ΟΤΑΝ γύρισα πίσω, πολλοί φίλοι με ρωτούσαν ποια εικόνα ή εντύπωση θα μπορούσε να συνοψίσει τη σύντομη περιήγησή μου στις ακτές της Ιωνίας. Αυτόματα σχεδόν ήρθαν στο νου μου πολλές: τα Δαρδανέλια, το Τρωικό πεδίο, τα τείχη της Ασσου να κατρακυλάνε στη θάλασσα, η γλύκα του Αϊβαλιού, τα λόγια της κυρα-Ζαχρέ, η κωνική μεγαλοπρέπεια της Περγάμου, η παραλία της Σμύρνης, το απόγευμα στην Ερυθραία, οι γυαλιστερές πλαγιές του Λάτμου, η βροχή στο δάσος του Δία στα Λάβρανδα. Εικόνες ομορφιάς και μνήμης.


Τα θυμάμαι όλα αυτά. Αλλά έντονα ξεχωρίζει μια στιγμή που αυτή και μόνο μπορεί να συμπυκνώσει το ταξίδι. Ηταν απόγευμα στις εκβολές του Μαιάνδρου, την ώρα της δύσης του ήλιου. Η παραλία αλίμενη και οι προσχώσεις του ποταμού να εισδύουν στη θάλασσα. Δεξιά μου το βουνό της Μυκάλης να ενώνεται με τη Σάμο. Μπροστά μου η θάλασσα με το Αγαθονήσι, τη μικρή καμπούρα της Φαρμακούσας και τους Λειψούς. Ανάμεσά τους ­ έβλεπα άραγε ή την φανταζόμουνα; ­ η Πάτμος και αριστερά, στο βάθος, η Λέρος. Ησυχία. Χρώματα γλυκά, σβησμένα. Μόνος στην προεξοχή της μικρασιατικής γης, απέναντι στο Αιγαίο. Ενιωσα τη θάλασσα να κλείνει, να ολοκληρώνει τον κύκλο της, ακουμπώντας στις ακτές· ένας κόσμος, το νερό και η στεριά, κλειστός και χωρισμένος. Ηταν το Αιγαίο από την άλλη πλευρά.



Από την Ασσο, το Μπαχραμκαλέ, πήραμε τον παραλιακό δρόμο προς το Εδρεμίτ, Αδραμύττιο, στον μυχό του Αδραμυττηνού κόλπου. Ερημες παραλίες, ελαιώνες που κατεβαίνουν ως τη θάλασσα και, πού και πού, τουριστικά συγκροτήματα που ετοιμάζονται για το καλοκαίρι. Μια σειρά από χωριά – οικισμούς, χαμένοι μέσα στους ελαιώνες: Ερικλί, Τσιπνί, Ναρλί, Παπαζλί. «… εντός δε (του Αδραμυττινού κόλπου) Αντανδρος εστίν υπερκείμενον έχουσα ορος ο καλούσιν Αλεξάνδρεια, όπου τας θεάς κριθήναι, φασίν, υπό του Πάριδος, και Ασπανεύς…, είτ’ Αστυρα,… πλησίον δ’ ευθύς το Αδραμύττιον, Αθηναίων άποικος πόλις» περιγράφει ο Στράβων.


Πλησιάζοντας στην πόλη η παραλία αξιοποιείται κατάλληλα. Εξοχικά σπίτια σε οικόπεδα 150 τετραγωνικών μέτρων, συγκροτήματα κατοικιών δίπλα στη θάλασσα ανάκατα με μικρές βιομηχανικές μονάδες. Στο Εδρεμίτ, η μεσημεριάτικη κίνηση στο κέντρο είναι εφιαλτική. Δεν σταματώ καθόλου. Στην άκρη της πόλης η πείνα με αναγκάζει να γευθώ όλη τη μεγάλη ποικιλία τούρκικων μπισκότων σε εξευτελιστικές τιμές. Ασυναίσθητα λέω «ευχαριστώ» στη γερόντισσα που είχε το περίπτερο, «στο καλό» μου απαντά. Σταμάτησα μια στιγμή χωρίς να γυρίσω. Η έκπληξη της ομιλίας μου έφερε εικόνες άλλες στο μυαλό. Ο γέροντας πέρυσι στην Τρίγλια, η κυρα-Ζαχρέ στα Μοσχονήσια, ο νεαρός υπάλληλος στο Αϊβαλί, ο Σεβκέτ από την Τσαϊκαρά στα Σούρμενα. Ελληνόφωνοι Τούρκοι, τουρκόφωνοι Ελληνες.


