Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, προϋπόθεση για να γίνει μια συναλλαγή είναι να συναντηθούν προσφορά και ζήτηση. Η συνθήκη αυτή είναι αναγκαία και στην αγορά χρήματος. Για να δοθεί μια χρηματοδότηση θα πρέπει ο πιστωτής να διαθέτει τη ρευστότητα που ζητείται από τον υποψήφιο δανειολήπτη, ο τελευταίος να πληροί τα κριτήρια πιστοληπτικής αξιολόγησης και οι δύο πλευρές να τα βρουν στους βασικούς όρους αποπληρωμής: κατά βάση στο επιτόκιο.
Στην Ελλάδα της κρίσης οι προϋποθέσεις αυτές έπαψαν να αποτελούν τον γενικό κανόνα. Μετά τον αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές το 2010, οι τράπεζες έχασαν την πρόσβασή τους στις διεθνείς πηγές άντλησης ρευστότητας και απώλεσαν στα χρόνια που ακολούθησαν σχεδόν τις μισές καταθέσεις τους.
Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις με σχέδια ανάπτυξης που πληρούσαν τα κριτήρια για τραπεζικό δανεισμό μειώθηκαν δραματικά. Το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Η συνολική χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα συρρικνώθηκε μέσα σε 8 χρόνια από τα 260 δισ. ευρώ στα 180 δισ. ευρώ περίπου. Και συνεχίζει να περιορίζεται έως και σήμερα.

Το πτωτικό σπιράλ συρρίκνωσης από το 2015

Η αγορά θα μπορούσε να εξέλθει νωρίτερα από αυτό το σπιράλ πιστωτικής συρρίκνωσης, ωστόσο την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες στα τέλη του 2014 ετοιμάζονταν να ανοίξουν ξανά τις κάνουλες των δανείων, τα πάντα ανατράπηκαν.
Σε εκείνη τη συγκυρία, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι, έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίησή τους αποκλειστικά με ιδιωτικούς πόρους, τις πρώτες εκδόσεις ομολόγων για άντληση ρευστότητας και με τις καταθέσεις σε υψηλά τριών ετών, δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους για νέες δανειοδοτήσεις έως και 15 δισ. ευρώ, κυρίως προς τον επιχειρηματικό τομέα, στο 12μηνο που θα ακολουθούσε.
Μετά την πολιτική αλλαγή του 2015, οι σχεδιασμοί πήγαν περίπατο. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, έχασαν εκ νέου την πρόσβασή τους στις αγορές, απώλεσαν το 25% της καταθετικής τους βάσης, περί τα 40 δισ. ευρώ, ο δανεισμός τους από τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) έφτασε τα 90 δισ. ευρώ, ενώ οδηγήθηκαν στα capital controls και σε μια νέα αναγκαστική κεφαλαιακή ενίσχυση. Ολα αυτά σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, με την εμπιστοσύνη στο ναδίρ, υπό τον φόβο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη και τη διάθεση για νέες επενδύσεις ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Η ώρα της ανάκαμψης, αλλά με… περιορισμούς

Εκτοτε έχει κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι. Με την επιτυχή εφαρμογή και ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, η οικονομία επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υλοποιήθηκαν οι πρώτες εκδόσεις τίτλων χρέους, η διατραπεζική αγορά ξανάνοιξε, ο ELA τείνει προς εξάλειψη, ενώ ένα μέρος των καταθέσεων, περίπου το 1/4 όσων είχαν αποσυρθεί, επανήλθε στο σύστημα. Την ίδια στιγμή, η εμπιστοσύνη στην οικονομία έχει βελτιωθεί σημαντικά και είναι εμφανές πλέον το ενδιαφέρον εγχώριων και ξένων επιχειρήσεων για επενδύσεις σε κλάδους με προοπτικές ανάκαμψης.
Παρ’ όλα αυτά, η τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει υποτονική. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον περασμένο Ιούλιο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των υπολοίπων των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα παρέμενε αρνητικός στο -1,50%. Καλύτερη εικόνα εμφάνιζαν οι επιχειρήσεις με την πιστωτική μεταβολή να διαμορφώνεται στο -1%.
Η διατήρηση του πιστωτικού κινδύνου σε υψηλότερα του κανονικού επίπεδα και οι περιορισμένες ακόμη πηγές ρευστότητας για τον εγχώριο κλάδο καθιστούν τις τράπεζες πιο επιφυλακτικές στη χορήγηση νέων δανείων. Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των υγιών επιχειρήσεων, που είναι σε θέση να παράσχουν τις απαραίτητες για τις τράπεζες εξασφαλίσεις, είναι περιορισμένος. Ακόμη και υγιή σχήματα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είχαν πρόσβαση σε δανεισμό, σήμερα δεν χρηματοδοτούνται.
Η αλήθεια είναι, σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος, ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει ακόμη τη δυνατότητα να δανειοδοτήσει εταιρείες ή επαγγελματίες που δεν μπορούν να αποδείξουν ή να εγγυηθούν ότι οι πιθανότητες να αποπληρώσουν τα χρήματα που θα λάβουν είναι σημαντικές.
Στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στατιστικά στις δανειοδοτήσεις ανά κλάδο δραστηριότητας, καθώς αποτυπώνουν τους τομείς επιχειρηματικότητας τους οποίους οι τράπεζες έχουν αρχίσει να δανειοδοτούν με μεγαλύτερη ευκολία. Για παράδειγμα, τα δάνεια στον κλάδο της μεταποίησης τρέχουν με ετήσιο ρυθμό 5,90%, στον τουρισμό με 2,90%, ενώ στο εμπόριο εμφανίζονται τάσεις σταθεροποίησης. Στον αντίποδα οι ρυθμοί είναι αρνητικοί στις κατασκευές (-2,4%), στις αποθηκεύσεις / μεταφορές (-1,7%), στη ναυτιλία (-3,50%), στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας (-3,30%) και στα δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών (-1,50%).

