Ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά (1960-1988) ήθελε πάντα να γίνει διάσημος, ήταν κάτι που ποθούσε απ’ όταν ήταν 17 ετών. Είχε την τύχη να το καταφέρει όσο ζούσε, είχε την ατυχία να του συμβεί όταν ήταν πολύ νέος και δεν ήξερε τι να κάνει τη μεγάλη φήμη που τόσο αποζητούσε. Ολα δείχνουν ότι η εκκωφαντική επιτυχία του δεν ήταν απλώς ένα εντυπωσιακό πυροτέχνημα και όχι μόνο επειδή έργα του φτάνουν να πωλούνται σε δημοπρασίες ακόμη και για 110,5 εκατ. δολάρια («Ατιτλο», Sotheby’s, 2017). Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του το εντυπωσιακό Fondation Louis Vuitton στο Παρίσι παρουσιάζει την έκθεση «Jean-Michel Basquiat» (έως τις 14/1/19) με 120 έργα του από τα οκτώ χρόνια της ιλιγγιώδους καριέρας του και ο εκδοτικός οίκος Taschen κυκλοφορεί μια XXL μονογραφία του με τίτλο «Brilliant Basquiat». Επιπλέον, το Μπρόντγουεϊ ετοιμάζεται να υποδεχθεί ένα μιούζικαλ αφιερωμένο στη ζωή του σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με Tony Τζον Ντόιλ. Ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, ο πένης γκραφιτάς που έφτασε μέχρι το εξώφυλλο του περιοδικού των «New York Times» στα 25 του αλλά και στην πασαρέλα των Comme des Garçons, εξακολουθεί να γοητεύει, ακόμη και να συναρπάζει. Και δικαίως.
Κατ’ αρχάς χάρη στους πίνακες. Ζωγραφική σαν μουντζούρες ενός παιδιού που έχει γυρίσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης και έχει συλλέξει το μεδούλι αυτής της γοητευτικής Βαβέλ. Εργα «γεμάτα ετερόκλητα στοιχεία, τα οποία ωστόσο λειτουργούν όλα μαζί, κι ας μην υπάρχει κάποιο προφανές σύστημα που τα συνδέει. Ακριβώς όπως συμβαίνει στη Νέα Υόρκη» όπως έλεγε ο ιταλός ζωγράφος Σάντρο Κία. Ο γεννημένος στο Μπρούκλιν Μπασκιά είχε ξεκινήσει υπογράφοντας στους τοίχους της πόλης ως SAMO (same old shit). Ηταν όμως από την αρχή κάτι πολύ περισσότερο από ένα ατίθασο αγόρι που έβαζε την τζίφρα του κάτω από μικρά θραύσματα ποίησης, το σήμα κατατεθέν της δουλειάς του στον δρόμο. Ας όψεται η πορτορικανικής καταγωγής μητέρα του η οποία του είχε εμφυσήσει από πολύ νωρίς μια βαθιά αγάπη για τις τέχνες. Για παράδειγμα, χάρη στις επισκέψεις τους στο Μανχάταν, το πρώτο έργο που τον εντυπωσίαζε ως παιδί ήταν η «Γκερνίκα» του Πικάσο, που τότε φυλασσόταν στο ΜοΜΑ. Ηταν μια σύντομη, αλλά έντονη θητεία στους πολιτιστικούς θησαυρούς της πόλης. Δεν θα περνούσε πολύ καιρός και η μητέρα του θα γινόταν μόνιμη τρόφιμος ψυχιατρικών ιδρυμάτων. Ο πατέρας του, από την άλλη, είχε καταγωγή από την Αϊτή και ήθελε να δει τον γιο του αξιοσέβαστο αμερικανό πολίτη. Η χημεία μεταξύ τους ήταν εκρηκτική, περιελάμβανε μάλιστα και σωματική βία. Ο Μπασκιά έφυγε από το σπίτι στα 17 του και πήρε τη ζωή του στα χέρια του. Δεν βρισκόταν εκεί όλο το ταλέντο του, αλλά το μέσο με το οποίο μπορούσε να εκφράσει τον σπάνιο ψυχισμό του και τον τρόπο λειτουργίας ενός μυαλού που μπορούσε να σκέφτεται σε τουλάχιστον τρεις γλώσσες (ισπανικά, γαλλικά, αγγλικά).

Ενα αστέρι γεννιέται

Κόντευε να μπει η δεκαετία του ’80 και η σκηνή του East Village βρισκόταν σε οργασμό. Ολοι μπορούσαν να είναι καλλιτέχνες, αρκεί να το δήλωναν και να το προσπαθούσαν. Ενας πυρήνας περίπου εξακοσίων ατόμων, γεμάτος ιδέες αλλά συνήθως με άδειες τσέπες, πειραματιζόταν με όλες τις εκφάνσεις των τεχνών και δημιουργούσε τις νέες avant-garde. Ανάμεσά τους ήταν και ο φυγάς Μπασκιά, ο οποίος ζούσε στον δρόμο ή στους καναπέδες στα σπίτια φίλων και ερωμένων. Εκείνη την εποχή, ελλείψει χρημάτων, συνέλεγε πόρτες, τενεκέδες ή λαμαρίνες για να ζωγραφίσει πάνω τους. Η πρώτη οργανωμένη έκθεση στην οποία συμμετείχε ήταν το «The Times Square Show» το 1980, το πρώτο επιδραστικό εικαστικό γεγονός της δεκαετίας. «Εγώ τον πήγα εκεί. Αυτόν και τον Κιθ Χάρινγκ» σχολίαζε ο συνοδοιπόρος Κένι Σαρφ στο ντοκιμαντέρ «The Radiant child» (2010) αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του Μπασκιά. Εναν χρόνο μετά ήρθε η έκθεση «New York/New Wave» στον εκθεσιακό χώρο PS1 του ΜοΜΑ στο Κουίνς που συγκέντρωνε όλο το νέο αίμα της νεοϋορκέζικης σκηνής. Τα έργα του Μπασκιά βρίσκονταν στο τελευταίο δωμάτιο και έκλεβαν την παράσταση.
Η ζωή του, όπως την ήξερε, θα άλλαζε για πάντα. Οι μεγαλύτεροι γκαλερίστες, όπως ο Λάρι Γκαγκόζιαν αλλά και η Μέρι Μπουν, θα διαγκωνίζονταν για να τον εκπροσωπήσουν, ενώ έμποροι τέχνης θα πωλούσαν έργα του σε όλον τον κόσμο. Περίπου εν μιά νυκτί. Αμφότεροι θα τον πίεζαν να παράγει όλο και περισσότερα, τα οποία διέθεταν σε πελάτες τους με ταχύτατους ρυθμούς «προτού καν προλάβουν να στεγνώσουν τα χρώματα πάνω στους πίνακες». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νεαρότατος Μπασκιά άφησε πίσω του περισσότερους από χίλιους πίνακες και άλλα τόσα σχέδια. Στην πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί της Annina Nosei στο Σόχο την ίδια χρονιά όλα τα έργα πουλήθηκαν τη βραδιά των εγκαινίων για συνολικά 200.000 δολάρια. Από τα 5.000 δολάρια που κόστιζαν αρχικά, μέσα στον επόμενο χρόνο οι πίνακές του έφτασαν να πωλούνται 30.000 δολάρια έκαστος. Σύντομα θα γινόταν και διεθνώς γνωστός. Στην documenta 7 του 1982 στο Κάσελ της Γερμανίας ήταν ο νεότερος καλλιτέχνης που είχε συμμετάσχει ποτέ στον θεσμό. Ηταν μόλις 21 ετών.

«Πρωτόγονος» εξπρεσιονισμός

Ηδη από το 1982 ο Μπασκιά είχε αποκτήσει ένα στούντιο 500 τ.μ. στην οδό Κρόσμπι στο Σόχο όπου ζωγράφιζε φορώντας κοστούμια Armani. Oι συλλέκτες έκαναν ουρά για να αγοράσουν κάποιο έργο του και εκείνος γινόταν όλο και πλουσιότερος. Αν τύχαινε όμως να κάνουν το λάθος να του ζητήσουν «κάτι που να ταιριάζει με τον καναπέ του σπιτιού» δεν δίσταζε να τους πετάξει έξω ή τους ρίξει στο κεφάλι γάλα και δημητριακά καθώς περνούσαν κάτω από τα παράθυρα του στούντιο. Ο Μπασκιά ζωγράφιζε με την τηλεόραση ανοιχτή, με κλασική μουσική στο πικάπ και περιτριγυρισμένος από βιβλία, για να είναι προσβάσιμα για ανάγνωση ανά πάσα στιγμή. Το μυαλό του συνέλεγε πολλαπλά ερεθίσματα ταυτόχρονα και τα μετέφερε πάνω στους καμβάδες του, όπου αποτύπωνε μορφές και σχήματα που θύμιζαν ταυτόχρονα ή ανά περίσταση τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Ντε Κούνινγκ, του Τζάκσον Πόλοκ ή του Σάι Τουόμπλι. Μια τέχνη που συνομιλούσε με το τρίγλωσσο παιδί μέσα του αλλά και με την αγαπημένη του μουσική bebop των Τσάρλι Πάρκερ και Μάιλς Ντέιβις. Οπως έχει ειπωθεί, ήταν σαν να την οπτικοποιούσε με το έργο του. «Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τη δουλειά μου. Είναι σαν να ρωτάς τον Μάιλς Ντέιβις: «Τι ήχο βγάζει η τρομπέτα σου;»» έλεγε ο ίδιος. «Πολλοί θεωρούν ότι είσαι εκπρόσωπος ενός πρωτόγονου εξπρεσιονισμού» του επισήμαινε ως δημοσιογράφος ο Πολ Τσίνκελ του βιντεο-περιοδικού «ART/new york» σε μια συνέντευξή τους. «Οπως θα το έκανε ένας πίθηκος, ας πούμε;» είχε απαντήσει καυστικά εκείνος. Ηταν οι αρχές της δεκαετίας του ’80 και ο Μπασκιά ήταν μαύρος. Δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.

