Η ιστορία των Νομπέλ Λογοτεχνίας ξεκινά το 1901. Εκτοτε μετράμε 93 βραβεία και 97 βραβευθέντες. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι δημιούργησαν κωλύματα στις συνεδριάσεις της επιτροπής, εξ ου και δεν απονεμήθηκε το 1914, το 1918, το 1935 και από το 1940 ως το 1943. Πώς όμως εξηγείται το ότι οι βραβευθέντες είναι περισσότεροι από τα βραβεία; Με τη λογική τής εξ ημισείας απονομής. Το 1904 η διάκριση μοιράστηκε ανάμεσα στον Φρεντερίκ Μιστράλ (Γαλλία) και στον Χοσέ Ετσεγκαράι ι Εϊθαγκίρε (Ισπανία). Το 1917 δόθηκε σε δύο δανούς λογοτέχνες, τον Καρλ Γκέλερουπ και τον Χένρικ Ποντόπινταν. Το 1966 η συνύπαρξη είναι αρκετά ενδιαφέρουσα σε ό,τι αφορά την εθνική ταυτότητα των νικητών: ο Ισραηλινός Σμουέλ Αγκνον βρέθηκε δίπλα στη Γερμανίδα Νέλι Ζακς. Από το 1970 όμως αποφασίστηκε όταν το βραβείο δίδεται σε δύο πρόσωπα να έχουν τουλάχιστον κάτι κοινό μεταξύ τους. Ετσι το 1974 το βραβείο πήγε ολόκληρο στη Σουηδία και μισό μισό στους υπηκόους της Εϊβιντ Γιόνσον και Χάρι Μάρτινσον. Οι συγκεκριμένοι λογοτέχνες μάλλον είναι εκείνοι που λησμονήθηκαν εύκολα με την πάροδο του χρόνου. Ηταν όμως λογοτεχνικά τα κριτήρια που οδήγησαν τη Σουηδική Ακαδημία σε αυτή τη μεσοβέζικη λύση ή μήπως ήταν πολιτικά; Μάλλον το δεύτερο καθώς διατρέχοντας τον αιώνα θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρξαν επιλογές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν θύελλα αντιδράσεων. Οι νομπελίστες λογοτέχνες υπήρξαν πάντοτε άνθρωποι κοινής αποδοχής, οριοθετώντας την αποδοχή μέσα στον καθωσπρεπισμό του δυτικού κόσμου.


Από τους 97 οι τρεις δεν αποδέχθηκαν το βραβείο. Η γνωστότερη άρνηση είναι του Ζαν-Πολ Σαρτρ (1964), υπάρχουν όμως και άλλες δύο λιγότερο γνωστές με έναν κοινό παρονομαστή: και οι δύο συγγραφείς προέρχονταν από τη Σοβιετική Ενωση. Η αρχή έγινε το 1958 με τον Μπορίς Πάστερνακ, ο οποίος έστειλε ένα πρώτο τηλεγράφημα στις 25 Οκτωβρίου λέγοντας: «Βαθιά ευγνώμων, συγκινημένος, περήφανος, κατάπληκτος, σαστισμένος». Τέσσερις ημέρες αργότερα… οπισθοχωρούσε: «Λαμβανομένης υπόψη της έννοιας η οποία δόθηκε σε αυτό το βραβείο στην κοινωνία όπου ανήκω, πρέπει να αρνηθώ αυτό το βραβείο που μου προσφέρθηκε χωρίς να το αξίζω. Παρακαλώ να μην αντιμετωπίσετε την εκούσια άρνηση αποδοχής του με δυσαρέσκεια». Η ίδια ιστορία επανελήφθη το 1970 με τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Δέχθηκε πιέσεις και δεν αποδέχθηκε την τιμή. Να θεωρήσουμε ότι η Σουηδική Ακαδημία ένιωσε προσβεβλημένη από τη διπλή απόρριψη, γι’ αυτό και έκτοτε δεν έχει προτείνει κάποιον από την πρώην ΕΣΣΔ; Εχουν όμως περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από τότε. Δεν θα συγχωρήσουν ποτέ τους ρώσους δημιουργούς; Εν πάση περιπτώσει, μπορούν να αρκούνται στα δύο βραβεία που έγιναν αποδεκτά: στον Ιβάν Μπούνιν το 1933 και στον Μιχαήλ Σολόχοφ το 1965. Κατά χώρα, κατά ήπειρο



Τα περισσότερα Βραβεία Νομπέλ Λογοτεχνίας τα έχει αποσπάσει η Γαλλία με 12 βραβευθέντες. Πήραν άλλωστε και το πρώτο πρώτο, το 1901, με την πένα του Συλί Πρυντόμ. Στη συνέχεια τους «τυχαίνει» σχεδόν ένα Νομπέλ ανά δεκαετία (Φρεντερίκ Μιστράλ, Ρομέν Ρολάν, Ανατόλ Φρανς, Ανρί Μπερξόν, Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ, Αντρέ Ζιντ, Φρανσουά Μοριάκ, Αλμπέρ Καμύ, Σεν-Τζον Περς, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Κλοντ Σιμόν). Οι ΗΠΑ ακολουθούν με δέκα βραβεία. Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα κανένας Αμερικανός δεν είχε διακριθεί. Την κατάσταση «έσωσε» ο Σίνκλερ Λιούις το 1930. Ακολούθησαν οι Περλ Μπακ, Γουίλιαμ Φόκνερ, Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, Τζον Στάινμπεκ, Σολ Μπέλοου, Αϊζακ Μπασέβιτς Σίνγκερ, Τσέσλαβ Μίλος, Γιόζεφ Μπρόντσκι, Τόνι Μόρισον). Ακολουθεί η Γερμανία με επτά Νομπέλ, τα οποία έλαβε ως εξής: τέσσερα ως το 1912 (Τέοντορ Μόμσεν, Ρούντολφ Οϊκεν, Πάουλ Χέισε, Γκέρχαρτ Χάουπτμαν). Ακολούθησε η βράβευση του Τόμας Μαν το 1929. Και μετά πολυετής σιωπή, αφού χρειάστηκαν 43 χρόνια για να τιμηθεί ο Χάινριχ Μπελ (1972). Η επιλογή του Γκύντερ Γκρας το 1999 επανέφερε στο προσκήνιο τη γερμανική λογοτεχνία. Ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία με έξι βραβεία, η Ισπανία και η Ιταλία με πέντε, η Ιρλανδία και η πρώην Σοβιετική Ενωση με τέσσερα, η Νορβηγία, η Δανία και η Πολωνία με τρία. Η Ελλάδα, η Ιαπωνία και η Χιλή έχουν λάβει από δύο.


Στη λίστα με τις χώρες που έχουν πάρει από ένα Νομπέλ συγκαταλέγονται η Κίνα (2000), η Πορτογαλία (1998), η Σάντα Λουτσία στην Καραϊβική (1992), η Νότια Αφρική (1991), το Μεξικό (1990), η Νιγηρία (1986), η Κολομβία (1982), η Αυστραλία (1973), η Γουατεμάλα (1967), η Γιουγκοσλαβία (1961) και η Ισλανδία (1955). Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να διαπιστώσει κανείς ότι υπάρχει η αντιστοιχία μικρές χώρες – λίγα βραβεία, μεγάλες δυνάμεις – πολλά βραβεία. Επίσης είναι εμφανές ότι μετά το 1968, οπότε βραβεύτηκε ο Ιάπωνας Γιασουνάρι Καουαμπάτα των «Ιστοριών της παλάμης», υπάρχει μια λογική «επανόρθωσης». Σαν να πρέπει να πάρουν όλοι το κομμάτι από την πίτα. Πάντως ακόμη και με την επιλογή του Γκάο Ξινγκγιάν εφέτος δεν διασκεδάζονται οι εντυπώσεις για την αδιαφορία απέναντι στην ασιατική λογοτεχνία. Το βραβείο της Κίνας είναι το τέταρτο που δίδεται στην Ασία: πρώτη φορά δόθηκε στον Ινδό Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (1913), ακολούθησε η βράβευση του Καουαμπάτα (1968) και δύο δεκαετίες αργότερα του ­ επίσης Ιάπωνα ­ Κενζαμπούρο Οε (1994). Η Αφρική είναι κατά τι πτωχότερη, έχοντας μόνο τρία Νομπέλ και μάλιστα όλα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η Νιγηρία απέσπασε το πρώτο για τη Μαύρη Ηπειρο το 1986 με τον Ουόλε Σογίνκα. Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε η Αίγυπτος με τον Ναγκίμπ Μαχφούζ. Τέλος, το τρίτο βραβείο δόθηκε σε λευκή συγγραφέα, στη Ναντίν Γκόρντιμερ από τη Νότια Αφρική. Το χρώμα, το φύλο


