Ο γάμος του Εντμοντ Σάφρα με τη Λίλι Γουότκινς υπήρξε ένα από εκείνα τα γεγονότα με τα οποία η αριστοκρατία του χρήματος ορίζει τον κοσμικό χρόνο της. Αν και δεν είχε παγκόσμια εμβέλεια (το μακρινό 1976 κάθε χώρα ή, έστω, κάθε ήπειρος, ήταν περισσότερο προσηλωμένη στην τοπική εκδοχή του τζετ σετ), δεν έπαυε να είναι θέμα για το οποίο άπαντες οι socialites της αμερικανικής κοινωνίας θα συζητούσαν και όλα ανεξαιρέτως τα σκανδαλοθηρικά έντυπα θα υπογράμμιζαν. Εκείνος ήταν ο ανύπανδρος έως τότε 44χρονος ιδρυτής της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας της Νέας Υόρκης, εκείνη η 42χρονη πολυεκατομμυριούχος που όφειλε την περιουσία της στην κληρονομιά του αυτόχειρα δεύτερου συζύγου της. Ο τραπεζίτης διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο της χήρας. Η χήρα είχε δει την Αστυνομία να ερευνά δις την αυτοκτονία του άνδρα της. Οι αδελφοί του τραπεζίτη, εξέχοντες ιδιοκτήτες τραπεζών της Βραζιλίας οι ίδιοι, δεν ενέκριναν τη νύφη τους. Οπωσδήποτε, επρόκειτο για «τον ακαταμάχητο συνδυασμό μιας γυναίκας με παρελθόν και ενός άνδρα με μέλλον», όπως θα δήλωνε χρόνια αργότερα στο «Vanity Fair» ένας κοινός γνωστός τους. Ενας τέτοιος συνδυασμός δεν θα μπορούσε παρά να απαιτεί ολόκληρες εξισώσεις για να συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροί του – εξ ου και οι 600 σελίδες της προγαμιαίας συμφωνίας που χρειάστηκαν για να επιτευχθεί. Αυτό που δεν μπορούσε να προβλεφθεί εντός τους ήταν οι ραγδαίες μεταβολές του τραπεζικού τοπίου και ο υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες θάνατος του Εντμοντ το 1999, στοιχεία που έκτοτε φέρνουν κατά καιρούς στο προσκήνιο τόσο τη Λίλι όσο και το σύνολο της οικογένειας Σάφρα.

Η δημιουργία μιας δυναστείας

Οι εβραϊκής καταγωγής Σάφρα του Λιβάνου ίδρυσαν την πρώτη τους τράπεζα στη Βηρυτό το 1920. Ο πατέρας, Ιακώβ Σάφρα, φρόντισε να κάνει ό,τι ακριβώς οι γόνοι των μεγάλων τραπεζικών οικογενειών από την εποχή των Ρότσιλντ: προώθησε τους τρεις από τους τέσσερις γιους του, Εντμοντ, Τζόζεφ και Μοϊσέ, στην επιχείρηση. Ακολούθησαν μεταναστεύσεις σε Ιταλία, Βραζιλία, Ελβετία, στον δρόμο της ροής του χρήματος. Στη δεκαετία του ’60 η δομή του ιδρυματικού σχήματος παγιώθηκε, με τον Εντμοντ να συστήνει τη Republic National Bank of New York και τον Τζόζεφ να αναλαμβάνει τα ηνία της Banco Safra στη Βραζιλία. Η πρώτη ανέπτυξε ένα εκτεταμένο δίκτυο υποκαταστημάτων το οποίο υστερούσε μόνο εκείνων της Citigroup και της Chase Manhattan. Η δεύτερη έγινε η έκτη ισχυρότερη τράπεζα της Βραζιλίας. Ο Εντμοντ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε μια προσωπική περιουσία 2,5 δισ. δολαρίων. Ο Τζόζεφ, πολύ αργότερα, όταν συγκέντρωσε στα χέρια του τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας, έφτασε να «αξίζει» 24 δισ. δολάρια κατά το «Forbes» και να διαθέτει μια διόλου ευκαταφρόνητη συλλογή πινάκων των «old masters».

