Στην ισχυρή ανάκαμψη ποντάρουν οι αγορές
Ο πληθωρισμός τρομάζει τους επενδυτές – Στις τοπ αποδόσεις παγκοσμίως οι ελληνικές μετοχές το τελευταίο εξάμηνο

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Με τις αγορές και τους επενδυτές να ποντάρουν στο τέλος της ύφεσης και στην επερχόμενη ανάκαμψη, τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία σημείωσαν ράλι, με τις μετοχές, ιδίως μετά την έλευση των εμβολίων, να βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά (με το ΧΑ να βρίσκεται μάλιστα στην κορυφή των αποδόσεων το τελευταίο 6μηνο) και τις τιμές του πετρελαίου και των βιομηχανικών μετάλλων, όπως του χαλκού ή του αλουμινίου που καθορίζουν και τις τάσεις, να διακινούνται υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Η αναζωπύρωση όμως των φόβων για τον πληθωρισμό (στις ΗΠΑ σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο εδώ και 12 χρόνια τον Απρίλιο) παράλληλα με τις προσδοκίες για ταχύτερη ανάκαμψη των οικονομιών οδήγησε υψηλότερα τις αποδόσεις των ομολόγων, αυξάνοντας τους φόβους ότι η άνοδος των επιτοκίων ενδεχομένως να έρθει νωρίτερα του αναμενομένου, με τη Fed να μην αποκλείεται να επισπεύσει την έναρξη απόσυρσης των μέτρων επεκτατικής νομισματικής πολιτικής.
Κέρδη 60% για τις ελληνικές μετοχές
Οι αγορές δείχνουν εξάλλου να βρίσκονται σήμερα σε ένα μεταίχμιο, καθώς μετά την ταχύτερη πτώση τους ιστορικά κατά 34% σε μόλις 24 συνεδριάσεις με την έλευση της πανδημίας, από τα μέσα Μαρτίου του 2020 ανέκαμψαν, ενώ το ράλι των τιμών που επιταχύνθηκε μετά την έλευση των εμβολίων να έχει οδηγήσει τους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες με κέρδη άνω του 80% σε νέα ιστορικά υψηλά.
Να σημειωθεί πως κέρδη 60% σημειώνουν το τελευταίο 6μηνο και οι ελληνικές μετοχές που βρέθηκαν το ίδιο διάστημα στην κορυφή των αποδόσεων παγκοσμίως μαζί με τις μετοχές της Αυστρίας, καθώς τα εμβολιαστικά προγράμματα και οι προσδοκίες για την ανάπτυξη επιταχύνθηκαν.
Στο πλαίσιο αυτό, αρκετοί αναλυτές ανέμεναν τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς πως μια διόρθωση των τιμών κατά 5%-10% κάποια στιγμή δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Συνολικά ωστόσο, κορυφαίοι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για ένα «παροδικό σοκ» πληθωρισμού, με τις τιμές να ισορροπούν τους ερχόμενους μήνες, με την PIMCO να εκτιμά χαρακτηριστικά ότι ο πληθωρισμός θα εξομαλυνθεί έως το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, ενώ η Fed θα παραμείνει υπομονετική παρακολουθώντας τις εξελίξεις.
Ισχυρή στήριξη της οικονομίας
Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν κανένα συμφέρον εξάλλου από μια υπερβολικά ταχεία και δριμεία επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης. Οι κυκλικοί παράγοντες υποδεικνύουν τη συνέχιση ανοδικής τάσης στις καμπύλες απόδοσης των κρατικών ομολόγων στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη, με τα περιφερειακά κρατικά ομόλογα όπως τα ελληνικά να υποστηρίζονται από τις μαζικές αγορές της ΕΚΤ και από τα πρώτα βήματα προς μια κοινή δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη, όπως είναι π.χ. το Ταμείο Ανάκαμψης.
Την ισχυρότερη στήριξη της οικονομίας της στον κόσμο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, που θα φθάσει συνολικά το 32,1% του ΑΕΠ της, έχει μάλιστα η Ελλάδα, αν ληφθούν υπόψη τόσο οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις όσο και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ING, η οποία «βλέπει» πως το τέλος της ύφεσης στην ευρωζώνη έχει πλέον επέλθει και πως μετά από μια τεχνική ύφεση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ όπως και η ελληνική θα ανακάμψουν σημαντικά κατά τα επόμενα τρίμηνα.
Με το σταδιακό άνοιγμα των περισσότερων οικονομιών της ευρωζώνης από τα μέσα Μαΐου, πέρα από τις καλύτερες προσδοκίες για τα ταξίδια και τον τουρισμό που ενδιαφέρει την Ελλάδα (η HSBC προβλέπει πως ο τουρισμός θα ενισχύσει κατά ένα επιπλέον 2% το ελληνικό ΑΕΠ το 2021 και κατά ένα επιπλέον 4% το 2022), ένα μέρος των συσσωρευμένων εξαιτίας των lockdowns αποταμιεύσεων προβλέπεται πως θα κατευθυνθεί προς την κατανάλωση, κάτι που μπορούσε να αποτελέσει και την κινητήριο δύναμη της ανάκαμψης.
