Τα εμβάσματα από τη Βενεζουέλα, η παρέα στη Βουλγαρία και ο «σύνδεσμος» στην Ελλάδα
Ερευνα για μεταφορά εκατομμυρίων ευρώ από την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία PDVSA σε βουλγαρική τράπεζα και ένα πολυδαίδαλο πλέγμα προσώπων και εταιρειών με εμπλοκή και ενός Ελληνα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τα τελευταία χρόνια περίπου 30 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν κάνει φτερά από τα ταμεία της PDVSA, της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας της Βενεζουέλας, σύμφωνα με την αντιπολίτευση Γκουαϊδό.
Πριν από λίγες ημέρες, ενώ η δήλωση στήριξης ΣΥΡΙΖΑ στον πρόεδρο Μαδούρο είχε ήδη κεντρίσει αρνητικά σχόλια στον διεθνή Τύπο, διαμηνύθηκε ότι με την ανατροπή του καθεστώτος θα ελεγχθούν διεξοδικά και οι ενδεχόμενες ροές χρήματος προς φίλα προσκείμενες παρατάξεις και οργανώσεις.
Στις 13 Φεβρουαρίου οι βουλγαρικές αρχές, έπειτα από υποδείξεις των ΗΠΑ, ανακοίνωσαν ότι παγώνουν τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους πραγματοποιήθηκαν «ύποπτες» μεταβιβάσεις «εκατομμυρίων ευρώ» από την PDVSA. Δημοσιογραφική έρευνα εντόπισε πίσω από τους λογαριασμούς έναν βούλγαρο δικηγόρο με διασυνδέσεις από το Ομάν και τη Ρωσία μέχρι την Ελβετία και τη Ζιμπάμπουε.
«Το Βήμα» αποκαλύπτει τον ελληνικό κρίκο στην αλυσίδα των προσώπων και των εταιρειών γύρω από την υπόθεση που ερευνάται αυτή την περίοδο στη Βουλγαρία.
Μπλόκαραν χρήματα
στη Βουλγαρία
Την προηγούμενη εβδομάδα βούλγαροι αξιωματούχοι μπλόκαραν, στο πλαίσιο έρευνας για ξέπλυμα χρήματος, τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους πέρασαν «εκατομμύρια ευρώ» προερχόμενα από την εθνική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, την PDVSA.
Η πληροφόρηση για τις ροές χρήματος έφτασε στις βουλγαρικές αρχές από τις υπηρεσίες Οικονομικών Ερευνών (Financial Intelligence Unit) των ΗΠΑ, ενώ πραγματοποιήθηκε και συνάντηση του αμερικανού πρεσβευτή στη Σόφια Ερικ Ρούμπιν με τον βούλγαρο πρωθυπουργό Μπόικο Μπορίσοφ και τον γενικό εισαγγελέα Σοτίρ Τσατσάροφ.
Μετά το τέλος της συνάντησης ακολούθησαν δηλώσεις του αμερικανού πρεσβευτή Ερικ Ρούμπιν στον Τύπο για την «κρίσιμη ανάγκη να σταματήσουμε την παράνομη μεταφορά κεφαλαίων για να υποστηρίξουμε τις παράνομες αρχές στη Βενεζουέλα», ενώ ο γενικός εισαγγελέας ανέφερε ότι μέρος των χρημάτων έχουν ήδη μεταφερθεί εκτός Βουλγαρίας και ότι οι μεταφορές έγιναν με αιτιολογίες όπως τη χρηματοδότηση μιας αθλητικής ομοσπονδίας στη Βενεζουέλα, αγορών τροφίμων και άλλων δραστηριοτήτων που «προφανώς δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα».
Στα τέλη Ιανουαρίου η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε κυρώσεις κατά της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Βενεζουέλας, επιδιώκοντας να κόψει τη βασική πηγή εσόδων στο καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο, εν μέσω της βαθιάς πολιτικής κρίσης που έχει ξεσπάσει την τελευταία περίοδο με την άνοδο του Χουάν Γκουαϊδό και την αναγνώρισή του από την πλειοψηφία των δυτικών κυβερνήσεων ως προσωρινού προέδρου μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η Ρωσία αντέδρασε άμεσα στις κυρώσεις, χαρακτηρίζοντάς τες παράνομες.
30 δισ. δολάρια
έκαναν φτερά
Η PDVSA, για γενιές και γενιές αποτελούσε τον πυλώνα της οικονομίας της Βενεζουέλας, η οποία έχει από τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα στον κόσμο, και χρηματοδότησε πολλά από τα προγράμματα του Νικολάς Μαδούρο και του προκατόχου του Ούγκο Τσάβες.
