Τα δύο βιβλία που οι εκδόσεις Γαβριηλίδη επανεξέδωσαν πρόσφατα, οι Τρουβαδούροι και οι Μπαλλάντες του Βιγιόν, προσφέρουν στον αναγνώστη μιαν αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα της δυτικής μεσαιωνικής ποίησης. Τόσο η ανθολογία της προβηγγιανής ποίησης όσο και τα ποιήματα του «αλήτη ποιητή», που πρώτος μάς γνώρισε ο Καρυωτάκης με την υπέροχη μετάφραση της Μπαλάντας των κυριών του παλαιού καιρού, έχουν 50 χρόνια ζωής (ο Βιγιόν εκδόθηκε για πρώτη φορά από το Γαλλικό Ινστιτούτο, το 1947). Η αγάπη όμως με την οποία προσήγγισε ο μεταφραστής-επιμελητής τα κείμενα και το μεράκι για τη δουλειά του συντελούν ώστε τα έργα αυτά να διατηρούν ανέπαφη τη ζωντάνια και την ομορφιά τους. Η αξία τους τονίζεται ακόμη περισσότερο αν σκεφτούμε ότι είναι οι μοναδικές συστηματικές προσεγγίσεις της ποίησης αυτής στα ελληνικά.


Ο Σκιαδαρέσης ανθολογεί και μεταφράζει τη μεσαιωνική, λυρική ποίηση της μεσημβρινής Γαλλίας και της γλώσσας τού οκ (langue d’oc) η οποία άνθησε τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Στην περιεκτική εισαγωγή του δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον γαλλικό Βορρά και την επική του ποίηση, γραμμένη στη γλώσσα τού όιλ (langue d’oil) ­ Τραγούδι του Ρολάνδου, Λανσελότος του Κρετιέν ντε Τρουά, Τριστάνος και Ιζόλδη ­, προσπαθώντας να εξηγήσει για ποιο λόγο σε δύο περιοχές της ίδιας χώρας η λογοτεχνική παραγωγή παρουσιάζει τόσο μεγάλες διαφορές. Αναλύει τους ιστορικούς λόγους που κρατούν τον Βορρά προσηλωμένο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο ιδεώδες του πολεμιστή (συνεχείς πόλεμοι, πολιτική αστάθεια, οικονομική δυσπραγία, κυριαρχία του χριστιανικού ιδεώδους), σε σχέση με τον Νότο, ο οποίος θα δημιουργήσει αυτή την «αισθηματικά φιλοφρονητική αυλική ποίηση»· εμείς θα είχαμε μόνο να προσθέσουμε, σήμερα, ότι τελικά και ο Βορράς πέρασε από το στάδιο της ιπποτικής ποίησης, της κουρτουαζίας (courtoisie), αλλά με κάποια καθυστέρηση και υπό την επίδραση της ποίησης των τρουβαδούρων, όπως μαρτυρούν οι Στροφές της Μαρί ντε Φρανς, για παράδειγμα.


Ετσι, στον ηλιόλουστο Νότο και στο πλαίσιο μιας παγιωμένης κοινωνικής και πολιτικής ιεραρχίας θα αναδυθεί η ποίηση των τρουβαδούρων και των ζογκλέρ, μια ποίηση γραμμένη για πρώτη φορά στη λαϊκή γλώσσα και όχι στα λατινικά, ποικίλης εμπνεύσεως αλλά και μορφής. Αντρες και γυναίκες ­ σαν την κοντέσα ντε Ντι που ανθολογεί ο Σκιαδαρέσης ­, πρίγκιπες, αριστοκράτες και λαϊκοί, κληρικοί και πολεμιστές, φτωχοί και πλούσιοι, οι τρουβαδούροι, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι από το ρήμα «βρίσκω», επινοώ δηλαδή, στην προβηγγιανή διάλεκτο (trobar), περιέρχονται τη χώρα συνθέτοντας και τραγουδώντας τα ποιήματά τους. Ποίηση λοιπόν λυρική με τη διπλή έννοια του όρου, επειδή συνοδεύεται πάντα από μουσική και επειδή εκφράζει τα προσωπικά αισθήματα των δημιουργών της, η προβηγγιανή ποίηση μας δίνει μια εικόνα της ιπποσύνης διαφορετική, πιο χαρούμενη, πιο ανάλαφρη, έντονα ερωτική, παρ’ όλο που ο έρωτας δεν είναι το μοναδικό της θέμα. Αλλες φορές καθρεφτίζει την καθημερινότητα της εποχής και άλλες πάλι το ιδεώδες του ιπποτισμού, ένα ιδεώδες ευγένειας, αβρότητας, μεγαλοψυχίας και παλικαριάς, προς το οποίο η κοινωνία αυτή έτεινε, χωρίς ποτέ να το κατακτήσει ολοκληρωτικά. Μέσα από τα άσματα αυτά αναδύεται ο αντιφατικός κόσμος της φεουδαρχίας, ένας κόσμος θρησκοληψίας και ελευθεριότητας, βαναυσότητας και επιτήδευσης, πίστης και προδοσίας, λατρείας αλλά και περιφρόνησης της γυναίκας. Εκτός όμως από το ιστορικό ενδιαφέρον της η ποίηση αυτή, ερωτική ή σατιρική, θρηνητική ή ψυχαγωγική, παραμένει ζωντανή, μπορεί και σήμερα να συγκινήσει τον αναγνώστη με το ιδιαίτερο χρώμα και τον αυθορμητισμό της.



