Οι προκλήσεις της Κέιτ Μπλάνσετ
Ταλαντούχα ηθοποιός, μαχητική ακτιβίστρια και αφοσιωμένη μητέρα, η 49χρονη Αυστραλή δεν μασάει ποτέ τα λόγια της και – άθελά της ή όχι – συνήθως ταράζει τα νερά.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Αποφασισμένη να σοκάρει, διέκοψε μια απουσία από το σανίδι του θεάτρου η οποία μετρούσε επτά ολόκληρα χρόνια. Το σοκ θέλησε και το σοκ πέτυχε: είναι πλέον γνωστό τοις πάσι ότι η τελευταία θεατρική παράσταση της Κέιτ Μπλάνσετ με τίτλο «When We Have Sufficiently Tortured Each Other» (Οταν έχουμε πια βασανίσει αρκετά ο ένας τον άλλον) για το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου έγινε Νο 1 θέμα στο West End του Λονδίνου, αφού «καμία σκηνή δεν ολοκληρώνεται χωρίς αίμα ή αφρό ξυρίσματος» όπως έγραψαν χαρακτηριστικά οι «Times», χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίζουν το project με θετικό μάτι, κάτι που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των κριτικών απέναντι στο έργο. Ισως όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η κριτική να μην έχει πια και τόση σημασία. Από τη στιγμή που η Κέιτ Μπλάνσετ, μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς στον πλανήτη, αποφάσισε να επιστρέψει στο θέατρο, το οποίο «πάντα έβλεπα ως πρόκληση», όλα τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες. Και «τα παπούτσια της» να έπαιζε, επιτυχία θα είχε. Εξάλλου, το γεγονός ότι υπήρξαν θεατές που λιποθύμησαν κατά τη διάρκεια της παράστασης μόνο ως θετικό μπορεί να εκληφθεί για την πειστικότητα και την ένταση της ερμηνείας της.
Εμπνευσμένο από το επιστολικό μυθιστόρημα «Pamela» του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον γραμμένο τον 18o αιώνα, το αρκετά παραλλαγμένο θεατρικό έργο του Μάρτιν Κριμπ ανέβηκε στο Θέατρο Ντόρφμαν. Ενώ το έργο του Ρίτσαρντσον έχει ως κεντρική ηρωίδα μια υπηρέτρια που προσπαθεί να αμυνθεί απέναντι στις άνευ προηγουμένου ερωτικές επιθέσεις του αφεντικού της, στη νέα εκδοχή οι γυναίκες είναι πέντε (όλες με τη μορφή της Μπλάνσετ), ο άνδρας ένας (Στίβεν Ντιλέιν) και το παιχνίδι της ερωτικής εξουσίας πολύ πιο σύνθετο και ωμό, με στόχο να αναδείξει τη βίαιη φύση της επιθυμίας. Μέσα στις 12 σκηνές που είναι μοιρασμένες σε δύο ώρες, η σκηνοθέτρια Κέιτι Μίτσελ προσπαθεί να στηρίξει όσο το δυνατόν πιο πιστά το σλόγκαν της παράστασης που κρίθηκε καταλληλότερο για τη διαφήμισή της: «Ελα, λοιπόν, κλείδωσε τις πόρτες να δούμε τι θα γίνει. Δείξε πόση δύναμη έχεις πραγματικά».
Παίζοντας κυρίως με τα εσώρουχά της, η Μπλάνσετ απολαμβάνει μία ακόμη επιτυχία στην ούτως ή άλλως επιτυχημένη θεατρική καριέρα της (ας μην ξεχνάμε ότι έχει υπάρξει και καλλιτεχνική διευθύντρια του Sydney Theatre Company). Η παράσταση «When We Have Sufficiently Tortured Each Other» υπήρξε σταθερά sold out, παρά την ιδιαιτέρως σκληρή αντιμετώπιση από την κριτική. Η «Daily Mail» απόρησε που η Μπλάνσετ δέχθηκε να παίξει σε μια «χαζομάρα, ένα εγχείρημα πιο ώριμο από μια σάπια μπανάνα» και ο «Guardian» υποστήριξε πως «όποιος σοκαρίστηκε με την επιχειρηματολογία του έργου για την επιβολή της αρρενωπότητας και την ευπλαστότητα του φύλου έχει μάλλον περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του σε μοναστήρι».