Ομως, τα τελευταία πέντε χρόνια, επί καθεστώτος Μαδούρο, η παραγωγή αργού πετρελαίου της χώρας έχει μειωθεί περίπου στο μισό, η τιμή του πετρελαίου έχει πέσει, και έτσι η εθνική οικονομία της Βενεζουέλας έχει δεχθεί διπλό χτύπημα.
Ταυτόχρονα, η PDVSA πλήττεται από κρούσματα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης, με την αντιπολίτευση να υποστηρίζει ότι το ξέπλυμα χρήματος μέσω της εταιρείας είναι συνήθης τακτική και ότι οι υπεξαιρέσεις από τα ταμεία τα τελευταία χρόνια φτάνουν έως και τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πρόσφατα εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης διαμήνυσαν σε κάθε μήκος κύματος ότι με την αλλαγή του καθεστώτος θα ερευνηθούν διεξοδικά και οι ενδεχόμενες χρηματοδοτήσεις/ροές χρήματος προς παρατάξεις φίλα προσκείμενες στο καθεστώς Μαδούρο, σε ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Αυτό το μήνυμα εκπέμφθηκε λίγο καιρό μετά τη δήλωση στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ στον πρόεδρο Μαδούρο στα τέλη Ιανουαρίου.
Λίγους μήνες πριν τοπικά μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν και με το ταξίδι του Νίκου Παππά και του Αρτέμη Αρτεμίου – του κύπριου δικηγόρου πίσω από offshore εταιρείες των Panama Papers – στη Βενεζουέλα το καλοκαίρι του 2013, καθώς και με τις σχέσεις τους με παράγοντες/επιχειρηματίες κοντά στο καθεστώς.
Στις δηλώσεις τους στον Τύπο την προηγούμενη εβδομάδα οι Ρούμπιν και Τσατσάροφ δεν ανέφεραν με ακρίβεια τα ποσά που μεταφέρθηκαν από την PDVSA – περιορίστηκαν σε ένα γενικόλογο «εκατομμύρια ευρώ». Ούτε κατονόμασαν τη βουλγαρική τράπεζα, ο μόνος χαρακτηρισμός που δόθηκε ήταν για το μέγεθός της, ότι ήταν «μικρή». Οσο για τα πρόσωπα πίσω από τους λογαριασμούς στους οποίους μεταβιβάστηκαν τα χρήματα, οι πληροφορίες διαδόθηκαν με το σταγονόμετρο: τα αρχικά «Τσ. Τσ.», βούλγαρος υπήκοος ο οποίος δεν βρισκόταν στη χώρα.
Ο Βούλγαρος, ο σεΐχης και
οι ελληνικές προεκτάσεις
Ερευνα του βουλγαρικού μέσου ενημέρωσης Bivol, το οποίο είναι μέλος του OCCRP, της δημοσιογραφικής ένωσης για θέματα διαφθοράς και οργανωμένου εγκλήματος, χρησιμοποιώντας πηγές στη Βουλγαρία και στο εξωτερικό κατονόμασε την Investbank ως την εμπλεκόμενη τράπεζα στην υπόθεση της PDVSA και τον Τσβέταν Τσάνεφ ως το πρόσωπο πίσω από τους επίμαχους λογαριασμούς. Ο Τσάνεφ φέρεται να συνδέεται με ένα πολυδαίδαλο πλέγμα προσώπων και εταιρειών στο Ομάν, στη Ρωσία, στην Ελβετία και σε αφρικανικές χώρες.
Στοιχεία από την ευρύτερη δημοσιογραφική έρευνα έλαβε και «Το Βήμα». Και, όπως φαίνεται, ο κύκλος των προσώπων γύρω από τους εμπλεκομένους στην υπόθεση έχει και ελληνικές προεκτάσεις.
Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι ένας από τους μεγαλομετόχους της Investbank, o σεΐχης Σαΐντ αλ Σανφάρι, συνδεόταν με τον Τσάνεφ μέσω σειράς εταιρειών και ατόμων. Για παράδειγμα, η εκπρόσωπός του Σανφάρι στο ΔΣ της Investbank εκπροσωπούσε επίσης συμφέροντά της οικογένειας Τσάνεφ σε άλλες επιχειρήσεις.
