Αποθαρρύνει ο φόβος αντιποίνων τους δυνητικούς πληροφοριοδότες από την αναφορά των ανησυχιών τους;  Ξεκάθαρα είναι ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται πολλή σκέψη.

Καθώς η διαβούλευση του νομοσχέδιου για την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας  2019/1937 για τους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος ολοκληρώθηκε, υπάρχει η κοινή αντίληψη ότι η μεταφορά του περιεχομένου της οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη είναι ante portas.

Ως απόρροια, ο νέος νόμος θα συνεισφέρει σημαντικά στην προστασία των whistleblowers, όπως είναι ο αγγλοσαξονικός όρος, καθώς θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σημαντικές προβλέψεις για την προστασία τόσο των εργαζομένων όσο και των προσώπων που δεν έχουν σχέση εργασίας με τον εκάστοτε φορέα, για την υποβολή αναφορών «καλή τη πίστει» σχετικά με αθέμιτες πρακτικές/συμπεριφορές, όπως οι περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης των εργαζομένων.

Η επικείμενη νομοθεσία είναι δομικής σημασίας σε ένα οικοσύστημα καλής εταιρικής διακυβέρνησης. Η σωστή και εύρυθμη λειτουργία των διαύλων αναφορών για τη λήψη καταγγελιών ίσως είναι από τα πρώτα βήματα που χρειάζεται ένας οργανισμός να αξιολογήσει μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Μπορούν αυτοί οι δίαυλοι να υποστηρίξουν τη λήψη και τη διαχείριση ανώνυμων αναφορών; Καθίστανται τα στοιχεία των πληροφοριοδοτών εμπιστευτικά και προστατευόμενα; Μήπως αποτελεί ένα τυπικό άχρωμο μέτρο που οι εργαζόμενοι δεν νιώθουν άνετα να χρησιμοποιούν; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που απασχολούν τις εταιρείες που έχουν προγραμματίσει τέτοιες δράσεις.

Η εμπειρία μας στην Deloitte, από σειρά υλοποιήσεων προγραμμάτων whistleblowing, δεικνύει ότι η ελληνική αγορά αναπτύσσεται σε δύο ταχύτητες. Η μία ταχύτητα αφορά εταιρείες με σχετικά μικρή ωριμότητα σε δομές εταιρικής διακυβέρνησης που τοποθετούν πλατφόρμες whistleblowing μόνο για να συμμορφωθούν με τις επικείμενες απαιτήσεις του νόμου. Από την άλλη, βλέπουμε ολοένα και σε μεγαλύτερο βάθος έξυπνες υλοποιήσεις, όπως της dHalo, όπου εταιρείες ενδιαφέρονται πραγματικά να επενδύσουν σε διαύλους επικοινωνίας πιο προσιτούς στις νεότερες γενιές, που καλύπτουν σύγχρονα μέσα επικοινωνίας όπως τα έξυπνα κινητά και tablets, τα οποία προστατεύουν και ενισχύουν τα «speak up» προγράμματα αλλά παράλληλα αποτελούν και δυναμικά εργαλεία διαχείρισης περιπτώσεων.

Εχει υπάρξει και ο αντίλογος ότι τα whistleblowing συστήματα είναι μια ακόμα κανονιστική απαίτηση που κάποιος πρέπει να αναλάβει με «βαριά καρδιά», ότι τέτοιου είδους «εισαγόμενες» αγγλοσαξονικού τύπου μεθοδεύσεις δεν βρίσκουν απήχηση στην ελληνική κουλτούρα και ότι δύσκολα κάποιος θα αποφύγει τον στιγματισμό εάν καταδείξει αθέμιτες επιχειρηματικές πρακτικές που λαμβάνουν χώρα στην εταιρεία που εργάζεται. Δυστυχώς υπάρχουν τέτοιες αντιλήψεις, η ένταση των οποίων αυξήθηκε μέσα στην πανδημία, που οδήγησαν στην εμφάνιση περιστατικών αθέμιτης συμπεριφοράς στις επιχειρήσεις, διέβρωσαν την εμπιστοσύνη του κοινού και των εργαζομένων, και έστρεψαν την προσοχή στη θυσία της ακεραιότητας, χάριν βραχυπρόθεσμου οικονομικού οφέλους. Ευτυχώς τέτοιες οπισθοδρομικές συμπεριφορές και αντιλήψεις εκλείπουν ολοένα και περισσότερο.

Προκειμένου να ενισχύσουν τους δεσμούς εμπιστοσύνης με τους εργαζομένους, τους συνεργάτες αλλά και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι εταιρείες θα πρέπει να επενδύσουν σε σωστά και αποτελεσματικά προγράμματα whistleblowing. Τα προγράμματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν εύχρηστα εργαλεία στη φαρέτρα μιας επιχείρησης, προκειμένου αυτή να επιτύχει μία πιο αποτελεσματική επικοινωνία με τη νέα γενιά, να δομήσει μία υγιή εταιρική κουλτούρα εμπιστοσύνης και να εκπαιδεύσει το δυναμικό της σε θέματα ακεραιότητας.

Του Γιώργου Τζιάρου, Senior Manager, Forensic, Financial Crime & Disputes, Financial Advisory, Deloitte Ελλάδος