Το προβάδισμα της πολιτικής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Συνήθως οι κοινωνικές προτεραιότητες μετατρέπονται σε πολιτικές επιλογές και διαμορφώνουν τη στάση των κομματικών σχηματισμών και τη δημόσια συζήτηση, ωστόσο υπάρχουν συγκυρίες που συμβαίνει το αντίστροφο: οι κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες είναι αυτές που ορίζουν το πολιτικό πλαίσιο και τις ευρύτερες εξελίξεις. Στο διάστημα που παρήλθε, ζήσαμε και ζούμε αυτό το «αντίστροφο» κλίμα. Η Συνθήκη των Πρεσπών, μια μείζονος και ιστορικής σημασίας συμφωνία, είναι αυτή που όρισε και ορίζει τη δημόσια συζήτηση και αναδιατάσσει τους κομματικούς συσχετισμούς, τουλάχιστον στην κεντρική τους έκφανση, που είναι το Κοινοβούλιο.
Ζούμε λοιπόν μια περίοδο που οι πολιτικές πρωτοβουλίες έχουν την πρωτοκαθεδρία έναντι των κοινωνικών προτεραιοτήτων, «διαμορφώνουν» και δεν «διαμορφώνονται».
Και το ερώτημα είναι: πώς και σε ποιον βαθμό οι πολιτικές εξελίξεις διαχέονται και μεταφράζονται από το εκλογικό σώμα; Μεταβάλλουν τις προτεραιότητές του και τις πολιτικές επιλογές του;
Ως προς το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, η απάντηση είναι πως οι κοινωνικές προτεραιότητες μεταβλήθηκαν ελάχιστα.
Η Οικονομία και η Ανεργία παραμένουν σταθερά στις δύο πρώτες θέσεις των σημαντικότερων προβλημάτων – έτσι όπως τα αναφέρουν αυθόρμητα οι πολίτες – με ποσοστά 40% και 18% αντιστοίχως. Το Μακεδονικό/Εξωτερική πολιτική βρίσκεται στην τρίτη θέση μαζί με τις αναφορές στην κρίση του πολιτικού συστήματος με 11% από το 6% των προηγούμενων μηνών.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα η απάντηση είναι ότι οι πολιτικές επιλογές της κοινής γνώμης σε γενικές γραμμές παρέμειναν αμετάβλητες.
Το 69% θεωρεί αρνητική εξέλιξη την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών ενώ το ποσοστό όσων συμφωνούν κινείται στο 25%. Βασική παράμετρος που διαφοροποιεί τις απόψεις για το Μακεδονικό παραμένει η ιδεολογική τοποθέτηση στην κλίμακα της Αριστεράς – Δεξιάς αφού μεταξύ όσων αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά και την Κεντροαριστερά υπάρχει μια πλειοψηφία υπέρ της Συμφωνίας, ενώ αντιθέτως από όσους τοποθετούνται από το Κέντρο έως και τη Δεξιά υπάρχει σαφής απόρριψη. Επιπλέον, το ποσοστό όσων νιώθουν «έτοιμοι» να αποκαλούν τη γείτονα χώρα με το νέο όνομά της «Βόρεια Μακεδονία» κινείται στο 24% ενώ το 71% δηλώνει ότι θα συνεχίσει να αποκαλεί τη γείτονα χώρα «Σκόπια».
Αλλά και στο επίπεδο των κομματικών συσχετισμών οι διαφορές ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες. Η ΝΔ συνεχίζει να προηγείται στην πρόθεση ψήφου με 28,4% έναντι 19,2% (διαφορά μεγαλύτερη των 9 μονάδων) ενώ στην εκτίμηση ψήφου η ΝΔ κινείται στην περιοχή της αυτοδυναμίας (μιας και μόνο πέντε κόμματα περνούν το φράγμα του 3%) με ποσοστό στην περιοχή τού 37% και τον ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή τού 25%.