Ενα από τα ενδιαφέροντα ευρήματα της δημοσιογραφικής έρευνας ήταν οι συνδέσεις που βρέθηκαν με την Bulgargeomin, το διάδοχο σχήμα της πρώην κρατικής εξορυκτικής εταιρείας που ανάμεσα σε άλλα έχει δραστηριότητα στον πετρελαϊκό τομέα. Σε αυτή την εταιρεία, στην οποία διατηρεί συμφέροντα ο Σανφάρι, εντοπίστηκε ένα ακόμη πρόσωπο ενδιαφέροντος, ο Ασεν Καβντάνσκι.
Ο τελευταίος εμφανίζεται ως μάνατζερ εταιρειών του Σανφάρι και της οικογένειας Τσάνεφ. Το όνομα του Καβντάνσκι εντοπίστηκε επίσης σε μια μήνυση που έχει υποβληθεί από ελληνίδα συμβολαιογράφο για υπόθεση πλαστογραφίας που αφορά συμβόλαιο υποθήκης ενός πετρελαιοφόρου, του «BADR», του οποίου πρόσφατη κατάσχεση προκάλεσε μίνι διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Λιβύης και Βουλγαρίας. Η εν λόγω μήνυση δεν στρεφόταν κατά του Καβντάνσκι, αλλά κατά έλληνα συνεργάτη του, φερόμενου ως εκπροσώπου της Bulgargeomin, με τα αρχικά Γ. Λ., και κατά παντός υπευθύνου.
Η συμβολαιογράφος και
η υποθήκευση τάνκερ
Οπως υποστηρίζει η συμβολαιογράφος, τον Αύγουστο του 2017 ο Γ. Λ. την προσέγγισε και της είπε ότι εκπροσωπεί την Bulgargeomin, στην οποία έχει χρέος ύψους 9 εκατομμυρίων ευρώ μια λυβική εταιρεία, η Libyan Navigator, που είναι η πλοιοκτήτρια του «BADR», και ότι είχε συμφωνηθεί να υποθηκευτεί το τάνκερ για αυτό το χρέος.
Η συμβολαιογράφος αναφέρει στη μήνυσή της ότι του ζήτησε όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα, καθώς και τα ονόματα αυτών που θα παραστούν από τη λιβυκή εταιρεία Libyan Navigator και τη βουλγαρική Boulgargeomin για να υπογράψουν την υποθήκη. Αυτός που θα υπέγραφε από τη βουλγαρική, όπως της ανέφερε ο Γ. Λ., θα ήταν ο Ασεν Καβντάνσκι.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ενώ είχε κανονιστεί ραντεβού με όλους στο συμβολαιογραφικό γραφείο, ο Γ. Λ. ζήτησε από τη συμβολαιογράφο ένα σχέδιο εξουσιοδότησης το οποίο θα έπρεπε να παραδοθεί στο Πρωτοδικείο μαζί με την υποθήκη ώστε να επικυρωθεί με τη σφραγίδα της Χάγης. Στην καφετέρια κάτω από το συμβολαιογραφικό γραφείο βρισκόταν ο Καβντάνσκι που υποτίθεται ότι ήταν έτοιμος να υπογράψει, ωστόσο, επειδή ο εκπρόσωπος της λιβυκής εταιρείας δεν εμφανίστηκε, το συμβόλαιο της υποθήκης δεν υπογράφηκε.
Το σχέδιο εξουσιοδότησης που έδωσε στον Γ. Λ. δεν είχε, όπως αναφέρει η συμβολαιογράφος, ούτε αριθμό συμβολαίου υποθήκης ούτε την υπηρεσιακή της σφραγίδα.
Οπως υποστηρίζει η συμβολαιογράφος, ο Γ. Λ. της ζήτησε και το υποθηκευτικό συμβόλαιο που είχε προετοιμάσει, έτσι ώστε να το διαβάσει η διερμηνέας που θα το μετέφραζε στον εκπρόσωπο της λιβυκής εταιρείας. Η συμβολαιογράφος του το έδωσε, χωρίς αυτό να φέρει ημερομηνία, την υπηρεσιακή της σφραγίδα και την υπογραφή της.
Το επίμαχο συμβόλαιο
και η πλαστογραφία
Δύο ώρες μετά ο Γ. Λ. επέστρεψε στο συμβολαιογραφείο και της είπε ότι ο Λίβυος τελικά έχασε την πτήση του. Οταν του ζήτησε το συμβόλαιο της υποθήκης, της είπε ότι επειδή κρατούσαν σημειώσεις πάνω του θεώρησαν ότι το αχρήστευσαν και έτσι, το έσκισαν και το πέταξαν.
