Ο πεζογραφικός κόσµος του Περικλή Σφυρίδη είναι η καθηµερινότητα: η πολύ κοντινή και αναγνωρίσιµη καθηµερινότητα, όπως τη συλλαµβάνει κατά την άσκηση της πρακτικής του ένας παρατηρητικός καρδιολόγος που αποφεύγει να χρωµατίσει ηθικά ή να ταυτιστεί συναισθηµατικά µε τα φαινόµενα τα οποία καταγράφει.

Ο αφηγητής χρησιµοποιεί κατά κανόνα το πρώτο ενικό για να δείξει ότι έχει από πρώτο χέρι επαφή µε τα θέµατά του, αλλά οι ιστορίες του µετασχηµατίζουν από ένα σηµείο και µετά τα εµπειρικά και τα αυτοβιογραφικά τους δεδοµένα µέσω της δουλεµένης συνοχής του µύθου και της γερής οργάνωσης της πλοκής, παραπέµποντας σε µιαν αφανή όψη του συλλογικού. Ο Σφυρίδης ακολουθεί σταθερά αυτή την πορεία από την Αφίσα (1977) ως και το Χαράµι (1992). Ωστόσο από τις Γάτες του χειµώνα (1998) και µετά κάτι αλλάζει φανερά στη διαδροµή του. Το καθηµερινό τείνει τώρα να µετατραπεί σε µια γυµνή, αφτιασίδωτη πραγµατικότητα, η οποία κάποτε αγγίζει τα όρια του ιδιωτικού, περιλαµβάνοντας στους κόλπους της ένα σχεδόν αµετάπλαστο υλικό.

Μια τέτοια µέθοδος, που εφαρµόζεται απαρεγκλίτως και στην καινούργια συλλογή διηγηµάτων του, είναι πιθανόν να αποδώσει ανάγλυφα και µε ξεχωριστή σπιρτάδα κάποια στιγµιότυπα του καθηµερινού βίου, ενέχει όµως και σοβαρούς κινδύνους, όπως η ξαφνική υποχώρηση της ειρωνείας ή του χιούµορ και η υποκατάστασή της από µια λιγότερο ή περισσότερο έντονη καταγγελτική και ηθικολογική διάθεση.

Σπιρτάδα, αµεσότητα, χειροπιαστούς χαρακτήρες και ολοζώντανες καταστάσεις βγάζουν στο Πάρτι όλα τα διηγήµατα που καταπιάνονται µε το φάσµα της αρρώστιας και τον τρόµο του θανάτου, είτε ισορροπώντας τον πόνο της απώλειας µε την ακατάβλητη ανάγκη της ύπαρξης για συνέχιση της ζωής («Το πάρτι», «Ο Ζεµπέκος», «Το ταξίδι») είτε παράγοντας ένα χαµηλόφωνο και απολύτως πειστικό δράµα («Πώρωση», «Στη µνήµη του Αλµπέρτου Ναρ και του άλλου Αλµπέρτου», «Η απέραντη γαλήνη του Γιώργου Παραλή»). Πειστικά και µε µια κάθε άλλο παρά αισθηµατολογική ή παράταιρη τρυφερότητα αποδεικνύονται και τα κοµµάτια για τα κατοικίδια («Πρόβα αυτοδικίας», «Η βεντέτα», «Η άλλη παράδοση») ή για τις σκληρές συνθήκες της µετανάστευσης («Ο κουµπάρος µου Βασίλη[ς] Λέκα[ς]»).

∆εν συµβαίνει το ίδιο µε τα διηγήµατα όπου ο συγγραφέας µοιάζει να θέλει να κλείσει κάποιους προσωπικούς λογαριασµούς, εκθέτοντας ανώνυµα («Οι έρωτες κι ο θάνατος του Πάνου Παπανάκου») ή επώνυµα («Τα βραβεία») πρόσωπα. Το κοινωνικό σχόλιο καταλήγει εδώ σε ένα εντελώς αυθαίρετο και δυσάρεστο κουτσοµπολιό, ενώ ο αφηγητής προβάλλει µε έναν σαφώς άκοµψο και δραµατουργικά ανενεργό τρόπο την ηθική του υπεροχή έναντι των λογοτεχνικών του ηρώων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