Η δημοπρασία των ιταλικών τίτλων ήταν σήμερα ικανοποιητική, όμως οι αγορές κρίνουν ανεπαρκή και άτολμη την στρατηγική διάσωσης του ευρώ και της της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου τόσο το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα όσο και οι μετοχές (όχι μόνο οι ευρωπαϊκές) βρίσκονται υπό πίεση.

Οι ρευστοποιήσεις πλήττουν και τις αγορές εμπορευμάτων. Την απογοήτευση των αγορών εξέφρασε (επιτείνοντας ταυτόχρονα και τις ρευστοποιήσεις) ο οίκος Moody’s, επαναλαμβάνοντας ότι κάποιες χώρες της ευρωζώνης καθίστανται υποψήφιες για υποβάθμιση – την περασμένη Δευτέρα η Standard & Poor’s δεν είχε κάνει εξαιρέσεις, βάζοντας στο κατώφλι των αναθεωρήσεων ολόκληρη την ευρωζώνη.

Αλλά γιατί να την γλιτώσουν κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία ας πούμε,όταν ο ίδιος ο πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν διαπιστώνει στο κυριακάτικο φύλλο της Allgemeine Zeitung ότι «το βάρος για την επίλυση της κρίσης πέφτει στις κυβερνήσεις και όχι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα»; Οταν δηλαδή το βάρος πέφτει σ’ αυτούς που 18 μήνες τώρα για λόγους μικροπολιτικούς ή για λόγους αντιλήψεων περί δικαιοσύνης ή για λόγους αρχής τέλος πάντων, έχουν πιστοποιήσει επανειλημμένως την απροθυμία τους να στηρίξουν τους καλύτερους εμπορικούς εταίρους τους;
Είναι γνωστό ότι, παρά την παγκοσμιοποίηση και την αλματώδη ανάπτυξη της Κίνας, της Ινδίας κλπ, το 60% και πλέον των γερμανικών εξαγωγών απορροφώνται από τις ευρωπαϊκές αγορές. Υπό μίαν έννοια, δηλαδή, η κυβέρνηση του Βερολίνου παραμελεί την εμπορική της πελατεία για να μην στενοχωρήσει την πολιτική της πελατεία (τους Γερμανούς φορολογούμενους και ψηφοφόρους της). Ετσι υπονομεύει, όμως, την ευημερία και των ψηφοφόρων της.
Η απόρριψη από τους Γερμανούς κάθε ιδέας ενίσχυσης του ρόλου και της λειτουργίας της ΕΚΤ σε συνδυασμό με την απόρριψη κάθε ιδέας περί της έκδοσης ομολόγου πριν από την απόλυτη γερμανοποίηση των προϋπολογισμών των κρατών-μελών εγγυώνται την παράταση της κρίσης. «Η κατάσταση στην Ευρώπη θα συνεχιστεί να μας απασχολεί κατά τον ίδιο τρόπο και την επόμενη χρονιά, καθώς οι πολιτικές πρωτοβουλίες που ανακοινώνονται είναι ανεπαρκείς», δήλωσε στο Bloomberg ο Μαρκ Μάθιους της Bank Julius Baer & Co. από τη Σιγκαπούρη, που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία που φθάνουν τα 180 δισ. δολάρια.
Την ώρα που άνοιγε (πτωτικά) η Wall Street όλες ανεξαιρέτως οι ευρωπαϊκές αγορές βρίσκονταν στο «κόκκινο». Το ευρώ, που είχε ξεκινήσει την ημέρα στα 1,3384 δολάρια (τα μεσάνυχτα), υποχωρούσε στα 1,3234 δολάρια. Στην αγορά εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης η τιμή του αργού υποχωρούσε κατά 1,43 δολάρια στα 97,98 δολάρια το βαρέλι, ενώ μικρότερες ήταν οι απώλειες της τιμής του Brent στην αγορά του Λονδίνου (υποχωρούσε κατά 1,11 δολάρια στα 107,51 δολάρια το βαρέλι. Πτώση κατά 2% σημείωνε την ίδια ώρα η τιμή του φυσικού αερίου, ενώ η τιμή του χαλκού υποχωρούσε κατά 2,2% και του αργύρου κατά 2,9%.
Αίσθηση προκαλεί το ότι, ενώ οι επενδυτές κατέφευγαν στα καταφύγια του δολαρίου και των αμερικανικών και γερμανικών ομολόγων, είχα γυρίσει την πλάτη στον χρυσό, η τιμή του οποίου κατέγραφε το απόγευμα μεγάλες απώλειες της τάξεως των 47,42 δολαρίων (2,8%) και υποχωρούσε στα 1.664,18 δολάρια η ουγκιά.