Δέκα ημέρες μετά της ζήτησε να του συντάξει ένα πληρεξούσιο, όπως και έκανε, με την επαγγελματική και υπηρεσιακή της σφραγίδα, καθώς και την υπογραφή της. Σύμφωνα με τη συμβολαιογράφο, ο Γ. Λ. της είπε τελικά ότι το συμβόλαιο της υποθήκης ματαιώθηκε.
Ωστόσο, στα τέλη Νοεμβρίου 2017 η συμβολαιογράφος δέχθηκε κλήση από δικηγόρο του Πειραιά ο οποίος της ανέφερε ότι υπάρχει ένα υποθηκευτικό συμβόλαιο για το «BADR», το οποίο φέρει την υπογραφή της και τις σφραγίδες της. Ο αριθμός δε που εμφανιζόταν στο επίμαχο συμβόλαιο αντιστοιχούσε, σύμφωνα με τις καταγραφές του βιβλίου της συμβολαιογράφου, σε άλλο συμβόλαιο που είχε συντάξει για την πώληση ταξί!
Η συμβολαιογράφος κινήθηκε νομικά για τη φερόμενη υπόθεση πλαστογράφησης. Ωστόσο, το συμβόλαιο είχε ήδη περάσει από το Πρωτοδικείο όπου είχε επικυρωθεί με τη σφραγίδα της Χάγης, ώστε να χρησιμοποιηθεί στο εξωτερικό. Οπως και έγινε: η εν λόγω υποθήκη παρουσιάστηκε στο Μπουργκάς και έτσι πραγματοποιήθηκε η προσωρινή κατάσχεση του πλοίου «BADR», αρχικά τον Νοέμβριο του 2017, η οποία άρθηκε με σχετική απόφαση δικαστηρίου στη Βουλγαρία για τυπικούς λόγους.
Λίγο καιρό αργότερα η συμβολαιογράφος ζήτησε να διεξαχθεί γραφολογική εξέταση του αντιγράφου του συμβολαίου που της είχε προσκομίσει ο δικηγόρος από τον Πειραιά. Στα αποτελέσματα που εκδόθηκαν από γραφολόγο φαίνεται ότι έχουν πλαστογραφηθεί η υπογραφή και οι σφραγίδες της.
Η κατάσχεση του πλοίου και
η διπλωματική ένταση
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ: αν και η μήνυση της συμβολαιογράφου προχώρησε τον Ιούλιο του 2018 στον τακτικό ανακριτή, πέντε μήνες μετά, στα τέλη Δεκεμβρίου 2018, τα ίδια έγγραφα τα οποία φέρεται να είναι πλαστά, χρησιμοποιήθηκαν ξανά για την κατάσχεση του «BADR» στο Μπουργκάς, προκαλώντας διπλωματική ένταση ανάμεσα στη Λιβύη και στη Βουλγαρία. Στην τελευταία κατάσχεση του «BADR» καταγγέλθηκαν από το πλήρωμά του «μέθοδοι πειρατών» και ξυλοδαρμός.
Στις 14 Φεβρουαρίου, μία ημέρα μετά τις δηλώσεις του αμερικανού πρεσβευτή στη Σόφια και του γενικού εισαγγελέα της Βουλγαρίας για τα «εκατομμύρια ευρώ» που προέρχονταν από την PDVSA, και ενώ ήδη είχε δημοσιευθεί το όνομα της τράπεζας, η Investbank αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε εμπλακεί σε παράνομες πράξεις με μεταφορές χρημάτων από τη Βενεζουέλα. Η τράπεζα ανέφερε ότι όλες οι μεταφορές είχαν περάσει από τρίτες τράπεζες και ότι είχαν εξεταστεί σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Σύμφωνα με το Reuters, οι εισαγγελείς στη Βουλγαρία προς το παρόν συλλέγουν στοιχεία με σκοπό να κρίνουν εάν θα ασκηθούν διώξεις, ενώ ο γενικός εισαγγελέας Τσατσάροφ δήλωσε ότι η ίδια η τράπεζα δεν θεωρείται ύποπτη.
Σημειώνεται ότι την ημέρα των δηλώσεων του Τσατσάροφ και της ανακοίνωσης της Investbank δεν είχε δημοσιευθεί η χαρτογράφηση των συνδέσεων του μετόχου της τράπεζας με τον Τσάνεφ, τον φερόμενο ως διαχειριστή του επίμαχου τραπεζικού λογαριασμού, μέσω του Καβντάνσκι και άλλων, ούτε είχαν αποτυπωθεί οι συσχετισμοί των συνδετικών προσώπων-κρίκων με την κατάσχεση του «BADR».

