόνια, η Δύση (Αμερική και Ευρωπαϊκή Ένωση) βρέθηκε στα τάρταρα της βιομηχανίας, στα τάρταρα της παραγωγής, των εξαγωγών, του εμπορίου και των επενδύσεων, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Πράγματι, κατά τις αρχές προς τα μέσα της δεκαετίας του 2020, η ασιατική καταναλωτική αγορά θα έχει διπλάσιες διαστάσεις από την αμερικανική αγορά. Παρ’ όλα αυτά σήμερα, η Δύση με την Ασία παραμένουν αλληλοεξαρτώμενες. Τα δύο τρίτα των εξαγωγών της Ασίας απορροφώνται από τη Δύση, και το εμπόριο Νότου-Νότου καλύπτει το 20% των παγκόσμιων πωλήσεων.

Με άλλα λόγια: πριν από δέκα χρόνια η μηχανή παραγωγής των Η.Π.Α. μπορούσε να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία, ενώ σε δέκα χρόνια από τώρα οι χώρες με τις αναδυόμενες οικονομίες διαφαίνεται να αναλαμβάνουν αυτόν τον ρόλο, ιδιαιτέρως λόγω της αυξανόμενης αγοραστικής δύναμης των μεσαίων τάξεών τους. Προς το παρόν, όμως, ΗΠΑ και Ευρώπη δεν μπορούν να διογκώσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες χωρίς να αυξήσουν τις εξαγωγές, ενώ η Κίνα και οι αναδυόμενες αγορές δεν μπορούν να διευρύνουν εύκολα την παραγωγή τους ή και την κατανάλωση, χωρίς την εγγύηση των ισχυρών δυτικών αγορών.

Επομένως, κατ’ αρχάς θα πρέπει να αποκαταστήσουμε το ευρύ όραμα της διεθνούς συνεργασίας που θα περικλείεται στο σύμφωνο ανάπτυξης του G-20. Όμως υπάρχει ανάγκη για ευρύτερο και βαθύτερο προγραμματισμό: η Κίνα θα πρέπει να συμφωνήσει να αυξήσει τα έξοδα των νοικοκυριών και τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών˙ η Ινδία θα πρέπει να ανοίξει τις αγορές της, ώστε να μπορέσει ο φτωχός πληθυσμός της να επωφεληθεί από τις φθηνά εισαγόμενα προϊόντα˙ και η Ευρώπη και η Αμερική πρέπει να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα ώστε να αυξήσουν τις εξαγωγές τους.

Το G-20 επιπλέον ήταν αμετακίνητο το 2009 στην άποψη ότι η μελλοντική σταθερότητα απαιτούσε ένα νέο διεθνές οικονομικό σύστημα. Ο Ντέιβιντ Μάιλς, της Τράπεζας της Αγγλίας, προβλέπει ακόμα τρεις οικονομικές κρίσεις μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες. Και αν ο Άντριου Χαλντέιν της Τράπεζας της Αγγλίας έχει δίκιο λέγοντας πως οι αυξανόμενες πιέσεις στην Ασία απειλούν με μελλοντικές κρίσεις, τότε η Δύση θα μετανιώσει πικρά για την αποτυχία της να διαφυλάξει την παγκόσμια επάρκεια κεφαλαίων, τα επίπεδα ρευστότητας και ένα πιο διαφανές σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης κρίσεων.

Το πρόβλημα είναι ήδη εμφανές. Οι υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι σχεδόν πέντε φορές υψηλότερες από των αμερικανικών, στο 345% του Α.Ε.Π. Οι γερμανικές τράπεζες είναι επιβαρημένες 32 φορές περισσότερο από το ενεργητικό τους. Άρα, δεν είναι απαραίτητη μόνο η αναδιάρθρωση των τραπεζικών κεφαλαίων για την επίτευξη οικονομικής σταθερότητας, αλλά χρειάζεται και ένα αναμορφωμένο ευρώ, που θα δημιουργηθεί μέσα από χρηματοοικονομικό και νομισματικό συντονισμό, καθώς και η δυναμικότερη συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην υποστήριξη των ξεχωριστών κυβερνήσεων (όχι των ξεχωριστών τραπεζών) ως τελικός δανειστής.

Το G-20 δεν θα επιτύχει την ανάπτυξη και τη σταθερότητα χωρίς νέα εστίαση στις μακροπρόθεσμες μεθόδους μείωσης του χρέους. Όμως υπάρχει και μια βραχυπρόθεσμη ανάγκη να αποφευχθεί μία περίοδος παρακμής. Θα πρέπει να μελετήσουμε τις προτάσεις για ίδρυση εθνικών τραπεζών επενδύσεων ώστε να εφοδιάσουμε την υποδομή μας για τις μελλοντικές προκλήσεις και να τονώσουμε την ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Ένα υπόδειγμα αποτελεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία, διαθέτοντας κεφάλαιο 50 δις ευρώ, μπορεί να επενδύσει 400 δις ευρώ. Όμως ίσως να πρέπει να γίνει μια συμφωνία με τους Κινέζους για την επένδυση των αποθεματικών τους και με τους πολυεθνικούς Δυτικούς για την φορολογική μεταχείριση των «επαναπατρισμένων» κερδών.

Εν τέλει, όπως έχει αποδείξει ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος, Μάικλ Σπενς, η ανάπτυξη σήμερα αποτελεί έναν απαραίτητο αλλά ανεπαρκή όρο για την δημιουργία θέσεων εργασίας. Η σημερινή επιδημία ανεργίας των νέων απαιτεί νέες μορφές προσέγγισης – μια τράπεζα ανάπτυξης, για παράδειγμα, που θα βοηθήσει να βρει δουλειές ο ογκώδης νεανικός πληθυσμός της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, όπως και προγράμματα εκπαίδευσης και εκμάθησης αλλού. Οπιιαδήποτε συμφωνία του G-20 θα πρέπει να είναι και συμφωνία για δημιουργία θέσεων εργασίας.

Το G-20, που αντιπροσωπεύσει το 80% της παγκόσμιας παραγωγής, ήταν το 2009 το μόνο διεθνές σώμα ικανό να συντονίσει την παγκόσμια οικονομική πολιτική. Δυστυχώς, τα κράτη-μέλη του εγκατέλειψαν σύντομα αυτόν τον στόχο και προσδόθηκαν στην αναζήτηση εθνικών λύσεων. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτή η αντίληψη αποδείχθηκε άκαρπη ως προς την ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας. Έχει έρθει και πάλι η ώρα να δράσει το G-20. Όσο το συντομότερο καλέσει ο γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, το G-20 σε δράση, τόσο το καλύτερο.