Είναι πολύ πιθανόν η επιλογή της Κέιτ Μπλάνσετ να παίξει στο συγκεκριμένο έργο να μην έγινε αυστηρά και μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους. Πολιτικοποιημένη και ακτιβίστρια, η 49χρονη ηθοποιός (κλείνει τα 50 στις 14 Μαΐου) συνηθίζει να συνδυάζει τη δουλειά της με το «κοινωνικό μήνυμα» ή να χρησιμοποιεί το διάσημο όνομά της για να φωτίσει ζητήματα στα οποία ευαισθητοποιείται. Μία από τις επόμενες δουλειές της, αυτή τη φορά για την τηλεόραση, είναι η σειρά «Mrs. America», όπου υποδύεται τη συντηρητική ακτιβίστρια και πολέμια των αμβλώσεων Φίλις Σλάφλι.
Με τα απανωτά σεξουαλικά σκάνδαλα να έχουν ταράξει τις δομές του συστήματος στο Χόλιγουντ από το 2017 και μετά, με τη φωνή γυναικείων κινημάτων όπως το #ΜeΤoo να έχει μετατραπεί σε κραυγή και με τα γένους θηλυκού μέλη της παγκόσμιας κινηματογραφικής κοινότητας να διεκδικούν με δυναμισμό ίσα δικαιώματα με τους άνδρες συναδέλφους τους, το φεστιβάλ των Καννών θα ήταν αδύνατον να μείνει θεατής. Ετσι, δεν ήταν καθόλου τυχαίο που η Μπλάνσετ, πρόεδρος της περυσινής κριτικής επιτροπής, υπήρξε το πρόσωπο που ηγήθηκε μιας κίνησης η οποία θα μείνει στην Ιστορία του φεστιβάλ: το πρώτο Σάββατο της διοργάνωσης, 82 διάσημες καλλιτέχνιδες ενώθηκαν σαν μια γροθιά για να ανεβούν τα σκαλιά σε μία από τις επίσημες προβολές. Η Κέιτ Μπλάνσετ βρέθηκε σε πρώτο πλάνο. Ανάμεσα σε αυτές που τη συνόδευσαν ήταν η Μαριόν Κοτιγιάρ, η Κρίστεν Στιούαρτ, η Λεά Σεϊντού, η Σάλμα Χάγεκ, η Αβα Ντι Βερνέ αλλά και η 90χρονη γιαγιά του γαλλικού Νέου Κύματος Ανιές Βαρντά. Και πάλι ο αριθμός 82 δεν ήταν τυχαίος, γιατί από το 1942 μέχρι πέρυσι, τόσες ήταν οι γυναίκες σκηνοθέτριες που ανέβηκαν τα σκαλιά του Palais des Festivals et des Congrès για να παρουσιάσουν ταινίες τους. Στην ίδια περίοδο, 1.866 άνδρες σκηνοθέτες έχουν ανεβεί τα ίδια σκαλιά, κάτι που η Μπλάνσετ επισήμανε σε δήλωσή της, τονίζοντας ότι «ενώ οι γυναίκες δεν είναι η μειοψηφία αυτού του κόσμου, η θεωρία του κινηματογραφικού συστήματος υποστηρίζει το αντίθετο. Ως γυναίκες αντιμετωπίζουμε η κάθε μία τις δικές της προκλήσεις. Στεκόμαστε όμως όλες μαζί σε αυτά τα σκαλιά σήμερα ως ένα σύμβολο της αποφασιστικότητάς μας και της αφοσίωσής μας στην πρόοδο».