Μιλώντας για χρώμα του δέρματος, ας θυμηθούμε πόσοι ακόμη εκπρόσωποι της μαύρης φυλής έχουν πάρει το βραβείο. Δεν χρειάζεται και μεγάλος κόπος, είναι ελάχιστοι. Σογίνκα από τη Νιγηρία, Ντέρεκ Ουόλκοτ από τη Σάντα Λουτσία και η Τόνι Μόρισον από τις ΗΠΑ. Δεδομένης της μικρής παράδοσης της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας ή της λογοτεχνίας από την Αφρική, η αναλογία είναι ιστορικά δίκαιη. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να ειπωθεί και για την αναλογία 88 ανδρών – εννέα γυναικών. Η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με Νομπέλ ήταν η Σουηδή Σέλμα Λάγκερλεφ (1909). Ακολούθησαν η Γκράτσια Ντελέντα από την Ιταλία (1926), η Σίγκριντ Ούντσετ από τη Νορβηγία (1928), η Περλ Μπακ από τις ΗΠΑ (1938), η Γκαμπριέλα Μιστράλ από τη Χιλή (1945), η Νέλι Ζακς ­ εξ ημισείας ­ από τη Γερμανία (1966). Πέρασαν 25 χρόνια χωρίς κανένα γυναικείο όνομα, για να έρθουν τρεις… μαζεμένα κατά τη δεκαετία του ’90 (αυτή η δεκαετία τελικά λειτούργησε εντελώς… διορθωτικά): Ναντίν Γκόρντιμερ (1991), Τόνι Μόρισον (1993) και η Πολωνέζα Βισλάβα Σιμπόρσκα (1996). Περί ψευδωνύμων


Από τους 97 βραβευθέντες μόνο οι δέκα υπέγραφαν με ψευδώνυμο, όπως μας πληροφορεί ο nobelwatcher Σταν Γκίπμαν. Οι δύο από αυτούς ήταν ο Γιώργος Σεφεριάδης (1963) και ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης (1979). Το πραγματικό όνομα του Σιλί Πριντόμ (Γαλλία, 1901) ήταν Ρενέ Φρανσουά Αρμάν· του Ανατόλ Φρανς ήταν Ζακ Ανατόλ Τριμπό (Γαλλία 1921)· ο Βλαντίσλαβ Ρέιμοντ είχε και δεύτερο βαπτιστικό Στανισλάβ (Πολωνία 1924)· η Γκράτσια Ντελέντα υπέγραφε με το πατρικό της ενώ κυκλοφορούσε ως κυρία Μαντεζάνι (Ιταλία, 1926)· η Περλ Μπακ είχε γεννηθεί Σάινετστράικερ (ΗΠΑ, 1938)· η Γκαμπριέλα Μιστράλ λεγόταν Λουσίλα Γκοντόιιυ Αλκαϊάγκα (Χιλή, 1945)· ο Σεν-Τζον Περς ονομαζόταν Αλεξίς Λεζέ (Γαλλία, 1960)· ο Πάμπλο Νερούδα ονομαζόταν Ρικάρντο Ρέιες ι Βασοάλτο (Χιλή, 1971).