Το βιβλίο της Θέα Χάλο Ούτε το όνομά μου αποτελεί μια σπάνια προσωπική μαρτυρία της σφαγής του ποντιακού Ελληνισμού μέσα από την αφήγηση της μητέρας της Θέμιας/Σάνο, η οποία στις 14 Μαΐου, Γιορτή της Μητέρας και ημέρα έκδοσης του βιβλίου, γιορτάζει τα ενενηκοστά γενέθλιά της.


Η συγγραφέας δεν είχε καμία ιδιαίτερη γνώση της εθνικής ταυτότητάς της ως το 1989, οπότε για πρώτη φορά συνόδευσε τη μητέρα της στον Πόντο, από όπου ξεκληρίστηκε η οικογένειά της 70 χρόνια νωρίτερα. Αυτή η εμπειρία την έφερε κοντά στις ρίζες της και την οδήγησε στη συγγραφή του οδοιπορικού μιας νεαρής Ελληνίδας του Πόντου που καταφέρνει να επιβιώσει από τις κακουχίες, στερήσεις και σφαγές των ομοεθνών της για να ξαναρχίσει τη ζωή της στη Νέα Υόρκη.


Η αφήγηση της Θέα Χάλο είναι συναρπαστική, ιδίως η περιγραφή της βουκολικής ζωής στα βουνά του Πόντου, όπου η τρισχιλιετής ελληνική παρουσία ξεριζώθηκε από τις δυνάμεις του Ατατούρκ στο διάστημα από το 1916 ως το 1923. Η απέλαση της οικογένειας το 1920, η περιπλάνηση της 10χρονης τότε Θέμιας στη Νότια Τουρκία, η φυγή της στο Αλέπο της Συρίας, ο γάμος της στα 15 τρυφερά της χρόνια με έναν ασσύριο άνδρα τρεις φορές μεγαλύτερό της και η νέα ζωή της στην Αμερική, όπου ανατρέφει 10 παιδιά, περιγράφονται με τρόπο ευαίσθητο αλλά και διεισδυτικό. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας ανθρώπινης τραγωδίας αλλά και μιας ιστορίας θάρρους και ανθεκτικότητας. Στο επίκεντρο βρίσκεται μια απλή ποντιακή οικογένεια που άθελά της ρίχνεται στο μάτι του κυκλώνα σε μια περίοδο βίαιων εθνικών εκκαθαρίσεων που τελικά έφεραν τον θάνατο σε 350.000 Ελληνες του Πόντου.


Ως τότε στα βουνά του Πόντου και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας Ελληνες και Τούρκοι ζούσαν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, εκτός από τις «συγκρούσεις της καρδιάς», ώσπου ο τρόμος των Νεότουρκων έφερε τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 και τις μαζικές απελάσεις, τις πορείες θανάτου, τα στρατόπεδα εργασίας άλλων γηγενών χριστιανικών πληθυσμών, που αποδεκάτισαν και τους Ελληνες του Πόντου. Οσο επιδεινώνονταν οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία τόσο χειροτέρευε και η θέση των Ελλήνων του Πόντου με τις χίλιες εκκλησίες και τα χίλια σχολεία στις αρχές του 20ού αιώνα. Η συγγραφέας, με έγγραφα από τα γερμανικά και αυστριακά αρχεία της εποχής, μας υπενθυμίζει ότι οι εκδιώξεις και η εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου ήταν η ξεχασμένη γενοκτονία του περασμένου αιώνα, αφού επρόκειτο για συστηματική και προμελετημένη τουρκική πολιτική αφανισμού του ελληνικού στοιχείου που ζούσε στη Μικρά Ασία και στον Πόντο, όπως έγινε και με την εξολόθρευση 1,5 εκατ. αρμενίων και 750.000 σύρων χριστιανών.



Η Θέμια διηγείται στην κόρη της την ευτυχισμένη ζωή μιας παραδοσιακής αγροτικής οικογένειας που ακολουθεί έθιμα αιώνων ως την άνοιξη του 1920, οπότε αρχίζουν τα δεινά. Ο Κεμάλ Ατατούρκ διατάζει την εκδίωξη των Ελλήνων του Πόντου και ακολουθεί μια πορεία θανάτου που διαρκεί επτά-οκτώ μήνες από τα βουνά του Πόντου προς τον Νότο της Τουρκίας χωρίς φαγητό, νερό και στέγη. Ανάμεσα σε αυτούς που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα χωριά τους είναι και η οικογένεια της Θέμιας, οι γονείς και έξι μικρά παιδιά, σε μια πορεία από τον Παράδεισο στην Κόλαση. Η Θέμια βλέπει τις μικρές αδελφές της να πεθαίνουν σε αυτή τη διαδρομή, μπροστά στα μάτια της ανήμπορης μητέρας της που αδυνατεί να προσφέρει τη φροντίδα στα παιδιά της, τα οποία ως τότε ήταν η πεμπτουσία της ζωής της.