Φθάσαμε στο Αϊβαλί τη γλυκιάν ώρα. Ο απογευματινός μαΐστρος ζωντάνευε τη θάλασσα και ο ήλιος χρύσιζε τα Μεγάλα Καφενεία στον γιαλό του Αγγελή. Στην άκρη, πάνω στην ξύλινη αποβάθρα, το κοκκινωπό νεοκλασικό καφενείο του Κανέλλου. Δίπλα, το λευκό παλιό δημαρχείο. Απέναντι, τα Μοσχονήσια. Περπατήσαμε στην άκρη της παραλίας. Κίνηση από την υπαίθρια αγορά. Το Αϊβαλί εκτείνεται με κατεύθυνση βοράς – νότος κατά μήκος της παραλίας.


Στο νότιο άκρο αρχίζουν οι εξοχικές κατοικίες. Νεοκλασικά κτίρια με κήπους που κατεβαίνουν στη θάλασσα. Επιστρέψαμε στα καφενεία. Αν και η βραδινή δροσιά ήταν ήδη αισθητή, ήπιαμε ένα ρακί έξω, δίπλα στη θάλασσα, καθώς τα φώτα άναβαν σιγά σιγά. Ο ουρανός έπαιρνε ένα μαβί χρώμα, λίγο πιο φωτεινό, προς τη μεριά της Λέσβου. Ηρεμοι, χαλαροί, ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο στο Σαρμουσακλί. Στην έξοδο της πόλης συνοφρυωμένοι στρατιώτες μάς σταμάτησαν για έλεγχο. Συνηθισμένα πράγματα.


«Σε αυτήν την παραλία της Αιολίδας υπάρχει ένα σχολείο στο οποίο οι μαθητές μαθαίνουν να διαβάζουν Ομηρο και Θουκυδίδη…. » γράφει στα 1809 ο Γάλλος Choiseuil-Gouffier αναφερόμενος στο σχολείο του Αϊβαλιού, τη φημισμένη Ακαδημία των Κυδωνιών.


Νωρίς το πρωί κατεβήκαμε στην πόλη. Στην κάτω συνοικία, λίγο πριν από την αγορά, στα σαπουνάδικα, στρίψαμε δεξιά και χαθήκαμε στους στενούς δρόμους. Παρά τον επιφανειακά δαιδαλώδη τρόπο δόμησης, η πόλη κρατά ένα βασικό ρυμοτομικό σχέδιο. Τρεις δρόμοι, παράλληλοι με τη θάλασσα τέμνονται από πλήθος μικρών κάθετων οδών που καταλήγουν στην παραλία. Τα σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς κήπους. Κενά δεν υπάρχουν. Πλατείες ελάχιστες και αυτές μικρές συνήθως γύρω από τις εκκλησίες. Οψη καθαρά αστική. Στην κατασκευή των σπιτιών κυριαρχεί ο νεοκλασικός χαρακτήρας, έτσι όπως καθιερώθηκε τον περασμένο αιώνα, στη δεύτερη φάση ακμής της πόλης.