Βέβαια, η κίνηση αυτή της Μπλάνσετ την έβαλε στη μέση ενός πολύ «επικίνδυνου» κυκλώνα, στην υπόθεση του σεξουαλικού σκανδάλου σε βάρος του Γούντι Αλεν, για την ταινία του οποίου, τη «Θλιμμένη Τζάσμιν», η ηθοποιός απέσπασε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου (το δεύτερό της μετά το Β’ ρόλου για το «Aviator» του Μάρτιν Σκορσέζε): η υιοθετημένη κόρη του Αλεν, Ντίλαν Φάροου, «επιτέθηκε» μέσω tweet εναντίον της Μπλάνσετ λέγοντας ότι είναι οξύμωρο να συμμετέχει σε εκστρατεία κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης και την ίδια ώρα να υποστηρίζει τον Γούντι Αλεν, ο οποίος σύμφωνα με την Ντίλαν την παρενοχλούσε όταν ήταν παιδί. Από την πλευρά της, η Μπλάνσετ σε σχετική εκπομπή της Κριστιάν Αμανπούρ υπογράμμισε ότι την περίοδο που δούλευε με τον Γούντι Αλεν δεν ήξερε τίποτε για τους ισχυρισμούς, οι οποίοι βγήκαν στην επιφάνεια όταν άρχισε να προβάλλεται η ταινία στις αίθουσες. Προασπίζοντας τον ορθολογισμό, η Μπλάνσετ είπε επίσης ότι «είναι πολύ οδυνηρή και περιπεπλεγμένη κατάσταση για την οικογένεια, την οποία πιστεύω ότι τα μέλη της θα έχουν την ικανότητα να επιλύσουν». Στην ουσία τόνισε το αυτονόητο, το οποίο η πλειοψηφία φαίνεται ότι αρνείται να δεχτεί. Οτι σε αυτού του είδους τα θέματα, η Δικαιοσύνη και ο νόμος έχουν τον τελευταίο λόγο: «Αν πρέπει να επανεξεταστούν αυτοί οι ισχυρισμοί – και, απ’ ό,τι έχω καταλάβει έχουν περάσει από το δικαστήριο – τότε το υποστηρίζω με όλη μου την καρδιά. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι φανταστικά στο να οξύνουν την ευαισθησία για διάφορα ζητήματα, αλλά δεν είναι ούτε δικαστής ούτε ένορκοι. Πιστεύω ότι αυτά τα θέματα πρέπει να εξετάζονται μόνο σε δικαστήριο».
Η Κέιτ Μπλάνσετ πάντως το έχει στο αίμα της να ταράζει τα νερά, είτε με προκλητικές δηλώσεις είτε με προκλητικές κινήσεις. Το 2015 η διάσημη αυστραλή ηθοποιός προκάλεσε σάλο δηλώνοντας στο περιοδικό «Variety» ότι έχει ζήσει σεξουαλικές εμπειρίες με γυναίκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζει τις «ταμπέλες» στη σεξουαλικότητα. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στην «Κάρολ» του Τοντ Χέινς όπου υποδύθηκε μια ομοφυλόφιλη γυναίκα. Οταν της ζητήθηκε να σχολιάσει περισσότερο τη δήλωση που έκανε σχετικά με τη σεξουαλικότητά της, η Μπλάνσετ απάντησε ότι «το σημαντικό δεν είναι αν είχα ή όχι κάποια στιγμή στη ζωή μου σχέση με γυναίκες αλλά γιατί εν έτει 2015 πρέπει να κάνουμε αυτή την ερώτηση. Γιατί σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια; Δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να μιλά για την προσωπική ζωή του αλλά να προσπαθεί μέσω της εργασίας και της τέχνης του να ανοίξει το μυαλό των ανθρώπων».
Σε ηλικία 10 ετών η γεννημένη στη Μελβούρνη ηθοποιός έχασε τον αμερικανικής καταγωγής, διαφημιστή στον τομέα της ψυχαγωγίας, πατέρα της. Μεγάλωσε μαζί με τη δασκάλα μητέρα, τη γιαγιά και τα δύο αδέλφια της – έναν μεγαλύτερο αδελφό και μια μικρότερη αδελφή. Από την αρχή φάνηκε ότι τα βήματά της στην υποκριτική υπήρξαν σταθερά και υπολογισμένα. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι στο Γυμνάσιο, όταν άρχιζε να παίζει για πρώτη φορά θέατρο, της έδιναν ρόλους ανδρών, κάτι που αργότερα θυμήθηκε παίζοντας έναν διάσημο άνδρα στο σινεμά, τον Μπομπ Ντίλαν στο «I’ m Not There» του Χέινς. «Οταν πήγαινα στο Γυμνάσιο υποδυόμουν πάντοτε άνδρες, επομένως ένιωσα σχετική ανακούφιση που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω το ίδιο πράγμα επαγγελματικά» είχε πει για τον ρόλο του Ντίλαν που της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας και αργότερα την οδήγησε στις υποψηφιότητες των Οσκαρ. «Δεν νομίζω ότι σκεφτόμουν ότι υποδυόμουν άνδρα γιατί ο Ντίλαν που υποδύομαι βρισκόταν στην ανδρόγυνη περίοδό του· μια εντελώς ασυνήθιστη φιγούρα. Με γοήτευσε περισσότερο η ίντριγκα του εγχειρήματος. Αν επρόκειτο για μια κυριολεκτική κινηματογραφική βιογραφία του Ντίλαν, δεν νομίζω ότι θα υπήρχε περίπτωση να παίξω».