Δεν θα επεκταθεί το «QE πανδημίας»
Για την ING, η πρώτη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ δεν αναμένεται πάντως πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2023, ενώ όπως εκτιμά, η ΕΚΤ δεν θα επεκτείνει το «QE πανδημίας», στο οποίο συμμετέχουν και τα ελληνικά ομόλογα, και θα συνεχίσει τις αγορές ομολόγων από «παραδοσιακό» πρόγραμμα αγοράς τίτλων (APP) στο οποίο ωστόσο δεν μπορεί να συμμετάσχει (τουλάχιστον με βάση τις σημερινές ρυθμίσεις) η Ελλάδα, καθώς δεν διαθέτει την περίφημη «επενδυτική βαθμίδα», την οποία αναμένεται να αποκτήσει προς το τέλος του 2022 ή στις αρχές του 2023 .
Να σημειωθεί πως πρόθεση του ΟΔΔΗΧ είναι να εκμεταλλευθεί τα χαμηλά επιτόκια μέσω και της στήριξης της ΕΚΤ, για να αντλήσει ενδεχομένως και μεγαλύτερο ποσό από τα 12-14 δισ. ευρώ που υπολογίζονται για το 2021. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της JP Morgan εξάλλου, η ΕΚΤ θα μπορούσε δυνητικά να αγοράσει συνολικά το 2021 ελληνικά ομόλογα ως 18 δισ. ευρώ. Στα επόμενα χρόνια, με την απόκτηση και της επενδυτικής βαθμίδας ο ΟΔΔΗΧ θα μπορούσε να πάει σε αποπληρωμές χρέους, ενώ παράλληλα με την αναμενόμενη ενίσχυση του ΑΕΠ πάνω από τα 200 δισ. ευρώ ο λόγος του Χρέους προς ΑΕΠ θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα προς την περιοχή του 160% του ΑΕΠ.
Πόσο κοντά είναι η αύξηση των επιτοκίων
Οπως φάνηκε και από μια πρόσφατη αναφορά της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να αυξηθούν τα επιτόκια προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος υπερθέρμανσης της οικονομίας, αν και στη συνέχεια τόνισε πως δεν αναμένει ούτε προτείνει αύξηση των επιτοκίων, οι αγορές θα παραμείνουν ευάλωτες στις προσδοκίες ανόδου των επιτοκίων, την ώρα που η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ προειδοποίησε ότι η άνοδος των τιμών των περιουσιακών στοιχείων στα χρηματιστήρια και αλλού δημιουργεί αυξανόμενες απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Με την έλευση της άνοιξης, οι ενδείξεις για επιτάχυνση της δυναμικής της παγκόσμιας οικονομίας είναι σαφείς, εκτιμά η Ann-Katrin Petersen, αναλύτρια επενδυτικών στρατηγικών της Allianz Global Investors, σημειώνοντας πως το κατά πόσον ο πληθωρισμός θα ξυπνήσει αποτελεί φλέγον θέμα για τους επενδυτές, αφού θα μπορούσε να αναγκάσει τους κεντρικούς τραπεζίτες να βάλουν ένα ανέλπιστα πρόωρο τέλος στην υπέρμετρα χαλαρή νομισματική πολιτική τους. Οι εντεινόμενες συζητήσεις σχετικά με τον τερματισμό των αγορών ομολόγων από τη Fed είναι πιθανόν να ασκήσουν επανειλημμένως πίεση στην αγορά ομολόγων τους επόμενους μήνες.
Πρέπει ωστόσο, όπως αναφέρει, να προσέξουμε το εξής: βραχυπρόθεσμα, οι προσωρινοί ειδικοί παράγοντες είναι εκείνοι που, ως επί το πλείστον, υποδεικνύουν αισθητή αύξηση των ποσοστών του πληθωρισμού για τους επόμενους μήνες. Αυτοί περιλαμβάνουν σημαντικά αποτελέσματα βάσης (σε σύγκριση με το οικονομικό κατρακύλισμα του προηγούμενου έτους), αυξανόμενες τιμές προϊόντων, αξιοσημείωτα φαινόμενα αναπλήρωσης στην ιδιωτική κατανάλωση και ενδεχόμενη συμφόρηση στον κλάδο παροχής υπηρεσιών, μετά τη χαλάρωση των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης και των περιορισμών στις επαφές. Στο παρελθόν, οι κεντρικές τράπεζες προσέβλεπαν πέρα από τις πρόσκαιρες αυξήσεις του πληθωρισμού.
Είναι ωστόσο αβέβαιο μέχρι στιγμής εάν η εφετινή τάση αναθέρμανσης θα διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, η Fed αναμένει ότι το ποσοστό πληθωρισμού που προτιμά θα επανέλθει στο 2% το 2022, ενώ δεν σχεδιάζει καμία αύξηση των επιτοκίων πριν από το 2023. Στην ευρωζώνη, ο πληθωρισμός πιθανόν να παραμείνει και πάλι τον επόμενο χρόνο σε επίπεδο αισθητά χαμηλότερο από την τιμή της ΕΚΤ, ενώ προς το παρόν δεν διαφαίνεται κάποια σύντομη μεταστροφή στη νομισματική πολιτική, με τα επιτόκια να μην αναμένεται να αυξηθούν πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές πάντως θα συνεχίσουν τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα να βρίσκονται σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και στους εντεινόμενους φόβους για σταδιακό περιορισμό της στήριξης της νομισματικής πολιτικής.

