Η ιστορία της εξέλιξης των ελληνικών πόλεων κατά τους δύο τελευταίους αιώνες είναι μια ιστορία άναρχης ανάπτυξης, ακατάσχετης ανοικοδόμησης, μορφολογικής ισοπέδωσης και ταυτόχρονα αδιαφορίας για την οικιστική παράδοση των αστικών κέντρων. Οι ιδιόμορφες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας αλλά και τα χαρακτηριστικά της πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας δεν επέτρεψαν την έγκαιρη ανάπτυξη μιας διαδικασίας αστικού σχεδιασμού που αποτελεί βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, επώνυμης και ανώνυμης. Ο βαθμός αλλοίωσης του παραδοσιακού (δηλαδή του ιστορικού) δομημένου περιβάλλοντος στις ελληνικές πόλεις είναι τέτοιος ώστε ορισμένοι θεωρούν πλέον μάταιη ή ρομαντική την οποιαδήποτε προσπάθεια επισήμανσης και προστασίας των αξιόλογων (δηλαδή των διασωθέντων) αρχιτεκτονικών δειγμάτων του παρελθόντος. Η ελληνική περίπτωση είναι βέβαια ιδιότυπη γιατί ο όγκος και η ποιότητα των επώνυμων και ανώνυμων οικοδομών των αστικών κέντρων από την εποχή της εθνικής ανεξαρτησίας, οικοδομών μιας χώρας καθυστερημένης της ευρωπαϊκής περιφέρειας, δεν συνέθεσαν ποτέ ισχυρούς (δηλαδή οικονομικά εκμεταλλεύσιμους αλλά και πολιτισμικά σημαντικούς) πυρήνες ανάλογους με αυτούς των ιστορικών κέντρων πάμπολλων ευρωπαϊκών πόλεων θεμελιωμένων ήδη κατά τον Μεσαίωνα και με εξασφαλισμένη τη συνέχεια της ιστορικής εξέλιξης. Κατά συνέπειαν οι όροι της «διάσωσης» στη δική μας περίπτωση τέθηκαν με πολύ περισσότερο ιδιότυπους και δυσχερείς όρους, αν εξαιρέσουμε την ανάγκη διάσωσης της οικιστικής μνήμης, η οποία είναι ανεξάρτητη από την αρχιτεκτονική ποιότητα. Εκείνο που ενδεχομένως προκαλεί θλίψη είναι όχι τόσο η απώλεια της κληροδοτημένης οικιστικής πραγματικότητας αλλά ό,τι ­ αναπόφευκτα και βαθμιαία ­ την αντικατέστησε, ο βαθμός δηλαδή μηδέν της οικιστικής ποιότητας, η απομίμηση του κεντρικού (δηλαδή αθηναϊκού) προτύπου και η ανικανότητα μεταγραφής με σύγχρονους όρους του χαρακτήρα της τοπικής αρχιτεκτονικής και ιστορικής παράδοσης χωρίς την προσφυγή σε αποστειρωμένες και αδιέξοδες γραφικότητες «παραδοσιακών» αντιγραφέων. Η περίπτωση του Ηρακλείου είναι αντιπροσωπευτική της εξέλιξης του νεοελληνικού αστικού μοντέλου. Στην κρητική πρωτεύουσα δεν εμφανίζεται προβληματική μόνο η εξέλιξη του θεσμοθετημένου οικιστικού χώρου, αλλά και η ίδια η ανάπτυξη ολόκληρων περιοχών εκτός σχεδίου, περίπτωση μοναδική σε εθνική κλίμακα. Είναι λοιπόν ευπρόσδεκτος ο εμπλουτισμός της βιβλιογραφίας ο σχετικός με την «τοπική ιστορία» που ανέλαβε η κυρία Χρ. Τζομπανάκη, προϊσταμένη της 7ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Ηρακλείου και ερευνήτρια, γνωστή από προηγούμενες εργασίες σχετικές με την αρχιτεκτονική ιστορία της πόλης. Στον πλούσια εικονογραφημένο και εκδοτικά επιμελημένο τόμο περιέχεται ένα πρώτο μέρος σχετικό με τη μακραίωνη πολιτική ιστορία του Ηρακλείου και ένα δεύτερο που επιχειρεί μια εκτεταμένη και λεπτομερή αναφορά στην εξέλιξη της ντόπιας αλλά και της εθνικής αρχιτεκτονικής πραγματικότητας τα νεότερα χρόνια. Πρόκειται μάλλον για μια ­ θεμιτή ­ προσπάθεια εκλαϊκευμένης προσέγγισης του θέματος με στόχο τη διεύρυνση του κοινού των αναγνωστών και τη συλλογική αυτογνωσία.



Στο τρίτο και κυριότερο μέρος η συγγραφέας (με τη συνδρομή ομάδας αποτελούμενης από τους αρχιτέκτονες Κική Κοιλάδη, Γιώργο Κολυβάκη, Κατερίνα Λεμπιδάκη και Νίκο Παπαδάκη-Χουρδάκη) προχωρεί στην καταγραφή των κτιρίων του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα που σώζονται εντός της περιμέτρου των ενετικών τειχών του παλαιού Χάνδακα.


Η καταγραφή έχει μάλλον στόχο τις ανώνυμες οθωμανικές (ή βαλκανικές) μαρτυρίες και τις εκφράσεις του εκλεκτικισμού (συμπεριλαμβανομένου του νεοκλασικού) αν κρίνουμε από την απουσία μοντέρνων έργων, όπως για παράδειγμα το Αρχαιολογικό Μουσείο σχεδιασμένο από τον Πάτροκλο Καραντινό το 1933. Στον αρχιτεκτονικό αυτόν «οδηγό» ­ στον οποίο τα έργα δεν παρουσιάζονται κατά περιοχές ή πορείες αλλά σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το στυλιστικό ιδίωμα που εκπροσωπούν ­ το κάθε κτίριο συνοδεύεται από εμπεριστατωμένη ανάλυση, ενώ είναι κατανοητή η απουσία στους τίτλους του μελετητή και του έτους κατασκευής, με δεδομένη την έλλειψη στοιχείων και άλλης βιβλιογραφίας.


Το συνολικό αποτέλεσμα αντιπροσωπεύει μια πρώτη σύνθεση των θραυσμάτων της νεότερης αρχιτεκτονικής ιστορίας του Ηρακλείου, «φωτογραφίζοντας» την παρούσα κατάσταση. Για τον λόγο αυτόν συμπληρώνει ένα προφανές κενό και αποτελεί μια δόκιμη και υποχρεωτική βάση για τη διεύρυνση της σχετικής έρευνας. Ενας οδηγός της νεότερης αρχιτεκτονικής στην Κρήτη ως τις μέρες μας θα αποκαθιστούσε ενδεχομένως την πραγματικότητα μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες περιοχές της χώρας.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.