Μία από τις φήμες που συνόδευαν την Κέιτ Μπλάνσετ είναι ότι διασκεδάζει φτιάχνοντας λίστες εκκρεμοτήτων και σβήνοντας τα όσα πραγματοποιεί. Δεν είναι δύσκολο να τη φανταστεί κανείς να το κάνει. Αποφοίτησε από το Εθνικό Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης της Αυστραλίας το 1992 και σχεδόν αμέσως φάνηκε το ταλέντο της. Εναν χρόνο αργότερα θα αποσπούσε το βραβείο καλύτερης νέας ηθοποιού από τον Κύκλο Κριτικών Θεάτρου του Σίδνεϊ για το έργο του Τιμ Ντάλι «Ο Κάφκα χορεύει». Εκεί η Μπλάνσετ υποδύθηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, τον μεγάλο έρωτα του Κάφκα. Αρκετοί θεατρικοί ρόλοι επρόκειτο να ακολουθήσουν (συμπεριλαμβανομένου αυτού της Κάρολ στην «Ολεάνα» του Ντέιβιτ Μάμετ) αλλά και το πρώτο πέρασμά της στην τηλεόραση, στη διάσημη δραματική σειρά της Αυστραλίας «Heartland».
Το 1998, έναν χρόνο μετά την ταινία «Οσκαρ και Λουσίντα» που στάθηκε καταλυτική στην κινηματογραφική εξέλιξή της, η «Εlizabeth» του Σεκάρ Καπούρ θα μετέτρεπε την Κέιτ Μπλάνσετ σε διεθνή σταρ. Ο ρόλος της Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας οδήγησε την ηθοποιό για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα η εικόνα της είχε κυριολεκτικά ταυτιστεί με εκείνη της Παρθένου Βασίλισσας. Η Μπλάνσετ μάλιστα ένιωσε ότι η εικόνα αυτή τη ζημίωνε, και στην προσπάθειά της να ξεφύγει παραλίγο να μην παίξει στη συνέχειά της που γυρίστηκε τελικά δέκα χρόνια αργότερα.
Μιλώντας με τον Σεκάρ Καπούρ την περίοδο της δεύτερης ταινίας, άκουσα από τον σκηνοθέτη να δίνει έμφαση στο γεγονός ότι ανάμεσα στις δύο «Elizabeth», η Μπλάνσετ έγινε δύο φορές μητέρα. «Η μητρότητα σε αλλάζει» μου είχε πει. «Προσεγγίζεις πολλά πράγματα που δεν μπορείς να ορίσεις αν δεν έχεις πρώτα την εμπειρία και ένα παράδειγμα είναι η έννοια της αγάπης. Αποκτώντας παιδιά η αγάπη παύει να είναι κλισέ γιατί η αγάπη για τα παιδιά είναι αδιαπραγμάτευτη. Είναι μια αίσθηση που μπορεί να σε αλλάξει, και αυτό ακριβώς πιστεύω ότι συνέβη με την Κέιτ». Η Μπλάνσετ – παντρεμένη από το 1997 με τον θεατρικό συγγραφέα Αντριου Απτον – απέκτησε το πρώτο της παιδί σε ηλικία 32 ετών και το δεύτερο στα 34. Θα ακολουθούσε ένας ακόμη γιος, ο Ιγκνάσιους Μάρτιν, τον οποίο γέννησε στα 38 της, ενώ πριν από τρία χρόνια, μαζί με τον σύζυγό της υιοθέτησε ένα κορίτσι, την Ιντιθ Βίβιαν Πατρίτσια.