Αντιστοίχως αξιοπρόσεκτη ήταν και η συλλογή της Λίλι Σάφρα – αν και εκείνη επέλεξε ως πεδίο ενδιαφέροντός της τα έπιπλα του 18ου αιώνα. «Θα είχα πολύ μεγαλύτερη περιουσία αν είχαμε επενδύσει σε πίνακες της ίδιας αξίας» έλεγε ενίοτε ο Εντμοντ, σύμφωνα με όσα έγραφε ο Ντόμινικ Νταν στο «Vanity Fair» τον Δεκέμβριο του 2000. Η αλήθεια είναι ότι ίσως υπερέβαλλε: δύο δημοπρασίες επίπλων, πινάκων και έργων τέχνης από τους Sotheby’s το 2005 και το 2011 απέφεραν περίπου 95 εκατ. δολάρια, με highlight έναν κομό ιαπωνικού στυλ του ύστερου 18ου αιώνα που αγοράστηκε αντί 7 εκατ. δολαρίων. Αυτή όμως δεν ήταν παρά μια ελάχιστη γκρίνια: ο γάμος ήταν επιτυχημένος και η Λίλι, παρά την παλαιότερη συζυγική τραγωδία, κρατούσε σε υψηλό επίπεδο την εικόνα του ζεύγους φροντίζοντας στα πάρτι της να παρίστανται διασημότητες, από τον Αριστοτέλη Ωνάση έως τον Φρανκ Σινάτρα, και δωρίζοντας στις φίλες της παπούτσια Manolo Blahnik. Στις οικίες τους στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Γενεύη, αλλά και στο αχανές ρετιρέ πάνω από την τράπεζα στο Μόντε Κάρλο σύχναζε η υψηλή κοινωνία της Δύσης. Στη θρυλική βίλα «La Leopolda» της Γαλλικής Ριβιέρας, χτισμένη στο γύρισμα του αιώνα και στο όνομα του άπληστου αποικιοκράτη βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου Β’, τόπο γυρισμάτων για το χιτσκοκικό «Κυνήγι του κλέφτη» το 1955, ο Εντμοντ και η Λίλι είχαν εγκαταστήσει ένα ελικοδρόμιο και μια ξεχωριστή πτέρυγα για τους φρουρούς τους, πρώην πράκτορες της Μοσάντ, στους οποίους εμπιστεύονταν την προστασία τους.

Φόνος στο Μόντε Κάρλο;

