Ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, από τους κορυφαίους και πλέον έγκριτους ιστορικούς του Νεότερου Ελληνισμού με πολυσχιδές και εκτεταμένο έργο, καθώς επίσης ακαδημαϊκός δάσκαλος μεγάλου κύρους που ενέπνεε τον σεβασμό σε συναδέλφους και φοιτητές, απεβίωσε τούτη την εβδομάδα, σε ηλικία 81 ετών. Υπήρξε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της μακράς και επιτυχημένης σταδιοδρομίας του, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 2004) και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εθεωρείτο ο σημαντικότερος και πιο συστηματικός μελετητής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας κατά τον εικοστό αιώνα και ο εμβριθέστερος ίσως αναλυτής δύο ηγετικών προσωπικοτήτων, του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Κ. Καραμανλή. Σε ό,τι αφορά τον πρώτο, κατά τα έτη 1962-1965, ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος ήταν αυτός που κατέταξε – ως επί πτυχίω φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής – το αρχείο του. Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και ανέπτυξε σχέση εμπιστοσύνης, ανέλαβε το 1990 τη διεύθυνση του ομώνυμου Ιδρύματος, το οποίο μάλιστα είχε συνιδρύσει με τους Κ. Τσάτσο και Κ. Τρυπάνη.

Ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ήπιος άνθρωπος και νηφάλιος επιστήμων, είχε υποδεχθεί «Το Βήμα» στο ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας, τον Φεβρουάριο του 2014, για μια συζήτηση που αποδείχθηκε ουσιαστική και παραμένει πολλαπλώς χρήσιμη. «Είναι κρίμα ότι οι νεοέλληνες διατηρούν μια τόσο επιπόλαιη και επίπλαστη σχέση με την Ιστορία τους» σημείωνε τότε. «Θεωρώ ότι η Ιστορία δεν διδάσκει – και ορθώς ως έναν βαθμό […] Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η ενασχόληση με την Ιστορία δεν προσφέρεται για να αντλήσουμε συμπεράσματα ενίοτε χρήσιμα. Αν, από τη μια, κινδυνεύει η Ιστορία να μεταβληθεί σε θεραπαινίδα της πολιτικής επιστήμης ή της κοινωνιολογίας, από την άλλη, μπορεί να διαγραφεί ως εποικοδομητική η συναγωγή πορισμάτων γενικής εμβέλειας». Ο ευσυνείδητος ιστορικός, πίστευε ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, οφείλει με κριτικό πνεύμα να αξιοποιεί κάποιες αρχές γενικότερης ισχύος. Στην περίπτωση της ελληνικής Ιστορίας ανέφερε δύο τέτοιες που επαναλαμβάνονται υπό μεταλλασσόμενες μορφές. «Ο ιστορικός οφείλει να εξάρει αφενός τις αρετές – όπως είναι το «πάθος για την ελευθερία» – και αφετέρου να επισημάνει τα αρνητικά σημεία – όπως κυρίως τη «διχαστική ροπή», όταν μάλιστα διαπιστώνει ότι αυτά τα τελευταία κατατρύχουν ακόμη, κατά τη γνώμη του, τον βίο των νεοελλήνων. Πράγματι, οι δυο αντιφατικές αυτές δυνάμεις συγκρούονται, όχι μόνο στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αλλά και σε μεταγενέστερο χρόνο: παραδείγματα, κατεξοχήν, ο Α’ και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και, κυρίως, η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο νεότερος Ελληνισμός κινείται ανάμεσα σε αντιθετικές πραγματικότητες – προϊόν, οδηγείται μοιραία να πιστέψει κανείς, του ιδιαίτερου χαρακτήρα του. Είναι παρήγορο, αναμφισβήτητα, ότι η πρώτη τάση αναδεικνύεται σε δύσκολες στιγμές». Τέλος, πώς προσδιόρισε τότε τη θέση του Νεότερου Ελληνισμού στον 21ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος; «Θα όφειλαν οι συμπατριώτες μας, εγκύπτοντας σοβαρά στην Ιστορία, να αντλήσουν τα αναγκαία πορίσματα για τον σωτήριο ρόλο της κοινής προσπάθειας και της απαραίτητης ομόνοιας. Το ερώτημα, κατά συνέπεια, θα μπορούσε να είναι: ποια δύναμη προσφέρεται προκειμένου να εξισορροπήσει τις αδυναμίες της Ελλάδος στον διεθνή χώρο; Η απάντηση δεν μπορεί – κατά τη γνώμη μου – να είναι άλλη: η Δύση και κατά κύριο λόγο η Ευρώπη. Η παράδοση, οι ιστορικές εμπειρίες, η σύγχρονη πραγματικότητα αυτό υπαγορεύουν».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω