Στο ΠαΣοΚ το γλεντάνε. Στη ΝΔ, πάλι, όχι! Η νέα παραλαβή δημοσκοπήσεων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί: αναμένονται κατά τα προσεχή εικοσιτετράωρα η έρευνα «Τάσεις» της MRB και ενδεχομένως μια πανελλαδική μέτρηση της Alco. Το πακέτο όμως που είδε ήδη το φως της δημοσιότητας ήταν αρκετό για να σκορπίσει χαρές και λύπες στα πολιτικά επιτελεία.


Οι χαρές ήταν για το Μέγαρο Μαξίμου. Οι λύπες για την οδό Ρηγίλλης. Αλλά ουσιαστικός αιφνιδιασμός δεν υπήρξε. Οι δημοσκοπήσεις αυτές επιβεβαίωσαν την εικόνα που έχει ήδη δημιουργηθεί από τον Σεπτέμβριο ότι το πολιτικό κλίμα και το πολιτικό σκηνικό έχουν μεταβληθεί σημαντικά σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 1999. «Αναμενόμενα…» χαρακτήριζε τα αποτελέσματα αυτά ακόμη και κορυφαίο στέλεχος της ΝΔ.


Αν κοιτάξουμε πίσω από τους αριθμούς και τις προθέσεις ψήφου (οι οποίες αποτελούν και το λιγότερο ενδιαφέρον στοιχείο των δημοσκοπήσεων σε μη προεκλογική περίοδο…) θα δούμε ότι όλες οι έρευνες καταλήγουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στον ίδιο βασικό πολιτικό συλλογισμό: «Ο Σημίτης είναι καλύτερος από τον Καραμανλή, η κυβέρνηση τα πάει μια χαρά, άρα το ΠαΣοΚ θα κερδίσει τις εκλογές».


Σε αυτό τον βασικό συλλογισμό, η ΝΔ διατυπώνει μια ουσιαστική ένσταση: ότι δεν είναι επαρκώς εμπεριστατωμένος… Στηρίζεται σε έρευνες που διεξήχθησαν κυρίως στο Λεκανοπέδιο Αττικής και λιγότερο στην υπόλοιπη χώρα. Αυτήν την άποψη υποστηρίζει και παραπλεύρως ο γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της ΝΔ κ. Μιχ. Λιάπης.


Η ένσταση δεν είναι καινούργια και έχει μια βάση. Ο σύμβουλος του προέδρου της ΝΔ κ. Ι. Λούλης έχει, ήδη από τις ευρωεκλογές αλλά και προσφάτως με άρθρο του, διατυπώσει την άποψη ότι υπάρχουν «δύο Ελλάδες»: μία φιλοσημιτική Ελλάδα στο Λεκανοπέδιο Αττικής και μία Ελλάδα εκτός Αττικής, όπου πηγαίνει καλύτερα η ΝΔ. Είναι αλήθεια πως όλες οι πανελλαδικές δημοσκοπήσεις από τον Σεπτέμβριο και μετά διαπιστώνουν ότι υπάρχει μια απόκλιση. Η οποία πάντως παραμένει μικρή και δεν αλλοιώνει ούτε διαφοροποιεί τη γενική εικόνα.


«Το Βήμα», για παράδειγμα, πληροφορείται ότι οι πανελλαδικές δημοσκοπήσεις που βρίσκονται υπό εκτέλεση μπορεί να παρουσιάζουν μικρές αυξομειώσεις ως προς τους επί μέρους αριθμούς, αλλά πιστοποιούν και αυτές την ίδια γενική εικόνα. Ετσι η πολιτική ανάγνωση των δημοσκοπήσεων δεν μεταβάλλεται ακόμη και αν δεχθούμε ότι η Ελλάδα ούτε σκέπτεται ούτε ψηφίζει ενιαία. Κάτι άλλωστε που συνέβαινε ανέκαθεν…


1. Πρόβλημα «Καραμανλής» ή θωρηκτό «Σημίτης»;


Περισσότερο και από τις δημοσκοπήσεις, ένας άλλος αριθμός ανησύχησε αυτήν την εβδομάδα την οδό Ρηγίλλης: η τηλεθέαση της τηλεοπτικής συνέντευξης του Καραμανλή! Κινήθηκε στα χαμηλότερα όρια των τηλεοπτικών συνεντεύξεων παντός είδους. Και ταυτοχρόνως θέτει προς τη ΝΔ το κρίσιμο ερώτημα: πουλάει ή δεν πουλάει ο Καραμανλής;


Το ζήτημα δεν είναι καθόλου απλό. Στο πρόσωπο του Καραμανλή είχε οικοδομήσει η ΝΔ όλη τη στρατηγική της για την ανάκτηση της εξουσίας. Και ξαφνικά, τρεις μήνες πριν από τις εκλογές, διαπιστώνει ότι ο σημερινός αρχηγός της αποδεικνύεται χειρότερο εκλογικό άλογο από τον Κ. Μητσοτάκη του 1993 ή τον Μ. Εβερτ του 1996.


Ακόμη και αν δεχθούμε ότι μια σύγκριση με τους αριθμούς και τα πρόσωπα του 1993 είναι παρακινδυνευμένη, το 1996 δεν είναι τόσο μακρινό και άλλωστε το μέτρο σύγκρισης, ο Κ. Σημίτης, δεν έχει αλλάξει. Αυτήν τη στιγμή και σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας ο Κ. Καραμανλής βρίσκεται σε πολύ χειρότερη μοίρα έναντι του Κ. Σημίτη απ’ ό,τι βρισκόταν ο Μ. Εβερτ τρεις μήνες προ των εκλογών. Αλλά η αλλαγή αρχηγού στη ΝΔ αυτήν ακριβώς τη σκοπιμότητα εξυπηρετούσε: να βρεθεί ο αποτελεσματικός «αντι-Σημίτης»…


Δύο παραδείγματα: Σύμφωνα με την V-PRC στο Λεκανοπέδιο Αττικής, το 43,4% των ερωτηθέντων προτιμά για πρωθυπουργό τον Σημίτη, έναντι 25,8% που προτιμά τον Καραμανλή. Η διαφορά είναι περίπου 18 μονάδες, διαφορά πρωτοφανής για τα ελληνικά πράγματα την τελευταία δεκαετία! Η πανελλαδική έρευνα της Μέτρον δίνει στον Σημίτη 45,5% προτιμήσεις για την πρωθυπουργία, έναντι 31% στον Καραμανλή. Διαφορά 14,5 μονάδες που και αυτή θεωρείται πρωτοφανής.


Σε επίπεδο δημοτικότητας, ο Καραμανλής με 38% καταγράφει τη χαμηλότερη δημοτικότητα αφότου ανέλαβε την αρχηγία της ΝΔ, με εξαίρεση τον Ιανουάριο του 1999 (V-PRC). Την ίδια στιγμή, ο Σημίτης με 43,9% δημοτικότητα συνεχίζει μια σταθερά ανοδική πορεία: τον Ιανουάριο 1999 βρισκόταν στο 24,8% και τον περασμένο Ιούλιο στο 38,5%. Βρίσκεται στην υψηλότερη δημοτικότητα της πρωθυπουργίας του μετά το φθινόπωρο του 1997.


Αδυναμία Καραμανλή ή ισχύς Σημίτη; Εχει πρόβλημα ο Καραμανλής ή μήπως ο Σημίτης δεν βυθίζεται με τίποτα; Είναι προφανές ότι και τα δύο ισχύουν ταυτοχρόνως. Το πρόβλημα όμως που ανακύπτει είναι κολοσσιαίο για τη ΝΔ: την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται χωρίς στρατηγική και χωρίς επιχείρημα. Και οι εκλογές βρίσκονται επί θύραις…


2. Αγροτική ΝΔ ή αστικό ΠαΣοΚ;


Στο ερώτημα «τι κόμμα είναι η ΝΔ» προκύπτει μια εξαιρετικά απλή απάντηση: η ΝΔ είναι το κόμμα των ελλήνων αγροτών! Οι αγρότες είναι η μόνη κοινωνική κατηγορία στην οποία η ΝΔ προηγείται του ΠαΣοΚ και μάλιστα με το συντριπτικό 41,5% έναντι 27,9% (Μέτρον)! Σε όλες τις άλλες κοινωνικές κατηγορίες, το ΠαΣοΚ προηγείται της ΝΔ και μάλιστα στην «ανώτερη τάξη» η υπεροχή του είναι συντριπτική: 44% για το ΠαΣοΚ έναντι 26,2% για τη ΝΔ. Είναι ίσως οι «δύο Ελλάδες» για τις οποίες μιλάει ο κ. Ι. Λούλης.


Ολο και περισσότερο η ΝΔ παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός «δεξιού, λαϊκού κόμματος» του Μεσοπολέμου ή της δεκαετίας του ’50. Αντιθέτως το ΠαΣοΚ του Κ. Σημίτη γίνεται σταθερά πιο «αστικό» από το ΠαΣοΚ του Α. Παπανδρέου και εμφανίζεται να μονοπωλεί πλήρως τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», ίσως με τη μορφή του «Νέου Κέντρου» που υπαινίσσεται παραπλεύρως και ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Κ. Λαλιώτης.


Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Λεκανοπέδιο Αττικής η ΝΔ εμφανίζεται να προηγείται του ΠαΣοΚ μόνο στους ψηφοφόρους άνω των 60 ετών (Opinion). Αντιθέτως στις δυναμικές ηλικίες 31-44 ετών και 45-59 ετών η διαφορά είναι αντιστοίχως 11,2 και 9,9 μονάδες υπέρ του ΠαΣοΚ.


Από όλα τα ευρήματα που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό εν όψει των εκλογών. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο «μεσαίος χώρος» είναι αυτός που προσέφερε την ηγεμονία σε όλες τις εκλογές στην Ελλάδα, από το 1974 ως το 1996.


3. Ο συλλογισμός του νικητή


Η σημαντικότερη μεταβολή στο πολιτικό κλίμα εντοπίζεται στην πρόβλεψη του νικητή. Από τις δημοτικές εκλογές και μετά επικρατούσε η αίσθηση ότι τις εκλογές θα τις κερδίσει η ΝΔ. Τον περασμένο Ιανουάριο, για παράδειγμα, το 42% θεωρούσε ότι νικητής των εκλογών θα είναι η ΝΔ και μόνο το 33,4% προέβλεπε νίκη του ΠαΣοΚ (V-PRC).


Αυτή η εικόνα ανετράπη πλήρως παρά τη νίκη της ΝΔ στις ευρωεκλογές! Σήμερα το 47% προβλέπει νίκη του ΠαΣοΚ και το 23,4% νίκη της ΝΔ. Ενα προς δύο. Η εντύπωση του νικητή είναι το τρίτο σκέλος του πολιτικού συλλογισμού που σημειώσαμε στην αρχή και αποδεικνύει την εσωτερική συνοχή της λογικής των ερωτηθέντων. «Προτιμούν τον Σημίτη, προτιμούν το ΠαΣοΚ, άρα ο Σημίτης και το ΠαΣοΚ θα κερδίσουν».


Προφανώς δεν είναι πρόθεση ψήφου. Ούτε καν στοιχειοθετημένη εκτίμηση… Είναι όμως το συμπέρασμα ενός συλλογισμού.


Και στην πολιτική ζωή πολλά στοιχεία μπορούν να ανατραπούν, αλλά η ανατροπή ενός συλλογισμού είναι πολύ δυσκολότερο.


Σύγχρονη έκφραση κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας





­ Πού αποδίδετε τη βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης,
όπως προκύπτει από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις;


«Τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων απεικονίζουν μια σαφέστατη υπεροχή του ΠαΣοΚ έναντι της ΝΔ, του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Καραμανλή.


Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός πέρασαν από πολλές δοκιμασίες και απέδειξαν ότι διαθέτουν αποσαφηνισμένες πολιτικές και προγραμματικές θέσεις, δεδομένες κοινωνικές ευαισθησίες, όπως επίσης ότι διαθέτουν σε κρίσιμες στιγμές δυνατότητες αποτελεσματικής κινητοποίησης του κράτους.


Ολα αυτά είχαν και έχουν άμεση συνέπεια μια αυξημένη συσπείρωση, μια πρωτόγνωρη συνοχή και μια μεγάλη δυναμική στο ΠαΣοΚ, που προβάλλει και πάλι ως αναγκαία και σύγχρονη έκφραση μιας υπαρκτής κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας».


­ Πόσο σταθερό είναι το προβάδισμα που φαίνεται να παίρνει η κυβερνητική παράταξη;


«Αυτή την περίοδο ­ κυρίως μετά τις ευρωεκλογές ­ το ΠαΣοΚ και ο Κ. Σημίτης εδραιώνουν και πάλι την κυρίαρχη και δεσπόζουσα θέση τους στον κρίσιμο ζωτικό χώρο του Νέου Κέντρου, που εκτείνεται από την Κεντροδεξιά ως την παραδοσιακή Αριστερά.


Αυτή η δεσπόζουσα θέση αποτελεί για το ΠαΣοΚ ένα «κεκτημένο» και μια αναμφισβήτητη δυνατότητα, γιατί μπορεί να σηματοδοτεί, με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα (όπως παλαιά με τον Ανδρέα, έτσι και τώρα με τον Σημίτη), την αμφίπλευρη διεύρυνσή του τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο κυρίως σε επίπεδο λαϊκής βάσης».


­ Πώς εξηγείτε τη στασιμότητα που παρουσιάζουν η ΝΔ και ο κ. Κ. Καραμανλής;


«Η ΝΔ, την ίδια χρονική περίοδο μετά τις ευρωεκλογές, καταγράφεται σταδιακά ως ένα κόμμα συντηρητικό, με θολό, αντιφατικό και ρευστό στίγμα. Ο Κ. Καραμανλής φιλοδοξεί και προβάλλει ως νέος ηγέτης και «εν αναμονή πρωθυπουργός», με μοναδικό ατού τη σκανδαλολογία, τα μεγάλα λόγια χωρίς αλήθεια και τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Εχει αποκαλυφθεί πια ότι ο Κ. Καραμανλής δεν έχει ουσιαστικό, φερέγγυο και συνεκτικό λόγο και δεν πλαισιώνεται από ικανούς και έμπειρους συνεργάτες.


Αρκείται στο να παριστάνει, με μεγαλοστομίες και στομφώδη λόγο, τον αρχηγό και τον κληρονόμο μιας μεγάλης παράταξης.


Επαγγέλλεται το «νέο ξεκίνημα», εκδίδοντας «πιστοποιητικά καθαρότητας» για τους «καθαρούς έλληνες», παραπέμποντας έτσι σε μια εποχή με διαχωρισμούς και με πιστοποιητικά «κοινωνικών φρονημάτων».


Ολα αυτά συνιστούν μια τυχοδιωκτική, παλαιοκομματική και πολωτική πολιτική, που ημέρα με την ημέρα, μετατοπίζει τις ιδεολογικές, πολιτικές και προγραμματικές αναφορές της ΝΔ στον ακροδεξιό και λαϊκίστικο χώρο.


Ετσι συρρικνώνονται η δύναμη, η επιρροή και η απήχηση του κ. Κ. Καραμανλή. Αυτοαναγορεύεται σε εκφραστή μιας θορυβώδους και θολής μειοψηφίας, δίχως προοπτική διακυβέρνησης και εξουσίας».


­ Το δίλημμα «Σημίτης ή Καραμανλής» μπορεί να κρίνει τις εκλογές;


«Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η επόμενη αναμέτρηση (σε όποια στιγμή και αν γίνει μέσα στο 2000) θα έχει διλημματικό χαρακτήρα. Σε τελευταία ανάλυση οι Ελληνες θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε μια κυβέρνηση ΠαΣοΚ ή σε μια κυβέρνηση ΝΔ και κυρίως ανάμεσα στον Κ. Σημίτη ως πρωθυπουργό ή στον Κ. Καραμανλή. Σε αυτό το δίλημμα η υπεροχή του ΠαΣοΚ έναντι της ΝΔ είναι μεγάλη, η δε υπεροχή του Κ. Σημίτη έναντι του Κ. Καραμανλή είναι συντριπτική.


