Εδώ και τέσσερα χρόνια το Θέατρο Εξαρχείων είχε πάψει να λειτουργεί. Εφέτος επιστρέφει στον καλλιτεχνικό χάρτη, πάντα με τον Τάκη Βουτέρη και την Αννίτα Δεκαβάλλα, αλλά αυτή τη φορά δεν θα είναι μόνοι τους. Το ζευγάρι (εκείνος σκηνοθετεί, εκείνη μεταφράζει, και οι δύο παίζουν) συνεργάζεται με τη νεότερη γενιά: μαζί με τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Κοέν και την ομάδα του, είναι έτοιμοι να παρουσιάσουν το πρόγραμμά τους: «Κυμβελίνος» του Σαίξπηρ, «Τα ζευγάρια» του Πίντερ και «Ιβάνοφ» του Τσέχοφ.
Ο Βουτέρης και η Δεκαβάλλα στο θέατρο που είναι και σπίτι τους, εκεί στην οδό Θεμιστοκλέους 69, στα Εξάρχεια, ξεδιπλώνουν σκέψεις και απόψεις για την τέχνη και τη δουλειά τους αλλά και για την πλατεία όπου κατοικούν.
Αλήθεια, πώς αποφασίσατε, σε μια εποχή που όλα κλείνουν, εσείς να ανοίξετε και πάλι το Θέατρο Εξαρχείων;

Αννίτα Δεκαβάλλα:
«Η κρίση μάς είχε ήδη κλείσει εδώ και τέσσερα χρόνια. Ασφυκτιούσαμε. Ολο αυτό το διάστημα ψάχναμε τρόπους να κάνουμε και πάλι παραγωγές. Γιατί το θέατρο δεν είχε κλείσει, με την έννοια ότι ήταν ανοιχτό στη γειτονιά, σε εκδηλώσεις, σε ποίηση, λογοτεχνία, πρωτοβουλίες».

Τάκης Βουτέρης:
«Ξαναπήραμε θάρρος, παρά τους οιωνούς, αποφασίσαμε να πάρουμε μπρος. Μας βοήθησε και ο ενθουσιασμός κάποιων νέων ανθρώπων, ιδιαίτερα ο Αλέξανδρος Κοέν με την ομάδα του, με τον οποίο συνεργαζόμαστε».

Α.Δ.:
«Από την αρχή της κρίσης λέγαμε ότι αν κάποια πράγματα μπορούν να επιβιώσουν, πρέπει να είναι με εντελώς διαφορετικούς όρους, οικονομικούς, συνεργασίας. Ψάχναμε κι εμείς να βρούμε ανθρώπους ώστε να γίνει όλο αυτό συνεργατικά».
Τι ακριβώς εννοείτε; Πώς θα δουλέψετε; Με ποσοστά;

Α.Δ.:
«Οχι. Εργαζόμαστε όλοι μαζί, χωρίς ενοίκιο (σ.σ.: το θέατρο ανήκει στο ζευγάρι), σαν κολεκτίβα. Δεν τους φιλοξενούμε. Συνεργαζόμαστε επί ίσοις όροις».

Τ.Β.:
«Στην αφετηρία υπάρχει ένα μικρό αποθεματικό από το παρελθόν. Και από εκεί και πέρα κάνουμε τον σταυρό μας…».
Πώς προέκυψε η συνεργασία αυτή; Ο Κοέν ήρθε και σας βρήκε;

Α.Δ.:
«Ναι. Με τον Αλέξανδρο Κοέν μας συνδέει μια φιλία και μια αλληλοεκτίμηση. Αλλά ήταν κάτι που το συζητούσαμε».

Τ.Β.:
«Είχαμε σκεφθεί να κάνουμε συνεργασίες αλλά δεν είχαμε καταλήξει κάπου».
Ηταν δύσκολα τα χρόνια της θεατρικής αποχής;

Τ.Β.:
«Εχω πολλά χρόνια στο θέατρο. Χρόνια πολλά και χρόνια καλά, με καλή υποδοχή της δουλειάς. Είμαι ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Το διάλειμμα λοιπόν αυτό ήρθε ομαλά, όχι βεβιασμένα. Αλλά ούτε η επαναλειτουργία μού έπεσε άσχημα».

Α.Δ.:
«Εμένα μου έλειψε. Ομολογώ ότι το θέατρο με διασκεδάζει, μου αρέσει να παίζω. Ξεσπάω πάνω στη σκηνή. Η κόρη μου λέει ότι είμαι πιο ήρεμη όταν παίζω… Από την άλλη, νομίζω ότι μου έκανε πολύ καλό. Γιατί από τότε που τελείωσα το σχολείο ακολούθησε αμέσως η σχολή του Πέλου και της Αλέκας Κατσέλη. Ολη μέρα εκεί. Ακολούθησε το Θέατρο του Πειραιά με τον Τάκη, πάλι κάναμε όλες τις δουλειές. Ημουν συνέχεια μέσα στο θέατρο. Το ίδιο συνεχίστηκε και στο Εξαρχείων. Εργα, μεταφράσεις, παραγωγές. Αυτή η διακοπή λοιπόν με έκανε να βγω έξω από το θέατρο».
Και συνέπεσε με την κρίση…

Α.Δ.:
«Ναι, μια εποχή όπου όλοι βγήκαν έξω, στους δρόμους, στις διαδηλώσεις, στη συλλογικότητα. Και είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο κέρδος και έναν μεγάλο πλούτο για μένα. Ανθρωποι που γνώρισα, επαφές που έκανα, η Ενωση Μη Κερδοσκοπικών Θιάσων στην οποία συμμετείχα ενεργά (από το 2011 ως το 2014)».
Πώς καταρτίσατε το ρεπερτόριο;