Ωστόσο υπάρχει μια μεταβολή στα κομματικά ποσοστά η οποία είναι αξιοσημείωτη. Η ΧΑ παρουσιάζει σημαντική άνοδο και στην εκτίμηση ψήφου ξεπερνά το 9%, και μάλιστα υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περιοχές της Κ. Μακεδονίας σημειώνει διψήφιο ποσοστό. Επίσης σημειώνουμε και την οριακή απόσταση που χωρίζει το κόμμα του κ. Βελόπουλου Ελληνική Λύση από το 3%, αφού η εκτίμηση το φέρνει στο 2,8%. Αλλά και η Ενωση Κεντρώων δείχνει να επανακάμπτει με εκτίμηση ψήφου 2,7%, ενώ ο κ. Λεβέντης παρουσιάζει σημαντική άνοδο δημοτικότητας με 37% από το 28% του Δεκεμβρίου.
Το πολιτικό μας συμπέρασμα είναι ότι το Μακεδονικό αλλάζει ριζικά τις συντεταγμένες του κομματικού συστήματος, με την αντίθεση «Αριστερά – Δεξιά» να αποκτά και πάλι πρωτεύουσα σημασία. Επειδή μάλιστα είναι θέμα με εθνικό και ιστορικό βάθος, ενισχύει ιδιαίτερα τα άκρα αυτής της αντίθεσης και τα πολιτικά σχήματα που έχουν την πλέον ισχυρή τοποθέτηση και εκπροσωπούν τα άκρα (κυρίως πέραν της Νέας Δημοκρατίας).
Η εκτίμησή μας είναι ότι κυρίως στην «αντισυστημική» Δεξιά αλλά δευτερευόντως και στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά έχουν αθροιστεί μετά την ψήφιση της Συμφωνίας περίπου 5 επιπλέον μονάδες του εκλογικού σώματος.
Σε αυτό το τοπίο, οι πολίτες που φαίνονται να δυσανασχετούν περισσότερο, εγκλωβισμένοι από τον έντονο διπολισμό Α-Δ, είναι αυτοί που αυτοτοποθετούνται στον χώρο του Κέντρου. Στον χώρο αυτόν μειώνονται οι θετικές αξιολογήσεις τόσο για την κυβέρνηση (και κινούνται στο 17%) όσο και για την αξιωματική αντιπολίτευση και κινούνται μόλις στο 13%. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ενώ στην πρόθεση ψήφου ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αθροίζουν μαζί πάνω από το 47% του εκλογικού σώματος, στον χώρο του Κέντρου περιορίζονται στο 38% χωρίς κάποια άλλη πολιτική δύναμη να δείχνει κυρίαρχη, μετά και από την αδυναμία των δυνάμεων του χώρου αυτού να συνεργαστούν. Αυτή τη στιγμή σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του Κέντρου (το 30%) κινείται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» της πρόθεσης ψήφου (Αναποφάσιστοι, Ακυρο, Λευκό κ.τ.λ.).
Και η τελευταία αυτή παρατήρηση θέτει, κατά τη γνώμη μας, ένα στρατηγικό ερώτημα εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων: μήπως τελικά η εκλογική επικράτηση δεν περνά μέσα από την πόλωση και την οξύτητα, αλλά μέσα από την ανάληψη πρωτοβουλίας ενός πολιτικού φορέα να περάσει ένα μήνυμα υπέρβασης των αδιεξόδων που γεννά η κρίση;
Ηδη τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη μπορούν να μας διδάξουν πολλά και μπορούμε ίσως εν όψει και των ευρωεκλογών να βρούμε ένα αφήγημα που θα δημιουργεί νέες ισχυρές πλειοψηφίες, έναν πολιτικό χώρο όπου όσα μας ενώνουν να είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Οχι μόνο γιατί σταδιακά οι θετικές γνώμες για την ΕΕ καθίστανται πλειοψηφικές (52% έναντι 38% αρνητικών) αλλά και γιατί το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας είναι αρκούντως διδακτικό και ο φόβος ότι η Ευρώπη θα αποδυναμωθεί στο μέλλον μπορεί να δημιουργήσει έναν νέο χώρο πολιτικής συστράτευσης.
Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis.

