Νέα δεδομένα στον εμφύλιο στη Συρία φέρνει η χρήση χημικών όπλων από τον Μπασάρ αλ Ασαντ που προκάλεσε εκατοντάδες θύματα την Τετάρτη. Ως την περασμένη εβδομάδα, από τον Μάρτιο που κυκλοφόρησαν οι πρώτες πληροφορίες για χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, ο σύρος πρόεδρος χρησιμοποιούσε τα χημικά με το σταγονόμετρο – ένα χημικό όπλο ανακατεμένο ανάμεσα σε πολλά συμβατικά και όχι «βροχή» από χημικά όπως αυτή που κόστισε τη ζωή 1.300 ατόμων, ανάμεσα στα οποία ήταν και πολλά παιδιά, σε προάστιο της Ανατολικής Δαμασκού πριν από τέσσερις ημέρες. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί ο Ασαντ αποφάσισε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να κλιμακώσει τον πόλεμο κάνοντας χρήση ενός όπλου μαζικής καταστροφής που αποτελεί δεδηλωμένα «κόκκινη γραμμή» για την Ουάσιγκτον και την ΕΕ. Και μάλιστα να το χρησιμοποιήσει ακριβώς τη στιγμή που επιθεωρητές χημικών όπλων του ΟΗΕ βρίσκονταν στη Δαμασκό.

Ο ίδιος ο Ασαντ αρνείται ότι έριξε χημικά και μαζί με τη σύμμαχό του Μόσχα αποδίδει την επίθεση σε προβοκάτσια της αντιπολίτευσης επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, και την παρουσία των επιθεωρητών στη Δαμασκό. Αλλά στην πραγματικότητα το ότι οι επιθεωρητές βρίσκονται στη Συρία δεν σημαίνει αυτομάτως ότι θα έχουν πρόσβαση και στο σημείο της επίθεσης.

Κατ’ αρχάς για λόγους ασφαλείας. Το προάστιο Γκούτα που βομβαρδίστηκε με χημικά είναι μια περιοχή την οποία διεκδικούν οι κυβερνητικές δυνάμεις από τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό της αντιπολίτευσης. Επιπλέον, δεν θα τους αφήσει ο Ασαντ. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιθεωρητές που πήγαν την περασμένη Κυριακή στη Συρία είχαν στόχο να ερευνήσουν πιθανή επίθεση με χημικά που σημειώθηκε τον Μάρτιο –πέντε μήνες διαπραγματεύσεων χρειάστηκαν για να λάβουν την άδεια να επισκεφθούν τη χώρα. Αν χρειαστούν άλλοι τόσοι για να πάνε στην Γκούτα, τα ίχνη από χημικά θα είναι υπερβολικά αδύναμα –μερικά είδη χημικών, όπως το σαρίν, εξαφανίζονται σε λίγες ημέρες.
Πριν από έναν χρόνο ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε δηλώσει ότι η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής ήταν η «κόκκινη γραμμή» που αν την παραβίαζε ο Ασαντ θα έβρισκε απέναντί του τη διεθνή κοινότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οπως φαίνεται όμως, ο σύρος πρόεδρος κατέγραψε τις εξαιρετικά αδύναμες διεθνείς αντιδράσεις στις πληροφορίες για τις προηγούμενες, πολύ μικρότερου βεληνεκούς, ρίψεις χημικών.
Βλέποντας την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας μπροστά στα γεγονότα στην Αίγυπτο και ποντάροντας ότι δεν θα επέμβει στρατιωτικά στη Συρία, όπου η κατάσταση μετά την εισαγωγή τζιχαντιστών από άλλες χώρες έγινε ακόμη πιο περίπλοκη, είναι πιθανό ο Ασαντ να αισθάνθηκε ακόμη πιο ισχυρός. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν μπόρεσε να βγάλει ούτε ένα ψήφισμα στη συνεδρίαση λίγες ώρες μετά την επίθεση, προσκρούοντας στις αντιρρήσεις της Ρωσίας και της Κίνας. Η επίθεση στην Γκούτα ενδεχομένως θα αναγκάσει τη διεθνή κοινότητα να καταπιεί τις απειλές της για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία παρά να τις πραγματοποιήσει.
Τέλος, υπάρχει και ένας στρατιωτικός λόγος που εξηγεί τη χρήση χημικών. Ο Ασαντ, με τη βοήθεια μαχητών από το Ιράν και τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ, κατάφερε να ανατρέψει τα περυσινά δεδομένα και σήμερα πλέον ελέγχει την περιοχή της Δαμασκού (την οποία λίγο έλειψε να χάσει από τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό το καλοκαίρι του 2012). Αλλά με το που χαλαρώνει λίγο την πίεση, οι μαχητές της αντιπολίτευσης προσπαθούν να ανακτήσουν το πάνω χέρι. Ενα από τα προπύργιά τους κοντά στη Δαμασκό είναι και η Γκούτα.
Με ένα σμπάρο ίσως ο Ασαντ να σημάδεψε δύο τρυγόνια. Αποδέκτης του μηνύματος δεν είναι μόνο η Γκούτα, αλλά και όλες οι υπόλοιπες περιοχές της Συρίας που υποστηρίζουν τους αντάρτες και τις οποίες το καθεστώς θα πατάξει ευκολότερα με τη χρήση ή τον φόβο της χρήσης χημικών.
Εκτός από τα νέα δεδομένα που βάζει στο τραπέζι στη Συρία, η επίθεση με χημικά της περασμένης Τετάρτης κλιμακώνει την ένταση στην ευρύτερη περιοχή, η οποία τους τελευταίους μήνες χαρακτηρίζεται από βία και αστάθεια.
Μιλάει στο «Βήμα» ο πρώην αρχηγός της εξόριστης αντιπολίτευσης της Συρίας
«Η διαταγή για τη ρίψη χημικών δόθηκε από το Ιράν»…

«Κανένας δεν γνωρίζει πώς ακριβώς λήφθηκε η απόφαση για τη χρήση χημικών όπλων. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία για το ότι χρησιμοποιήθηκαν χημικά» λέει στο «Βήμα» ο Μπουράν Γκαλιούν, πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου της Συρίας, ο οποίος παραμένει πολύ δραστήριος στους κόλπους της οργάνωσης αυτής που εκπροσωπεί την εξόριστη συριακή αντιπολίτευση. Υποθέτει ότι «η διαταγή δόθηκε από το Ιράν, αλλά η πολιτική ευθύνη για τη ρίψη χημικών ανήκει στον Μπασάρ αλ Ασαντ και στην κυβέρνησή του».

«Καμία μονάδα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού δεν είναι ικανή για τέτοιο χτύπημα. Αλλωστε θα προκαλούσαν τόσα θύματα ανάμεσα στους δικούς τους, στις ίδιες τους τις οικογένειες; Ολα αυτά που λέγονται περί προβοκάτσιας από την αντιπολίτευση δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, καμία βάση»
προσθέτει τηλεφωνικά από το Παρίσι όπου διδάσκει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Ο κ. Γκαλιούν, που κατάγεται από τη Χομς της Συρίας, είναι πεπεισμένος ότι η επίθεση της Τετάρτης με χημικά όπλα «αποτελεί μέρος μιας μεγάλης αντεπίθεσης του Ασαντ για να ξαναπάρει τον έλεγχο της περιφέρειας της Δαμασκού. Η αντεπίθεση θα συνεχιστεί προκειμένου οι δυνάμεις της κυβέρνησης να καταλάβουν την περιοχή. Τα χημικά όπλα τα χρησιμοποίησε ο στρατός του Ασαντ για να πατάξει την αντίσταση και να προετοιμάσει το έδαφος για την αντεπίθεση αυτή».

«Ο ΟΗΕ έχει καθήκον να εφαρμόσει τα άρθρα για την υπεράσπιση ενός λαού που υφίσταται επίθεση με χημικά όπλα. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να κάνει το παν για να βάλει ένα τέλος σε αυτό τον φριχτό πόλεμο, σε αυτή τη γενοκτονία. Δεν πρέπει να υποκύψει μπροστά στον εκβιασμό που παίζεται γύρω από τα χημικά»
συνεχίζει καλώντας τη διεθνή κοινότητα να πιέσει για να πάει μια επιτροπή στον τόπο όπου έπεσαν τα χημικά στη Συρία «και να βεβαιωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας για το τι συνέβη. Οπως φαίνεται όμως, η διεθνής κοινότητα δεν επιθυμεί να αναλάβει αυτή την ευθύνη λόγω της Ρωσίας».
Ο κ. Γκαλιούν προειδοποιεί ότι «αν η διεθνής κοινότητα και ο ΟΗΕ δεν αντιδράσουν το συντομότερο δυνατό για να ενεργοποιήσουν το δικαίωμα προστασίας των θυμάτων των χημικών όπλων, ο Ασαντ θα το εκλάβει σαν πράσινο φως για να συνεχίσει να χρησιμοποιεί αυτό το χημικό αέριο εναντίον των Σύρων».
Βόρειο Ιράκ
Η μεγάλη έξοδος των Κούρδων

Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία κατέφυγαν στο Ιράκ την περασμένη εβδομάδα, σε μια μαζική έξοδο Κούρδων από τον βορρά της χώρας προς το κουρδικό Βόρειο Ιράκ. «Τα σύνορα ήταν κλειστά για μεγάλο διάστημα και άνοιξαν ξανά πριν από λίγες ημέρες, γι’ αυτό δημιουργήθηκε συνωστισμός» λέει στο «Βήμα» ο Τζουάν Ακάς, κούρδος δημοσιογράφος από τη Συρία. Εξηγεί ότι το πέρασμα ήταν κλειστό λόγω διαφωνιών και πολιτικών ανταγωνισμών ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα του Βόρειου Ιράκ και το PYD, το μεγαλύτερο κουρδικό κόμμα της Συρίας, όμως με το που άνοιξαν ξανά «30.000 πρόσφυγες από τη Συρία πέρασαν μέσα σε δυο-τρεις μέρες».
Οι λόγοι που πυροδότησαν τη μαζική αυτή έξοδο είναι πολλοί και περίπλοκοι, όπως όλα στον εμφύλιο της Συρίας όπου «ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός, που πολεμάει τον Ασαντ, δεν είναι ένας οργανωμένος στρατός αλλά ένα συνονθύλευμα ένοπλων ομάδων» που ενίοτε στρέφουν τα όπλα η μία εναντίον της άλλης. Οταν ξέσπασε ο εμφύλιος, ο Ασαντ άφησε γενικώς στην ησυχία τους τούς Κούρδους, ποντάροντας στο ότι θα τους «αναλάμβανε» η τουρκική κυβέρνηση από τον φόβο μήπως, μαζί με τους Κούρδους της Τουρκίας, δημιουργούσαν το Μεγάλο Κουρδιστάν. Οταν η Αγκυρα τα βρήκε με το ΡΚΚ, η πολιτική αυτή κατέρρευσε.

«Ενοπλες ομάδες ισλαμιστών –εισαγόμενων από το Αφγανιστάν, το Μαρόκο, τη Σομαλία, αλλά και Σύρων –εξαπολύουν τελευταίως επιθέσεις εναντίον κουρδικών χωριών. Πριν από λίγες ημέρες, οι δυνάμεις του Ασαντ βομβάρδισαν κουρδικές περιοχές»
προσθέτει ο Ακάς που σήμερα είναι πρόσφυγας στην Αθήνα. Προβλέπει ότι «οι δυνάμεις του Ασαντ δεν θα συνεχίσουν τις επιθέσεις διότι δεν είναι σε θέση να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο, όμως οι επιθέσεις από ισλαμιστές θα συνεχιστούν. Οι λόγοι είναι τακτικής και προετοιμασίας για την επόμενη ημέρα στη Συρία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