Στον λόφο


Περνάμε το Φαρδύ σοκάκι και αμέσως μετά το συγκρότημα της Κάτω Παναγιάς. Η εκκλησία, του 1850, είναι πανομοιότυπη με την Αγία Τριάδα και τον Ταξιάρχη. Εχουν κάτι το άκομψο και ογκώδες αυτές οι εκκλησίες. Πρόκειται για μονόκλιτες βασιλικές με δίρριχτες στέγες που προεξέχουν του κυρίως κτίσματος και δημιουργούν στοές στα πλάγια. Είναι ένα είδος που βρίσκεις σε αφθονία στη Θεσσαλία, στην Ηπείρο και στη Μακεδονία. Εδω όμως παρουσιάζουν μια μικρή και άσχημη παραλλαγή. Το κεντρικό τμήμα της σκεπής ανυψώνεται σαν μια επιμήκης σοφίτα και έτσι ο ναός φωτίζεται μεν καλύτερα, χάνει όμως σε κομψότητα. Η εκκλησία στην αρχική της μορφή κτίσθηκε στα 1780 από τον άρχοντα Δημητρακέλλη τον επονομαζόμενο Οικονόμο. Στον περίβολο της εκκλησίας ιδρύθηκε, τότε, σχολείο. Σήμερα το νεοκλασικό δημοτικό με τις πέτρινες ιωνικές κολόνες εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως σχολείο. Πίσω από το σχολείο, περιφραγμένο, το αγίασμα της Αγίας Φωτεινής δίκην αρχαίου ναού με κορινθιακές κολόνες. Απέναντι από την εκκλησία, ένα ωραιότατο νεοκλασικό σπίτι σε άσπρα – κεραμιδιά χρώματα.


Ανηφορίζουμε προς τη ρίζα του λόφου ­ στη γειτονιά της Αγίας Τριάδας (1846). Κλειστή και ερειπωμένη η εκκλησία. Ολα τα φορτηγά του δήμου φαίνεται πως παρκάρουν εδώ στο προαύλιο της εκκλησίας. Ο εξωνάρθηκας με στοά που συνεχίζεται και στα δύο πλάγια της εκκλησίας. Απέναντι, το σπίτι του Βενέζη, νεοκλασικό με ώχρες και γαλάζια χρώματα.


Στην αγορά


Κατηφορίζουμε, περνούμε πάλι μπροστά από την Παναγία και στρίβουμε στο Φαρδύ σοκάκι δεξιά. Ο κεντρικός δρόμος του Αϊβαλιού που διατρέχει την πόλη παράλληλα με την παραλία. Μαγαζιά, καφενεία, σπίτια με ποικιλία ρυθμών και χρωμάτων. Πολλά νεοκλασικά, κόκκινα, ωχρά, κίτρινα, άσπρα. Αλλα τετράγωνα με γκρίζα πέτρα και αυστηρή όψη. Αλλα με λαϊκότροπα χαρακτηριστικά, σαχνισιά, ξύλινες υπερκατασκευές να προεξέχουν στον στενό δρόμο. Στο ύψος της αγοράς το Φαρδύ σοκάκι διασταυρώνεται με το «ποτάμι», ένα στενό εμπορικό δρόμο στη θέση του χειμάρρου που κατέβαζε άλλοτε τα νερά από τον Προφήτη Ηλία στη θάλασσα. Εδώ βρισκόταν το μητροπολιτικό μέγαρο και η μητρόπολη. Και τα δύο κατεδαφίστηκαν. Είναι τα μόνα κτίρια που κατεδαφίστηκαν στο Αϊβαλί παρά την υστερόβουλη ενθουσιώδη υποδοχή που επιφύλαξαν οι κάτοικοι της πόλης, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Γρηγόριο, στα κεμαλικά στρατεύματα το ’22. Τώρα, στο άδειο οικόπεδο, μικροπωλητές πουλούν υφάσματα και μαχαιροπήρουνα.


Ανηφορίζοντας τον «ποταμό», ύστερα από 200 μέτρα φθάνεις στον μεγαλοπρεπή Αγιο Γεώργιο, η εκκλησία που ξεχωρίζει από παντού ξεπερνώντας κατά πολύ τις στέγες των δίπατων σπιτιών. Η εκκλησία σήμερα, διατηρώντας όλα τα κλασικίζοντα στοιχεία του 19ου αιώνα, λειτουργεί ως τζαμί, το Τσιναρλί τζαμί. Στους δρόμους γύρω από την εκκλησία απλώνεται η αγορά με τα παπούτσια, αθλητικά, εργατικές μπότες, παντόφλες πολύχρωμες, μαύρα λουστρίνια, γόβες, όλο το εμπόρευμα κάτω από τέντες σε τιμές αστείες. Κατηφορίζουμε προς την αγορά. Πίσω από τη θέση της μητρόπολης, ο Αγιος Ιωάννης. Το ένα καμπαναριό έγινε μιναρές και το άλλο παρέμεινε ρολόι. Η μικρή πλατεία με τα δένδρα και τα εξαιρετικά σπίτια δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα σκηνικού φτιαγμένου από Τσαρούχη ή Βασιλείου.