Τ.Β.:
«Δεν είχαμε κάνει ποτέ Πίντερ, έναν τόσο σημαντικό συγγραφέα. Ξέρεις, είχα παίξει στον «Γυρισμό», το πρώτο έργο του Πίντερ που ανέβηκε ποτέ στην Ελλάδα, με τον Κουν, στο Θέατρο Τέχνης. Ηταν και ο πρώτος μου πρωταγωνιστικός ρόλος».
Κι όμως, ο Αρθουρ Μίλερ, έργα του οποίου ανεβάζατε συστηματικά σχεδόν, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Πίντερ…

Α.Δ.:
«Ναι, είναι αλήθεια. Και οι δύο διαθέτουν δύναμη, μια κατάφαση στη ζωή, μια αγωνιστικότητα, μια πνευματικότητα. Τους διακρίνει ένας ανθρωπισμός. Ζεστοί και παθιασμένοι άνθρωποι. Επιπλεόν, σε όλο τους το έργο είναι δεμένο το πολιτικό με το προσωπικό στοιχείο».
Διαλέξατε ωστόσο άγνωστα στην Ελλάδα έργα του.

Τ.Β.:
«Εχει πραγματικά ενδιαφέρον γιατί είναι γραμμένα με διαφορά μιας δεκαετίας. Το ένα το ’59 και το άλλο το ’68».

Α.Δ.:
«Στο Θέατρο Εξαρχείων πάντα μας ενδιέφερε και πάντα προσπαθούσαμε να ανεβάζουμε έργα που είτε δεν έχουν παιχτεί ποτέ είτε έχουν ανέβει ελάχιστα και μάλιστα στο παρελθόν. Τα δύο συγκεκριμένα του Πίντερ παίζονται πολύ στην Αγγλία. Το δε «Τοπίο» θεωρείται και σταθμός γιατί από εκεί και πέρα πέρασε σε μια άλλη δομή και μορφή στα έργα του. Οσο για τον «Επίμονο πόνο», έχει χαρακτηριστεί κωμωδία της απειλής…».
Ούτε Σαίξπηρ είχατε ανεβάσει ποτέ…

Τ.Β.:
«Ναι, την επιλογή την έκανε ο Κοέν. Και συγκεκριμένα ο «Κυμβελίνος» έχει να ανεβεί πολλά χρόνια. Είχα δει την παράσταση του Εθνικού με τον Θάνο Κωτσόπουλο…».
«Τα Εξάρχεια δεν είναι Far West»
«Η κατάσταση στα Εξάρχεια άλλαξε δραματικά το 2004, επί Δεξιάς»
λέει η Αννίτα Δεκαβάλλα. «Τότε, εκείνη την εποχή, οι κυβερνήσεις άφησαν πολύ ελεύθερα τους εμπόρους των ναρκωτικών, το εμπόριο… Ο δε Χρυσοχοΐδης είχε ήδη βάλει επί υπουργίας του χιλιάδες διμοιρίες. Εβγαινες από το σπίτι σου και έβλεπες μια διμοιρία να πίνει καφέ και να καπνίζει και το εμπόριο να γίνεται κάτω από τη μύτη τους. Μετά βέβαια, με τόσο ενεργητική γειτονιά, καταφέραμε αυτό το πράγμα, το εμπόριο, να κατασταλεί. Γενικά είναι ένα περίπλοκο παιχνίδι και με τον καιρό είμαι πια πεπεισμένη ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι κάποιων πολιτικών, κάποιων της Αστυνομίας και κάποιων real estate. Επιπλέον τα μέσα έχουν προβάλει μια εικόνα των Εξαρχείων ως Far West που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα γιατί πουλάει. Μπορεί να συμβεί μία ή δύο φορές, αλλά δεν συμβαίνει στην έκταση που δείχνει η τηλεόραση. Το λεγόμενο άβατο των Εξαρχείων είναι ένα δημιούργημα του Τύπου και της Αστυνομίας». Και καταλήγει:
«Είκοσι επτά χρόνια ζούμε και δουλεύουμε εδώ. Οχι, τα Εξάρχεια δεν είναι κράτος εν κράτει. Υπάρχει εγκατάλειψη από τον δήμο, ενώ εμείς, κάτοικοι και επαγγελματίες, αντιδρούμε με δύναμη ζωής και δημιουργικότητα στον αρνητισμό της εξουσίας, στην εγκατάλειψη και στην υποβάθμιση».

πότε & πού:

«Κυμβελίνος» του Σαίξπηρ. Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν. Παίζουν: Τάκης Βουτέρης, Ελένη Κρίτα, Αντιγόνη Δρακουλάκη (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2016).

«Τα ζευγάρια» του Χάρολντ Πίντερ («Επίμονος πόνος» – «Τοπίο»). Μετάφραση: Αννίτα Δεκαβάλλα, σκηνοθεσία: Τάκης Βουτέρης, σκηνικά – κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη. Παίζουν: Αννίτα Δεκαβάλλα και Τάκης Βουτέτης. Πρεμιέρα: από αρχές Δεκεμβρίου 2016.

«Ιβάνοφ» του Τσέχοφ. Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν. Με τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη (από τον Ιανουάριο 2017 σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με «Τα ζευγάρια»).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