Στον 15ο αιώνα πια, στον απόηχο της ιπποτικής ποίησης που έχει προ πολλού τελειώσει και υπό το φως της νέας ρητορικής που έχει εισηγηθεί ο Μασώ ο οποίος, μέτριος ποιητής ο ίδιος, θα καθιερώσει την αυστηρή ποιητική φόρμα (μπαλλάντα, ροντώ κλπ.), ο Φρανσουά Βιγιόν θα εγκαινιάσει τη σύγχρονη ποίηση.


Στο σταυροδρόμι ανάμεσα στον Μεσαίωνα που σβήνει και στη νέα εποχή που ανατέλλει, ο Βιγιόν θα σφραγίσει με το ταλέντο και την ευαισθησία του τη γαλλική ­ αλλά και την παγκόσμια ­ ποίηση. Ταπεινής καταγωγής και ορφανός από πατέρα, η μητέρα του θα τον εμπιστευτεί στον εφημέριο ντε Βιγιόν, του οποίου το όνομα θα φέρει. Ο εφημέριος αυτός θα φροντίσει για τη μόρφωσή του και ο Βιγιόν θα αποφοιτήσει από τη Σχολή Τεχνών ως Δάσκαλος των Τεχνών και θα συνεχίσει σε κάποια ανώτατη σχολή τις σπουδές του, πιθανώς στη Νομική. Θα μπλέξει όμως με κακές παρέες, η ανεμελιά και η σκανταλιά πολύ γρήγορα θα δώσουν τη θέση τους στο έγκλημα, στον φόνο, στη ληστεία και από ‘κεί στο εξής ο Βιγιόν θα περάσει τη ζωή του κυνηγημένος, πότε στη φυλακή και πότε φυγάς. Εξυπνος, ευαίσθητος, χαρισματικός, άσχημος όπως φαίνεται, επιρρεπής στις απολαύσεις, τις οποίες δεν κέρδισε τελικά, διοχετεύει τις αντιφάσεις και τη φαντασία του στην ποίησή του, στην Κληροδοσία (Le Lais), στη Διαθήκη (Le Testament) και στα υπόλοιπα ποιήματά του (Διάφορα ποιήματα, Μπαλάντες σε γλώσσα ζαργκόν). Η ποίησή του είναι εντελώς διαφορετική από την ονειρική ποίηση του Καρόλου της Ορλεάνης, εκφράζει με τρόπο απόλυτα προσωπικό την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, με ένα ρεαλισμό που μοιάζει να εκπορεύεται από την ποίηση των τρουβέρων ­ όπως ονομάζονταν οι τρουβαδούροι στον Βορρά ­ του 14ου αιώνα. Αυτόν τον ρεαλισμό, τον οποίο επιτείνει ο αυτοσαρκασμός, η σκληρή ειρωνεία του τον οδηγεί στα άκρα, δοκιμάζοντας τα όριά του, για να πραγματευτεί με νεωτερικό τρόπο θέματα διαχρονικά και πανανθρώπινα, όπως ο έρωτας, η αγάπη του γιου για τη μητέρα, η ευσέβεια, η αδελφοσύνη των ανθρώπων, ο θάνατος, που στοιχειώνει κυριολεκτικά τους στίχους του. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίησή του ως έναν μακάβριο χορό, που αρχίζει με την Μπαλάντα των κυριών του παλαιού καιρού και κλείνει με την Μπαλάντα των κρεμασμένων, στην οποία ακόμη και ο ρυθμός αποδίδει τον βηματισμό του Θανάτου.


Στην ποίησή του ο μελοδραματισμός έχει εξοστρακιστεί, η γλώσσα του είναι αδρή, τραχιά, λαϊκή, ο λόγος του ηθελημένα πολυσήμαντος απευθύνεται ταυτοχρόνως σε πολλά και διαφορετικά ακροατήρια· το χιούμορ του, μαύρο και καυστικό, χρωματίζει τον προσωπικό, αυθεντικό λυρισμό του, που αγγίζει τα όρια της κραυγής. Αυτή η πολυσύνθετη και τόσο απλή στην πρόσληψή της ποίηση, γεμάτη με τις αντιφάσεις του ίδιου του ποιητή, που εγκληματεί διατηρώντας ατόφια την παιδικότητά του και βλαστημάει πιστεύοντας βαθιά στον Θεό, αλλά και με τις αντιφάσεις της εποχής, του λυκόφωτος της φεουδαρχίας, βρήκε πολύ νωρίς τη θέση που της αξίζει στα γαλλικά γράμματα. Από τον 16ο αιώνα ήδη, και ενώ ο Μεσαίωνας έγινε αποδεκτός μόνο στον 19ο αι., ο Βιγιόν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των μεγαλύτερων γάλλων ποιητών. Μένει να βρει τη θέση που του αξίζει και στην Ελλάδα. Η δουλειά του Σ. Σκιαδαρέση αποτελεί μια πολύ καλή εισαγωγή στο έργο του, όπως και στο έργο των τρουβαδούρων.


Η κυρία Τιτίκα Δημητρούλια είναι φιλόλογος και διδάσκει μετάφραση και νέες τεχνολογίες στο Τμήμα Μετάφρασης του Πανεπιστημίου Αθηνών.