Οταν ο Γκόρντον Παρκς (1912-2006) εξέφρασε την επιθυμία του να σπουδάσει, ο καθηγητής του στο φυλετικά διαχωρισμένο γυμνάσιο όπου φοιτούσε κάγχασε δυνατά. «Μη χάνεις τον χρόνο σου, αγόρι μου» φέρεται να του είπε. «Ενας μαύρος στο κολέγιο σημαίνει πεταμένα λεφτά». Είναι άγνωστο τι συνέβη στη ζωή του «εκπαιδευτικού» ο οποίος σίγουρα θεωρούσε ότι μιλούσε καλοπροαίρετα προετοιμάζοντας έναν νεαρό Αφροαμερικανό για την πραγματικότητα της χώρας όπου ζούσε. Αυτό που είναι γνωστό όμως είναι ότι ο Γκόρντον Παρκς δεν πτοήθηκε. Και μολονότι όντως δεν φοίτησε ποτέ σε κάποιο πανεπιστήμιο, έγινε τελικά ο πρώτος (μαύρος) φωτορεπόρτερ στο Γραφείο Πληροφοριών του Αμερικανικού Στρατού, ο πρώτος «νέγρος» φωτογράφος που προσέλαβε το περιοδικό «Life» ως μέλος του προσωπικού του για περισσότερα από είκοσι χρόνια, όπως και ο πρώτος Αφροαμερικανός που έγινε παραγωγός και σκηνοθέτης ταινιών, χάρη και στην παρότρυνση του Τζον Κασσαβέτη. Στον Γκόρντον Παρκς αποδίδεται η πατρότητα του κινηματογραφικού είδους «blaxploitation», καθώς η ταινία  του «Shaft» (1971) με τον σέξι ιδιωτικό ντετέκτιβ Τζον Σαφτ ως αντίπαλον δέος του ολόλευκου Τζέιμς Μποντ έφερε στο mainstream μαύρους χαρακτήρες ως θετικούς ήρωες και έγινε η αφορμή για να ερμηνεύσει ο Αϊζακ Χέιζ το ομώνυμο εθιστικό τραγούδι και να γίνει κι εκείνος με τη σειρά του ο πρώτος αφροαμερικανός μουσικός που τιμήθηκε με βραβείο Οσκαρ.

Επιπλέον ο Παρκς δούλεψε και για την αμερικανική «Vogue» όταν τη διηύθυνε ο Αλεξάντερ Λίμπερμαν. Ο θρυλικός καλλιτεχνικός διευθυντής είχε εμπιστευθεί το ταλέντο του παρά τον κραταιό ρατσισμό της εποχής καθώς διέκρινε ότι ο Παρκς θα έφερνε νέο αέρα στη φωτογραφία μόδας έτσι όπως αποτύπωνε τα μοντέλα σε κίνηση και όχι σε στατικές πόζες, όπως συνηθιζόταν.
Ο Γκόρντον Παρκς υπήρξε βέβαια πρώτα απ’ όλα φωτογράφος, ο οποίος μάλιστα αποτύπωσε τα δεινά των Αφροαμερικανών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 στο πλαίσιο κυβερνητικών προγραμμάτων, όπως εκείνο του Τμήματος Πληροφοριών της FSA (Υπηρεσία Αγροτικής Υποστήριξης) υπό την καθοδήγηση του εμπνευστή του, Ρόι Στράικερ, και μαζί με τους κορυφαίους αμερικανούς φωτορεπόρτερ Ντοροθέα Λανγκ και Γουόκερ Εβανς. Σε όλη τη διάρκεια των 60 χρόνων της καριέρας του θεωρούσε ορόσημο αυτή τη συγκεκριμένη δημιουργική περίοδο της ζωής του. Είναι και εκείνη στην οποία εστιάζει η έκθεση «Gordon Parks: The New Tide, Early Work 1940-1950» την οποία διοργανώνει η Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης της Ουάσιγκτον σε συνεργασία με το Ιδρυμα Γκόρντον Παρκς και θα φιλοξενηθεί στο Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ από τις 23 Μαρτίου.
Η «μαύρη εκδοχή»
Εκεί παρουσιάζονται μερικές από τις γνωστές φωτογραφίες του με προεξάρχουσα την «American Gothic» (1942), γνωστή και ως η «μαύρη εκδοχή» ενός από τους πιο γνωστούς πίνακες του ζωγράφου Γκραντ Γουντ (1891-1942) που αποτυπώνει την πεμπτουσία της ζωής στην αμερικανική ύπαιθρο με τον κτηματία, το δικράνι και την αδελφή του και με φόντο το αγροτόσπιτό τους. Στη φωτογραφία του Παρκς υπάρχει μόνο μια μαύρη γυναίκα, η καθαρίστρια Ελα Γουάτσον, πάνοπλη με τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν τη θέση των γυναικών της φυλής της, εν προκειμένω μια σκούπα και μια σφουγγαρίστρα, πάντοτε με φόντο την αμερικανική σημαία.
Η ζωή είναι αγώνας
Ο Παρκς είχε να επιδείξει εντυπωσιακές επιδόσεις σε κάθε τομέα στον οποίο αποφάσιζε να δραστηριοποιηθεί και ήταν πάντα αυτοδίδακτος. Και ανήκε σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που γνώριζε, έστω από ανάγκη, ότι την τύχη του κανείς τη φτιάχνει μόνος του. Δεν έχεις και πολλές επιλογές όταν είσαι το 15ο παιδί ενός αγρότη στο Φορτ Σκοτ του Κάνσας και μεγαλώνεις πάμπτωχος σε μια χώρα όπου η φυλή σου λιντσάρεται. Ορφανός από μητέρα στα 14 του, ο Παρκς βρέθηκε στον δρόμο πολύ νωρίς και έμαθε να επιβιώνει. Γνώριζε από νωρίς ότι η ζωή είναι αγώνας, ιδίως απ’ όταν στα έντεκά του χρόνια τρία λευκά αγόρια τον είχαν ρίξει στο ποτάμι έχοντας πλήρη επίγνωση πως δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Πανέξυπνος, καπάτσος και αεικίνητος έκανε ένα σωρό δουλειές του ποδαριού, και το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία γεννήθηκε όταν δουλεύοντας ως σερβιτόρος σε ένα τρένο το 1937 έπεσε στα χέρια του ένα περιοδικό που είχε αφήσει πίσω του ένας επιβάτης. Το φωτορεπορτάζ με τις εικόνες φτωχών μεταναστών που είχε στις σελίδες του τον συγκλόνισε σε τέτοιον βαθμό ώστε να κατέβει στην επόμενη στάση και να αγοράσει μια μηχανή Voigtlander Brillant από ένα ενεχυροδανειστήριο.
Ενας από αυτούς
Οι φωτογραφίες του τράβηξαν την προσοχή της γυναίκας του πυγμάχου Τζο Λούις, η οποία τον παρότρυνε να εγκατασταθεί στο Σικάγο με την υπόσχεση να προωθήσει τη δουλειά του. Ο Παρκς ξεκίνησε λοιπόν ως επαγγελματίας πορτρετίστας των γυναικών της υψηλής κοινωνίας, αλλά βέβαια δεν μπορούσε να γυρίσει την πλάτη του στους φτωχούς Αφροαμερικανούς της πόλης. Στην ψυχή του έμεινε για πάντα ένας από αυτούς, έως ότου πέθανε στα 94 του από καρκίνο, το 2006.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω