Βόλτα στο Κίεβο

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τελευταία διαβάζω ένα ωραίο βιβλίο που λέγεται «Metropolis», το έχει γράψει ο ιστορικός Μπεν Γουίλσον, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα και είναι η ιστορία αυτού που ονομάζουμε «μεγαλούπολη»: ο συγγραφέας την αποκαλεί τη «μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας». Εγώ πάλι βλέπω τις πόλεις όχι σαν εφευρέσεις, αλλά σαν γυναίκες. Υπάρχουν αυτές που είναι χαρούμενες και άλλες που είναι καταθλιπτικές, αυτές που είναι γεμάτες μπιχλιμπίδια που ξετρελαίνουν τους τουρίστες και όσες είναι αινιγματικές και δύσκολες. Και υπάρχουν πάντα και εκείνες που πρέπει να τις ζήσεις για να τις καταλάβεις και αυτό το σκέπτομαι όλον αυτόν τον καιρό που βρίσκεται στην επικαιρότητα το Κίεβο.
Πέρασα από το Κίεβο τον Μάιο του 2018 και έμεινα πέντε ημέρες με την ευκαιρία του τελικού του Τσάμπιονς Λιγκ που η πόλη τότε φιλοξενούσε: πήγα Πέμπτη και έφυγα για να γυρίσω στην Ελλάδα Δευτέρα βράδυ. Χάρη σε έναν καλό φίλο που ζούσε τότε εκεί, το είδα και το περπάτησα πολύ το Κίεβο, πράγμα το οποίο μεγάλωσε τη βεβαιότητά μου πως έχει μυστικά που αν δεν το ζήσεις πολύ δεν θα τα ανακαλύψεις ποτέ. Το παράξενο με το Κίεβο είναι ότι ενώ έχει μεγάλη ιστορία, αυτή δεν τη συναντάς. Ως πόλη είναι το αντίθετο της Ρώμης, της Αθήνας, της Αγίας Πετρούπολης, όπου η ιστορία σε περιτριγυρίζει. Ιδρύθηκε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ., υπήρξε σπουδαίο εμπορικό κέντρο την εποχή των Ρως του Κιέβου που έκαναν πολλά και διάφορα στους Βυζαντινούς, υπήρξε για χρόνια πόλη τεράστια, αλλά από όλα αυτά σήμερα δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Το έκαψαν οι Μογγόλοι κοντά στα μέσα του 13ου αιώνα και για πολλούς αιώνες έχασε την επιρροή και τη λάμψη του. «Αναστήθηκε» τον 19ο αιώνα και λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και το ξαναδιέλυσαν οι Γερμανοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκληρίζοντας την εβραϊκή συνοικία του, μάλλον με τις ευλογίες των ντόπιων, πολλοί από τους οποίους κατετάγησαν στις τάξεις τους, σίγουροι πως ο Χίτλερ θα μπει στη Μόσχα: είχε προηγηθεί ο μεγάλος λιμός που οι Ουκρανοί χρέωσαν στους Ρώσους. Η πόλη ξαναχτίστηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και από αυτό το σημείο μετρά κυρίως η τωρινή της ιστορία. Το Κίεβο έχει στην αρχιτεκτονική του όλη αυτή τη μετακομμουνιστική αισθητική που συναντάς στην Ανατολική Ευρώπη, μόνο που δεν έκανε τίποτα για να την εξωραΐσει. Αν το Ανατολικό Βερολίνο, για παράδειγμα, είναι μια πόλη στην οποία διακρίνεις όλα τα σημάδια ενός γιγάντιου λίφτινγκ, το Κίεβο είναι σαν κάτι κοριτσόπουλα που αποφεύγουν το μακιγιάζ και σου λένε «έτσι είμαι και σε όποιον αρέσω». Μάλιστα, σε αυτή την επιλογή δεν υπάρχει αυταρέσκεια, αλλά ένας παράξενος ρεαλισμός: η πόλη μοιάζει να μη θέλει να γίνει πιο ωραία, αν και εύκολα θα μπορούσε. Και ζει για το σήμερα και όχι για το χθες της. Ζούσε, για την ακρίβεια.
Οπως όλες οι πόλεις, αν το Κίεβο τοπερπατούσες λίγο με κάποιον που το ξέρει, θα έβρισκες ότι έχει ένα ενδιαφέρον. Μετά από μερικές βότκες – ειδικά το βράδυ – θα χαιρόσουν για τη γνωριμία σας. Οι γιγάντιες εκκλησίες (ο Αγιος Ανδρέας, η Αγία Σοφία κ.τ.λ.) θυμίζουν πιο πολύ Ανατολή, παρά δυτικόφρονη χριστιανοσύνη, όμως οι τριγύρω χώροι τους έχουν πολύ από Κεντρική Ευρώπη. Οι όχθες του ποταμού Δνείπερου που διασχίζει την πόλη είναι τουριστικά αναξιοποίητες – οι Τσέχοι και οι Ούγγροι θα είχαν μετατρέψει ένα τέτοιο ποτάμι σε χρυσωρυχείο. Το κέντρο ήταν γεμάτο γιγάντιες πλατείες, πάρκα και εμπορικά κέντρα, με τα οποία οι ντόπιοι τρελαίνονται. Σε ξενίζει λίγο ότι βλέπεις άσχημες και παρατημένες εργατικές κατοικίες: είναι σαν εγκαταλελειμμένοι πύργοι. Αν έρχεσαι από την Αθήνα νιώθεις πως είναι σαν να βλέπεις μια περιοχή όσο τα Πατήσια, γεμάτη από προσφυγικά σαν αυτά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Από τις εικόνες συνειδητοποιείς ότι η πόλη αυτή δεν είναι αυτό που λέμε τουριστικός προορισμός – τουλάχιστον δεν είναι προορισμός για τα λεφούσια των Γιαπωνέζων, των Κινέζων και των Αμερικανών τα οποία στην Ευρώπη λαχταράμε. Αλλά υπήρχε κάτι γλυκό στην ατμόσφαιρα: η χαρά των κατοίκων του ότι επισκέφθηκες την πόλη τους. Σου πρότειναν να σε βγάλουν φωτογραφίες με μαϊμούδες – στις πουλάνε τις μαϊμούδες κιόλας: υπήρχαν δεκάδες. Στον δρόμο υπήρχαν μίνι μπάντες ή καλλιτέχνες που έπαιζαν πιάνο – σπάνιο να έβλεπες κάποιον να παίζει κιθάρα «σκοτώνοντας» τα τραγούδια του Ντίλαν π.χ. όπως στο Λονδίνο. Επίσης ένιωθες ότι όλα γίνονται τρομερά αργά. Το Κίεβο έχει κίνηση γιατί κανείς δεν πατάει το γκάζι, οι σερβιτόροι βγαίνουν από το café για να κάνουν ένα τσιγάρο, κανείς δεν βιάζεται – όπως έλεγε και ο φίλος μου που έζησε εκεί για χρόνια, «ακόμα κι αν είσαι ένας και μόνος, για να μπεις σε τράπεζα ή σουπερμάρκετ θα περιμένεις στην ουρά σαν μπροστά σου να υπάρχουν δέκα άτομα, γιατί τόσα έπρεπε να υπάρχουν».
Δαιδαλώδες και γεμάτο ανισότητες, το Κίεβο έπαιζε μαζί σου κρυφτό. Υπάρχει σε αυτό μια υπόγεια ζώνη π.χ. που είναι δύσκολο να την ανακαλύψεις αν δεν σε πάνε: μου έλεγαν ότι ήταν παλιά πυρηνικά καταφύγια τα οποία στο μεταξύ έγιναν μαγαζάκια – δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Από την άλλη, αυτό το υπόγειο γιουσουρούμ – κάτι σαν λαϊκή αγορά κάτω από την άσφαλτο – είχε κάτι το παράξενα φουτουριστικό. Αν το διέσχιζεςαυτό το υπόγειο χάος έβγαινες σε μια περιοχή που σου έμοιαζε ένα αρκετά υποβαθμισμένο Μπουρνάζι, με μεγαλοκαταστήματα, εστιατόρια, στριπτιζάδικα, μπαρ και café – γεμάτο κοριτσόπουλα. Πρέπει να πω ότι θεωρούσα όλες τις ιστορίες για τα όμορφα κορίτσια από την Ουκρανία υπερβολικές: εξακολουθώ να τις θεωρώ, αλλά την ομορφιά των κοριτσιών του Κιέβου δεν την έχω συναντήσει πουθενά αλλού. Αναρωτιέμαι τι κάνουν τώρα αυτά τα κορίτσια: οι άνδρες έχουν πάρει τα όπλα – έμοιαζαν από τότε έτοιμοι. Η χαλαρότητα της πόλης δεν έκρυβε ότι είχες να κάνεις με τύπους με τους οποίους δεν ήθελες να τσακωθείς. Ησυχοι αλλά πανύψηλοι, λιγομίλητοι αλλά εμφανώς σκληροί, οι Ουκρανοί έμοιαζαν να αγαπούν τη φράση «μην ενοχλείτε».
Το Κίεβο που κάποτε γνώρισα δεν έλαμπε, παρόλο που το επισκέφθηκα άνοιξη. Αναρωτιέμαι πώς θα είναι τώρα. Αν ποτέ το ξαναεπισκεφθώ, σίγουρα θα είναι κάτι άλλο. Αλλά θα είναι πάντα το Κίεβο. Μυστηριώδες και απροσδόκητο. Ενας τόπος που ποτέ δεν θα μαρτυρήσει τα μαρτύριά του…