Eνας nigger για ζωγράφος

Ο Μπασκιά είχε γίνει πλούσιος και διάσημος μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Κόσμος και κόσμος έσπευδε στο στούντιό του για να βρεθεί κοντά στο «it boy» του κόσμου της τέχνης και για να γίνει μέλος μιας αυλής με χαρακτηριστικά κηφήνα, ενώ οι γυναίκες παραληρούσαν για το γλυκό βλέμμα στο όμορφο πρόσωπό του. Ανάμεσά τους και η Μαντόνα, με την οποία είχε μια σύντομη σχέση το 1982, λίγο προτού αυτή γίνει με τη σειρά της celebrity εις το διηνεκές. «Ηταν τόσο ταλαντούχος, τον αγαπούσα. Δεν έλεγε όμως να σταματήσει να παίρνει ηρωίνη» έλεγε πρόσφατα στο «Howard Stern Show».
Με όλες τις περγαμηνές του, ωστόσο, η φήμη του Μπασκιά είχε αντίκτυπο σε ένα μικρό κύκλωμα ανθρώπων και δεν έβγαινε και πολύ έξω από τις γκαλερί και τα μπαρ του Lower East Side. Για την ακρίβεια, όταν περπατούσε στον δρόμο ήταν άλλος ένας «nigger» στο δυνητικό έλεος του πρώτου λευκού αστυνομικού που θα ενοχλούνταν από την παρουσία του. Οπως συνέβη, για παράδειγμα, με τον Μάικλ Στιούαρτ (1958-1983), ο οποίος είχε συλληφθεί επειδή έγραφε τα γράμματα «RQS» με το σπρέι του στο μετρό της Νέας Υόρκης. Δεκατρείς ημέρες μετά τη σύλληψή του πέθαινε από τον βασανισμό του στα χέρια των Αρχών. Η περίπτωση του Στιούαρτ ταρακούνησε συθέμελα τον ούτως ή άλλως ευάλωτο ψυχισμό του Μπασκιά. Διότι γνώριζε πολύ καλά ότι από καθαρή τύχη δεν είχε βρεθεί στη θέση του. Ο ξυλοδαρμός τού μαύρου γκραφιτά έγινε θέμα στον πίνακά του «Βανδαλισμός (Ο θάνατος του Μάικλ Στιούαρτ)», αν και ούτως ή άλλως πολλά έργα του έβριθαν αναφορών του ρατσιστικού μένους της λευκής Αμερικής. Δεν χρειαζόταν να ανατρέξει στην Ιστορία, το βίωνε και ο ίδιος καθημερινά. Μια μέρα που έτρωγε σε ένα ακριβό ιταλικό εστιατόριο με τη (λευκή) φίλη του, μια παρέα χρηματιστών της Γουόλ Στριτ άρχισε να τον δείχνει γελώντας και να τον ρωτάει: «Εχεις εσύ τα λεφτά για να τρως εδώ; Τι είσαι, νταβατζής; Αυτή είναι η πόρνη σου;». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ίδια νοοτροπία ήταν παρούσα και στον «προοδευτικό» κόσμο της τέχνης. Οταν η πρώτη του γκαλερίστα, Ανίνα Νοζέι, του παραχώρησε το μεγάλο υπόγειο του εκθεσιακού χώρου της στο Σόχο προκειμένου να ζωγραφίσει τα έργα για την παρθενική έκθεσή του, η φήμη που κυκλοφόρησε ήταν ότι τον είχε κλειδωμένο για να παράγει έργα με ακατάπαυστο ρυθμό. Σαν είλωτας. Σαν σκλάβος. «Αν ήμουν λευκός θα με χαρακτηρίζατε artist in residence» είχε σχολιάσει ο Μπασκιά με εμφανή πικρία που μπορεί να διακρίνει κανείς και στα βίντεο από συνεντεύξεις του.
«Ο λόγος που έγινε τόσο γνωστός είναι επειδή ακριβώς είναι μαύρος» υποστήριζαν όσοι δεν είχαν πειστεί από την ενεργητικότητα των σκαριφημάτων του. Σύμφωνα με αυτούς, ο Μπασκιά ήταν το poster boy για τους αριστερίζοντες διανοουμένους της τέχνης που ήθελαν να φέρουν στην επιφάνεια και στο προσκήνιο τη φωνή των μειονοτήτων. Και ύστερα ήρθε ο Αντι Γουόρχολ.
Με τον πάπα της ποπ αρτ γνωρίστηκε το 1982 μέσω του εμπόρου τέχνης που τον εκπροσωπούσε στην Ευρώπη, του Ελβετού Μπρούνο Μπισοφμπέργκερ. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι και όσοι τους γνώρισαν είχαν να λένε για τη γνησιότητα των αμοιβαίων συναισθημάτων τους. Ο Μπασκιά είχε βρει την απόλυτη αποδοχή από μια τρυφερή πατρική φιγούρα που τύγχανε να είναι και ο απόλυτος γνώστης περί τέχνης. Ο Γουόρχολ είχε ανακαλύψει ένα φρέσκο ταλέντο και άλλον έναν ανολοκλήρωτο έρωτα. Ηταν η εποχή που ο Μπασκιά παράτησε τις παλιές παρέες, «σοβάρεψε» και από περιπετειώδης εικοσάχρονος προσπάθησε να γίνει ένας «αξιοσέβαστος» ζωγράφος. Ηταν η εποχή που ξεκίνησε και την ηρωίνη, προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στην ένταση και στις απαιτήσεις της αναβαθμισμένης ζωής του.