Ο Κ. Σημίτης κρατάει στα χέρια του πολύ γερά χαρτιά, όπως το θετικό και δημιουργικό έργο της περιόδου 1994-2000 και τους διασφαλισμένους πόρους για τη συνοχή και την αλληλεγγύη της κοινωνίας μας την περίοδο 2000-2004. Εχει αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητο πόλο σταθερότητας. Αντίθετα ο Κ. Καραμανλής προβάλλει ως πόλος πολιτικής αστάθειας, κοινωνικής ανασφάλειας και τυχοδιωκτικής πολιτικής».


Σε στάση αναμονής παραμένει το εκλογικό σώμα


­ Τι πολιτική αίσθηση σας δημιουργούν οι δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας;


«Η επιλεκτική σύγκριση των δύο μεγάλων κομμάτων μόνο στο Λεκανοπέδιο, όπου το ΠαΣοΚ παραδοσιακά υπερέχει της ΝΔ (ακόμη και στις πρόσφατες ευρωεκλογές), δεν μπορεί να είναι ασφαλές κριτήριο για την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων. Οι «στρατευμένες αναλύσεις» από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο εντάσσονται στην επιχείρηση αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από την κυβέρνηση για να μεταστρέψει το κλίμα που έχει δημιουργηθεί μετά την ήττα της στις ευρωεκλογές, αλλά και τις ενοχές της στα θέματα διαφθοράς».


­ Συμφωνείτε με την εκτίμηση ότι το ΠαΣοΚ παίρνει ένα προβάδισμα εν όψει των εκλογών;


«Το ποσοστό των αναποφάσιστων παρουσιάζεται ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με το πανελλαδικό. Το 40% του εκλογικού σώματος στο Λεκανοπέδιο δεν έχει αποκρυσταλλωμένη άποψη, περιορίζοντας έτσι κατά πολύ την «αξιοπιστία» της διαφοράς που εμφανίζουν τα δύο κόμματα αλλά και της δημοτικότητας των δύο αρχηγών. Επίσης τεκμηριώνεται η άποψη ότι τελικά το αποτέλεσμα των εκλογών θα κριθεί από τους αναποφάσιστους-αποστασιοποιημένους πολίτες, οι οποίοι εκπροσωπούν το 17%-20% του συνολικού εκλογικού σώματος. Μια απογοήτευση που ασφαλώς είναι το αποτέλεσμα της αποτυχημένης διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ την τελευταία εικοσαετία όπου είχε και την αποκλειστική ευθύνη επίλυσης των προβλημάτων του λαού. Το εκλογικό σώμα λοιπόν ουσιαστικά παραμένει σε στάση αναμονής».


­ Σας ανησυχεί η υπεροχή της εικόνας του Κ. Σημίτη έναντι αυτής του Κ. Καραμανλή;


«Οσον αφορά την πρωθυπουργική εικόνα των δύο αρχηγών η βάση σύγκρισης είναι άνιση και παραπλανητική. Συγκρίνονται ανόμοια μεγέθη. Ο μεν κ. Σημίτης πρωθυπουργεύει εδώ και τέσσερα χρόνια, άρα στον ερωτώμενο η εικόνα του κ. Σημίτη ταυτίζεται αυτονόητα με τον πρωθυπουργό και έτσι εισπράττει, αυτοματοποιημένα σχεδόν, θετική κρίση (πράγμα που αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι ακόμη και ψηφοφόροι των άλλων κομμάτων έτσι τον αξιολογούν). Ο δε κ. Καραμανλής αντίθετα, με το να είναι απλός αρχηγός ενός κόμματος και χωρίς βεβαίως καμία πρωθυπουργική θητεία, προκαλεί μια ουδέτερη στάση στο εκλογικό σώμα. Η σωστή σύγκριση είναι αυτή των δημοτικοτήτων. Ενα τρανταχτό παράδειγμα: Κατά την επίσκεψη Κλίντον με τις συνεχείς συναντήσεις τους ο κ. Σημίτης ενίσχυσε την πρωθυπουργική του εικόνα. Ενώ τον κ. Καραμανλή κανένας δεν τον είδε να συνομιλεί με τον πλανητάρχη, αφού απουσίαζαν οι κάμερες!».