Η εικόνα και ο ήχος του θανάτου, τα δάκρυα, η πείνα, οι εφιάλτες, η επαιτεία μιας υπερήφανης οικογένειας κυριαρχούν σε αυτή τη διαδρομή από τα βουνά του Πόντου προς τον Νότο ώσπου η οικογένεια διαφεύγει των δημίων της και κρύβεται στο Καραμπαχτσέ.


Συγκινητική είναι η περιγραφή της οδυνηρής απόφασης των γονέων της να παραδώσουν τη νεαρή Θέμια σε μια οικογένεια σύρων χριστιανών ώστε να διασωθεί η ίδια, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο από την πείνα. Εκεί η θετή οικογένειά της αλλάζει το ελληνικό όνομα Θέμια (Ευθυμία) στο κουρδικό Σάνο, αλλά η νεαρή Πόντια δεν αντέχει την καταπίεση και διαφεύγει στο Ντιγιαρμπακίρ και από εκεί στο Αλέπο της Συρίας με μια οικογένεια Αρμενίων που την περιέθαλψε. Καθώς διασχίζει τα σύνορα προς τη Συρία η Σάνο αφήνει πίσω της τη χώρα που υπήρξε πηγή ευτυχίας στα πρώτα χρόνια της ζωής της και οδύνης αργότερα, για πρώτη φορά χωρίς τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς της, που όμως κυριαρχούν πάντα στα όνειρά της. Εκεί στο Αλέπο, μετά από προξενιό, παντρεύεται το 1925, σε ηλικία 15 ετών, τον 45χρονο σύρο χριστιανό Αβραάμ, που έχει γεννηθεί κοντά στο Ντιγιαρμπακίρ, έχει ζήσει στην Αμερική και επισκέπτεται συχνά τη Μέση Ανατολή. Ετσι αποκτά και αυτή επιτέλους κάποιον που της ανήκει, έναν άνδρα του οποίου η ζωή ήταν επίσης γεμάτη περιπέτειες και διώξεις.


Στις 25 Αυγούστου 1925 το νιόπαντρο ζευγάρι φθάνει στη Νέα Υόρκη, όπου όλα φάνταζαν στη 15χρονη Σάνο μεγάλα, παράξενα και ενδιαφέροντα. Στον νέο κόσμο αρχίζει μια νέα ζωή από το μηδέν με τον 10χρονο γιο του άνδρα της από προηγούμενο γάμο του και με άλλα 10 δικά της παιδιά που γεννιούνται από το 1926 ως το 1950. Στη Νέα Υόρκη ανακαλύπτει και λατρεύει τον κινηματογράφο, που αποτελεί τη μόνη ανακούφιση από τα οικογενειακά βάρη, ψηφίζει για πρώτη φορά στη ζωή της σε ηλικία 21 ετών, εργάζεται σε εργοστάσιο μπισκότων και όλο της το ταλέντο το αφιερώνει στην ανατροφή των έξι κοριτσιών και των τεσσάρων αγοριών της ως τον θάνατο του Αβραάμ στα 94 χρόνια του, ο οποίος της εκμυστηρεύεται στο τέλος της ζωής του ότι υποπτευόταν αδικαιολόγητα τον γυναικολόγο της για την πατρότητα του τελευταίου γιου του.


Τον Αύγουστο του 1989 μητέρα και κόρη (η συγγραφέας) επιστρέφουν στην Τουρκία σε αναζήτηση της χαμένης πατρίδας που ούτε στους χάρτες δεν αναφέρεται πλέον. Με τη βοήθεια δύο εξυπηρετικών νεαρών Τούρκων εντοπίζουν το χωριό Αϊοντονί (Αγιο Αντώνη) νοτίως της Φάτσα και Ορντού. Η μητέρα δεν θέλει να έχει μεγάλες προσδοκίες για να μην απογοητευθεί, ελπίζει όμως κρυφά ότι θα συναντήσει κάποιον που τη θυμάται, ότι θα βρει το πατρικό της σπίτι όρθιο, ακόμη και το αγαπημένο της μοσχαράκι, το οποίο εγκατέλειψε βιαστικά εκείνη την ημέρα της εξορίας την άνοιξη του 1920. Δεν βρίσκει όμως παρά ερείπια, ο τόπος είναι τόσο άδειος και απόμακρος που δεν έχει καμία όρεξη να μείνει έστω και για λίγο. Η κόρη της όμως για πρώτη φορά στη ζωή της ανακαλύπτει τις ρίζες της, κλαίει για μια κληρονομιά που ως τότε της ήταν άγνωστη, αλλά τώρα της φαίνεται τόσο οικεία γιατί εκεί βρίσκει την πηγή της αθωότητας, της δύναμης και της γενναιοδωρίας της μητέρας της.


Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρετεί ως σύμβουλος Τύπου στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.