Ο Ζαν-Μισέλ και ο Αντι

Κάποια στιγμή, ο ίδιος άνθρωπος που γνώρισε Μπασκιά και Γουόρχολ τούς πρότεινε να δημιουργήσουν μια σειρά από έργα μαζί, σίγουρος για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ωστόσο, η έκθεση «Warhol Basquiat Paintings» στην γκαλερί Τόνι Σαφράζι το 1985 ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος αν ο Μπασκιά αισθάνθηκε ότι απογοήτευσε τον πολύτιμο μέντορά του με τις κακές επιδόσεις του ή αν συντάχθηκε με την άποψη των εφημερίδων ότι ο Γουόρχολ, σεσημασμένος βαμπιριστής νέων ταλέντων, τον είχε χρησιμοποιήσει για να ρουφήξει όλη τη δημιουργική ενέργειά του. Το σίγουρο είναι ότι απομακρύνθηκε από αυτόν και βρέθηκε μόνος του με υποδαυλισμένη την καχυποψία για τα κίνητρα όσων ήθελαν να είναι κοντά του, χαμένος στην αναζωπυρωμένη ανασφάλεια για την αξία της τέχνης του. Γιατί, παρ’ όλη την επιτυχία και την αξία των μετοχών του στο χρηματιστήριο της τέχνης, τα μουσεία δεν έλεγαν να συμμεριστούν τον ενθουσιασμό του υπόλοιπου κόσμου. Οταν είχε προσπαθήσει να δωρίσει έργα του στο ΜοΜΑ και στο Whitney είχε εισπράξει την απάντηση ότι η δουλειά του δεν άξιζε τον μουσειακό χώρο. Και, κόντρα στις φρούδες ελπίδες, οι ουσίες που κατανάλωνε δεν βοηθούσαν. «Μου λένε να σταματήσω τα ναρκωτικά γιατί με σκοτώνουν. Σταματάω και μετά πεθαίνει η τέχνη μου» έλεγε ο Μπασκιά. H είδηση του απρόσμενου θανάτου του Αντι Γουόρχολ το 1987 έδωσε τη χαριστική βολή στον από καιρό αποπροσανατολισμένο καλλιτέχνη. Ο μαύρος πρίγκιπας του σχεδόν παραληρηματικού νέου εξπρεσιονισμού της δεκαετίας του ’80 πέθανε ύστερα από έναν χρόνο από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ηταν μόλις 27 ετών, άλλο ένα μέλος στο «κλαμπ» των υπερταλαντούχων που έζησαν γρήγορα, πέθαναν νέοι και διασφάλισαν μια θέση ανάμεσα στους θρύλους του εικοστού αιώνα.
INFO:«Jean-Michel Basquiat»: Fondation Louis Vuitton, έως τις 14 Ιανουαρίου 2019. Το λεύκωμα «Brilliant Basquiat» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Taschen.