­ Πώς εξηγείτε την άνοδο της δημοτικότητας του Κ. Σημίτη;


«Η δημοτικότητα των αρχηγών των δύο κομμάτων κυμαίνεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με αυτά των δημοσκοπήσεων του Σεπτεμβρίου, χωρίς να έχει γίνει καμιά θεαματική αλλαγή, παρ’ όλο που ο κ. Σημίτης έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια για να βελτιώσει το ηγετικό (και κυρίως το κοινωνικό) προφίλ του. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα αστικά στρώματα με την καταλυτική επιρροή των ΜΜΕ, που ελέγχονται από την κυβέρνηση, είναι πλεονεκτικό πεδίο για τον κ. Σημίτη, αντίθετα με την επαρχία ­ η οποία όμως δεν μετρήθηκε σε αυτές τις δημοσκοπήσεις ­ που δίνει ένα σαφέστατο προβάδισμα στον κ. Καραμανλή.


Ακόμη όμως και εδώ στο Λεκανοπέδιο μόνο ένα ποσοστό της τάξεως του 23% αξιολογεί ως θετικό το έργο του κ. Σημίτη και της κυβέρνησής του, δηλαδή μόνο δύο στους 10 Αθηναίους τον εμπιστεύονται».


Η Αριστερά πρέπει να αποσαφηνίσει τη δική της φυσιογνωμία





­ Τι πολιτική αίσθηση σας δημιουργούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας; Πώς εξηγείται η βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης;


«Η κυβέρνηση πιστώνεται με την καλή εικόνα μιας σοβαρής διαχείρισης, κυρίως της οικονομίας, με κριτήρια τη διαφαινόμενη επιτυχή ένταξη στην ΟΝΕ και την άνοδο του Χρηματιστηρίου. Πιστώνεται επίσης εξ αντανακλάσεως την αδυναμία της αντιπολίτευσης. Η ΝΔ εμφανίζεται χωρίς διακριτό πολιτικό στίγμα, με συγκεχυμένη στρατηγική και ελλείψεις στελεχικού δυναμικού. Ο χώρος στα «αριστερά» του ΠαΣοΚ είναι πολυδιασπασμένος και το προβάδισμα έχουν δυνάμεις που ιδεολογικά έχουν οπισθοχωρήσει, που δεν μπορούν να αρθρώσουν σύγχρονο και θετικό πολιτικό λόγο».


­ Πώς ερμηνεύετε τη μεγάλη υπεροχή του Κ. Σημίτη έναντι του Κ. Καραμανλή;


«Το πολιτικό προφίλ του Κώστα Σημίτη, όπως εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις, έχει γερά ερείσματα στον κεντρώο χώρο με απήχηση δεξιά και αριστερά. Αντίθετα, ο Κώστας Καραμανλής κινείται αποκλειστικά στον κεντροδεξιό ως δεξιό χώρο. Αυτή η ανάλυση του προφίλ της πολιτικής παρουσίας που έχουν οι δύο αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων σημαίνει πολλά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου το πλειοψηφούν ρεύμα είναι το κεντρώο – κεντροαριστερό».


­ Πού αποδίδετε την κάμψη της Αριστεράς;


«Δεν διαβάζω στις δημοσκοπήσεις κάμψη της Αριστεράς. Η εκτίμηση εξαρτάται βεβαίως από το πώς εννοεί κανείς την Αριστερά. Ποια κόμματα θεωρούμε ότι την εκφράζουν;


Ο Συνασπισμός όντως παρουσιάζει μια κάμψη. Η κάμψη αυτή οφείλεται, πιστεύω, στον κακό εαυτό του που αναδείχθηκε τον τελευταίο καιρό. Θεωρώ ότι είναι αναστρέψιμη. Χρειάζεται όμως αποσαφήνιση της δικής του φυσιογνωμίας ως ρεύματος ανανεωτικού, ευρωπαϊκού, ριζοσπαστικού, χωρίς ετεροκαθορισμούς προς το ΠαΣοΚ ή το ΚΚΕ. Χρειάζεται επίσης αποφυγή της εσωστρέφειας και των τριβών και συσπείρωση των στελεχών και των δυνάμεών του που θα επιφέρει τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας του».