Τα όρια της προστασίας φάνηκαν το 1999. Χτυπημένος από τη νόσο Πάρκινσον, χωρίς απογόνους και με τον αδελφό του, Τζόζεφ, να αρνείται να αναλάβει την ηγεσία της τράπεζας εξαιτίας, λέγεται, του χάσματος που η Λίλι είχε προξενήσει ανάμεσα στα αδέλφια, ο 67χρονος Εντμοντ Σάφρα διαπραγματευόταν την πώληση της Republic National στην HSBC αντί 10 δισ. δολαρίων. Στις 3 Δεκεμβρίου 1999, ημέρες προτού η εξαγορά εγκριθεί, μια πυρκαγιά ξέσπασε στο τεράστιο διαμέρισμα του Μόντε Κάρλο. Σύμφωνα με όσα έγραφε ο Ντόμινικ Νταν, η φρουρά του ζεύγους βρισκόταν στη βίλα Leopolda, η Λίλι Σάφρα κοιμόταν απομονωμένη στην αντίθετη πτέρυγα του σπιτιού πίσω από πόρτες ενισχυμένου χάλυβα, η πυροσβεστική για τον ίδιο λόγο άργησε να αποκτήσει πρόσβαση στο διαμέρισμα και ο Εντμοντ Σάφρα, μαζί με μια 52χρονη νοσοκόμα, πέθαναν από ασφυξία στο μπάνιο όπου είχαν καταφύγει. Οι πρώτες φήμες ήθελαν τη φωτιά αποτέλεσμα εμπρησμού από εισβολείς της ρωσικής μαφίας – άλλωστε στο παρελθόν ο Σάφρα είχε κατηγορηθεί, κατά τον «Guardian», για ξέπλυμα ρωσικού χρήματος και ναρκοδολαρίων του κολομβιανού καρτέλ του Μεντεγίν και του δικτάτορα του Παναμά Μανουέλ Νοριέγκα. Ωστόσο, η Αστυνομία του Μονακό συνέλαβε τελικά ως υπαίτιο έναν από τους 12 νοσοκόμους του Σάφρα, τον Αμερικανό Τεντ Μάχερ, ο οποίος ομολόγησε την πρόκληση πυρκαγιάς σε δοχείο αχρήστων και την κατασκευή της ιστορίας για εισβολείς προκειμένου να «σώσει» τον εργοδότη και να κερδίσει την εύνοιά του. Η ιστορία δεν έπαψε ποτέ να έχει κενά, ο Μάχερ καταδικάστηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη, απελευθερώθηκε το 2007 και έκτοτε διακηρύττει ότι εξαναγκάστηκε να ομολογήσει και πως ο ίδιος στην πραγματικότητα είναι αθώος.

Στον απόηχο του θανάτου του Εντμοντ Σάφρα, η σύζυγός του εναλλάσσει έναν βίο συλλέκτριας και φιλανθρώπου με δωρεές εκατομμυρίων δολαρίων σε πρωτοβουλίες για τη θεσμική διαφθορά, για την έρευνα για τη νόσο Αλτσχάιμερ, για τη θεραπεία των τραυμάτων του εγκεφάλου και της σπονδυλικής στήλης, καθώς και με επιθετικές ενέργειες προστασίας της δημόσιας εικόνας της. Το 2005 απείλησε με μήνυση τον εκδοτικό οίκο Arcadia και τη λαίδη Κόλιν Κάμπελ, συγγραφέα του μυθιστορήματος «Empress Bianca», το οποίο υπαινισσόταν ότι ο Εντμοντ ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του δευτέρου συζύγου της, η οποία παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία, και πως η ίδια βρισκόταν πίσω από τη μυστηριώδη πυρκαγιά που προξένησε τον θάνατο του Σάφρα, η οποία παρουσιάστηκε ως ατύχημα. Οσο για το πραγματικό τέκνο του Εντμοντ, την τραπεζική του κληρονομιά, αυτή επιβιώνει στα χέρια του 79χρονου Τζόζεφ, τελευταίου εν ζωή αδελφού οι γιοι του οποίου, Τζόζεφ, Αλμπέρτο και Ντέιβιντ, διαχειρίζονται τον ελβετικό και τον βραζιλιάνικο κλάδο της επιχείρησης, ενώ εκείνοι του Μοϊσέ ασχολούνται με hedge funds και η εγγονή της Λίλι Σάφρα, Λίλι Γκαμπριέλα Ελια, είναι σχεδιάστρια κοσμημάτων. Μπορεί η Republic National Bank of New York να έχει ενσωματωθεί εδώ και 20 χρόνια στην HSBC, το όνομα της Banco Safra όμως εξακολουθεί να αποτελεί συνώνυμο πλούτου στη Βραζιλία – και όχι μόνο. Στην πιο πρόσφατη επιχειρηματική κίνηση του ομίλου Σάφρα, το 2014 η εταιρεία απέκτησε το σχεδιασμένο από τον Νόρμαν Φόστερ κτίριο Gherkin – τον πιο αναγνωρίσιμο ίσως ουρανοξύστη του Λονδίνου. Τα 700 εκατ. στερλίνες, περισσότερο από τίμημα εξαγοράς, υπήρξαν σύμβολο ισχύος.