Το ωραίο με την Κέιτ Μπλάνσετ είναι ότι ανέκαθεν προσπαθούσε να διατηρεί ισορροπία στην καριέρα της. Η συμμετοχή της στις τριλογίες «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών» και «Χόμπιτ» της έδωσαν μια διάσταση σουπερστάρ αλλά την ίδια ώρα η ηθοποιός δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται με ρόλους πολύ πιο απαιτητικούς σε ταινίες απευθυνόμενες σε περιορισμένο κοινό, όπως για παράδειγμα το «Μανιφέστο», στο οποίο υποδύεται 12 διαφορετικούς ρόλους.
Η Τζούλια «ανακρίνει» την Κέιτ
Το περιοδικό «Interview» έχει γίνει δημοφιλές εδώ και δεκαετίες χάρη στην προσφιλή του συνήθεια να βάζει διάσημους ανθρώπους να παίρνουν συνέντευξη ο ένας από τον άλλον. Στο cover story του τελευταίου τεύχους του που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες η Τζούλια Ρόμπερτς τελεί χρέη δημοσιογράφου με συνεντευξιαζόμενη την Κέιτ Μπλάνσετ. Η αυστραλή ηθοποιός φωτογραφήθηκε μάλιστα για το εξώφυλλο ως εκκεντρική, αναμαλλιασμένη αστή. Αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, η κουβέντα τους δεν παρουσιάζει φοβερή συνοχή – όποιος έκανε την απομαγνητοφώνηση και την επιμέλεια δεν βρέθηκε σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης. Η «Pretty Woman» ξεκινά αποκαλώντας τη συνομιλήτριά της «βασίλισσα Κέιτ» και εκείνη τη χαιρετά με τη φράση «Γεια σου, σταρ του σινεμά», λέγοντας της ότι έκλαψε μέσα σε πέντε λεπτά βλέποντας την τελευταία ταινία της «Η Επιστροφή του Μπεν». Η συνέχεια καταλαμβάνεται από την προσπάθεια της Μπλάνσετ να μας πείσει σχετικά με το πόσο έχει κουραστεί από το επάγγελμα τους, ενώ η Ρόμπερτς αποπειράται να της αλλάξει γνώμη, παρότι παραδέχεται και η ίδια ότι υπάρχει ενίοτε κάτι γελοίο στο να παριστάνεις κάποιον άλλον. «Οσο μεγαλώνεις, το να είσαι ηθοποιός γίνεται όλο και πιο εξευτελιστικό», λέει κάποια στιγμή η πρωταγωνίστρια μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών όπως η «Θλιμμένη Τζάσμιν», προσθέτοντας πως την ιντριγκάρει πλέον πιο πολύ να εξερευνά κάποιες αφηρημένες ιδέες όταν συνεργάζεται με εικαστικούς καλλιτέχνες ή χορογράφους. «Πρέπει να βγω στη σκηνή πάλι φορώντας εσώρουχα και αναρωτιέμαι γιατί δεν κάθομαι σπίτι να ταΐζω τις κότες και να διαβάζω Προυστ», δηλώνει επίσης η αυστραλή ηθοποιός αναλογιζόμενη πόσο εις βάρος της κανονικής ζωής της αποβαίνει η ενασχόληση με την τέχνη. Και οι δύο συμφωνούν πως ένας βίος πλούσιος σε εμπειρίες μπορεί να τροφοδοτήσει τις ερμηνείες τους, ενώ η ξανθιά σταρ δεν διστάζει να τοποθετηθεί και για το Χόλιγουντ μετά το κίνημα #ΜeΤoo: «Μπορούμε να αλλάξουμε τη δομή του συστήματος με το να κάνουμε συζητήσεις που τίθενται σε πλαίσιο οριζόντιο αντί για ιεραρχικό. Νομίζω πως έχουμε την ευκαιρία να επανεφεύρουμε το πλέγμα εξουσίας ώστε να γίνει αληθινά πιο ανοιχτό σε όλους. Θα έπρεπε να πάψουμε να ασχολούμαστε με τον ανταγωνισμό και να δώσουμε βαρύτητα στο συνεργατικό πνεύμα».
– Γιώργος Νάστος