Προχωρούμε στο Φαρδύ σοκάκι. Σπίτια και μαγαζιά ανάκατα. Οσο όμως απομακρυνόμαστε από την αγορά τόσο η γειτονιά αλλάζει. Στην πάνω γειτονιά, που ανηφορίζει τον λόφο του Προφήτη Ηλία, ζούσε η «ανωτέρα τάξις», οι πλούσιοι λαδέμποροι, οι σαπουνάδες βιομήχανοι, οι καραβοκυραίοι. Η εκκλησία του Ταξιάρχη καταλαμβάνει ένα σημαντικό χώρο πάνω από το Φαρδύ σοκάκι. Το καμπαναριό του έχει γκρεμιστεί. Η εκκλησία είναι κλειστή, «Το μουσείο επιδιορθώνεται» μας λέει η εκκλησάρισσα. Στον αριστερό τοίχο: «πρωτομαϊστόρων Βογιαννίκου και Γιάννη Κάλφα 1844» και από κάτω τα εργαλεία της τέχνης τους ­ το τρίγωνο και οι διαβήτες. Προχωρούμε πάντα στο Φαρδύ σοκάκι. Η γειτονιά σιγά σιγά αρχίζει να υποβαθμίζεται. Μικρές βιοτεχνίες, συνεργεία, λαμαρινάδικα.


Ο Διδότος και η κυρα – Ζαχρέ


Στη θέση του Αγίου Δημητρίου ένα μοντέρνο συγκρότημα σχολείων. Παρακάτω αριστερά, η Ακαδημία των Κυδωνιών, έτος ιδρύσεως 1800. Εδώ δίδαξαν ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Κ. Οικονόμος. Από τη σχολή πέρασε, ως μαθητής, ο Γάλλος Φιρμίνος Διδότος (F. Didot), ο μετέπειτα γνωστός τυπογράφος και εκδότης, ο οποίος μας παραδίδει και το εξής, ενδεικτικό των νοοτροπιών που επικρατούσαν στη σχολή: Με την παρότρυνση καθηγητών, μια ομάδα μαθητών αποφάσισε να αλλάξει, επί το αρχαιοελληνικότερον, τα ονόματά τους. Ετσι ο Αγγελής έγινε Αλκιβιάδης, ο ίδιος ο Διδότος πήρε το όνομα Ανάχαρσις, ο Τζάνος έγινε Αριστείδης, ο Βασίλειος, Αγησίλαος, ο Δημήτριος, Μιλτιάδης κ.ο.κ. Η Ακαδημία, που ακολούθησε την τύχη της πόλης μετά την επανάσταση του 1821, μόλις γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ξαναβρίσκει την ακμή της αντανακλώντας τη νέα άνθηση του Αϊβαλιού. Μπροστά από το πέτρινο και αυστηρό κτίριο της Ακαδημίας περνά ο κεντρικός παραλιακός δρόμος. Λοξά απέναντι, το λευκό εργοστάσιο των Αφών Λέκκα. Προς την έξοδο της πόλης, στην παραλία, ένα νεοκλασικό κτίριο σε βυσσινί χρώμα που κάποτε προοριζόταν να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο πολυτελείας, ελληνικής ιδιοκτησίας. Απέναντι, ένα παράξενο, «νεοκλασικό» τζαμί που θυμίζει το Εθνικό Αστεροσκοπείο στην Αθήνα αλλά μικρότερων διαστάσεων. Η παράδοση λέει ότι αποτελούσε δώρο στις τουρκικές αρχές ως αντάλλαγμα για την άδεια οικοδόμησης του απέναντι ξενοδοχείου που κτίσθηκε εν αναμονή της αφίξεως του σιδηροδρόμου στο Αϊβαλί, κάτι που δεν έγινε ποτέ.


Επιστρέφουμε προς την αγορά. Μεσημεριάζει. Η παραλία δίπλα στα Μεγάλα Καφενεία, ένα μείγμα βιομηχανικών εγκαταστάσεων και μεγαλοαστικών σπιτιών, προτού οι πλούσιοι να στραφούν προς τα νότια της πόλης. Με το αυτοκίνητο περνούμε στο Μεγάλο Μοσχονήσι. Το Αϊβαλί απέναντι στη μεσημεριάτικη ομίχλη. Τα χρώματα είναι θολά, παστέλ, κυριαρχεί το κεραμιδί. Οι στέγες των σπιτιών διαμορφώνουν το χρωματικό όριο που διακρίνει την πόλη από τους γύρω πράσινους λόφους. Το περίγραμμα της πόλης διασπάται στις άκρες της από τις ψηλές καμινάδες των σαπωνοποιείων και στο κέντρο από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.


Στην παραλία του Μοσχονησιού, ερημιά. Στην άκρη, το επιβλητικό τρίπατο νεοκλασικό του «Παπά», τόπος διαμονής του μητροπολίτη. Ενα μικρό Αϊβαλί το Μοσχονήσι, με το Φαρδύ σοκάκι παράλληλο στην παραλία, τα μεγάλα αστικά σπίτια, τα καφενεία στο λιμάνι. Στον μυχό του κόλπου, ο Πρόδρομος, ένα εγκαταλειμμένο ξωκκλήσι στο μικρό νησάκι που φράζει το λιμάνι. Ανηφορίζουμε τον συνοικισμό. Ο Αγιος Νικόλαος των θαλασσινών φαντάζει από μακριά απείραχτος από τον χρόνο. Στο προαύλιο, το σπίτι του παπά. Η κυρα-Ζαχρέ από τα Χανιά δεν σταματά να μας μιλά κρητικά, ψάχνοντας για τα κλειδιά. Και τι δεν μας είπε ­ παροιμίες, τραγούδια, κριτική της παγκόσμιας ιστορίας, με επικέντρωση στα γεγονότα του 1922. Αναδίφησε σελίδες οικονομικής ιστορίας, διηγούμενη πως ο πατέρας της έγραψε το κτήμα στα Χανιά σε έναν Ελληνα, σε αντάλλαγμα του οικοπέδου όπου μένει τώρα, εδώ στα Μοσχονήσια. Ιστορία ιδιαίτερα σκοτεινή αλλά δεν επέμεινα για διευκρινήσεις. Ομολογώ πως η ομιλία της με είχε συνεπάρει. Ο Αγιος Νικόλαος μου φάνταζε «ξενέρωτος» με τις δυτικότροπες αγιογραφίες του. Ο Ιωνάς και το ψάρι κλπ. Προτιμούσα να ακούω την κυρα-Ζαχρέ. Πιστεύει στον Θεό, ανεξάρτητα αν λέγεται έτσι ή αλλιώς. Κυρίως πιστεύει στην καλοσύνη των ανθρώπων. Κοινοτοπίες θα έλεγε κάποιος και θα συμφωνούσα. Κοινοτοπίες στη μεσημεριάτικη ζέστη στα Μοσχονήσια με τη δροσιά του ποταμού τής ομιλίας της.


Οι υπόλοιποι της παρέας με τράβηξαν γιατί καθυστερούσαμε. Δεν θα μέναμε όλη την ημέρα εδώ. Αποχαιρετιστήκαμε. Ανηφόρισα προς την κορυφή του λόφου. Μια ξεκοιλιασμένη εκκλησία λίγο πριν από την κορυφή και ένα μικρό ξωκκλήσι με τριγωνικά, γοτθικά παράθυρα στην κορυφή αγναντεύει τον κόλπο ένα γύρω. Φύγαμε για τα νότια, αφήνοντας το Αϊβαλί του Κόντογλου και του Βενέζη στη μεσημεριάτικη ζέστη.


Ο κ. Γιάννης Ευδοκιμίδης είναι επίκουρος καθηγητής της Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.