Οι προβλέψεις για την επόμενη 3ετία

Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το 2018 τα νέα δάνεια, συμπεριλαμβανομένων και των αναχρηματοδοτήσεων υφιστάμενων ανοιγμάτων που θα λήξουν, θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα επίπεδα των 10 δισ. ευρώ και ανάλογα με την πρόοδο στην οικονομία να αυξηθούν περαιτέρω τα επόμενα έτη. Προσθέτουν ωστόσο ότι οι δυνατότητες χρηματοδότησης, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, δεν είναι απεριόριστες. Και αυτό διότι η προσφορά δανείων θα εξαρτηθεί από τον βαθμό ενίσχυσης των καταθετικών υπολοίπων, την επανασύνδεση των τραπεζών με τις αγορές, αλλά και την πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Υπό αυτούς τους περιορισμούς, εκτιμάται ότι τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα παραμείνει στο μηδέν. Δηλαδή, όσα χρήματα αποπληρώνουν οι πελάτες των τραπεζών για παλαιά δάνεια τόσα θα δίνονται για νέες χορηγήσεις.

Προγράμματα σε συνεργασία με αναπτυξιακούς φορείς

Στήριξη και ευνοϊκές λύσεις χρηματοδότησης μπορούν να εξασφαλίσουν επιχειρήσεις όλων των μεγεθών μέσω των συμφωνιών που έχουν υπογράψει οι ελληνικές τράπεζες με εγχώριους και ευρωπαϊκούς αναπτυξιακούς φορείς. Τα προγράμματα που είναι ενεργά αυτή τη στιγμή είναι τα εξής:

Πρόγραμμα Εγγυοδοσίας «COSME»

Οι τράπεζες σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων συμμετέχουν στο Πρόγραμμα Εγγυοδοσίας «COSME», το οποίο παρέχει χρηματοδότηση για την ενίσχυση Mικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Παρέχεται χρηματοδότηση έως 150.000 ευρώ. Εφόσον η επιχείρηση δεν πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του προγράμματος InnovFin που απευθύνονται σε καινοτόμες επιχειρήσεις, το ύψος του δανείου μπορεί να ανέλθει έως και 3 εκατ. ευρώ.
Προσφέρει τρεις μορφές χρηματοδότησης:
l Mακροπρόθεσμη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
l Mεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης.
l Bραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση για την κάλυψη αναγκών που σχετίζονται με το εμπορικό/συναλλακτικό κύκλωμα.
Η διάρκεια του δανείου εξαρτάται από τη χρηματοδότηση που θα επιλέξετε και κυμαίνεται από 12 έως 120 μήνες.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων παρέχει εγγύηση έως 10 έτη.

Ταμείο Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ)

Καλύπτει όλες τις επιχειρηματικές ανάγκες, επενδυτικές, αναπτυξιακές αλλά και καθημερινές, με χρηματοδότηση με μηδενικό επιτόκιο για το 50% του δανείου, λόγω άτοκης συμμετοχής κεφαλαίων του Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ).
Απευθύνεται σε Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) κάθε νομικής μορφής, νεοσύστατες και μη. Καλύπτει χρηματοδότηση για επενδυτικά δάνεια, από 10.000 έως 800.000 ευρώ ή δάνειο κεφαλαίου κίνησης, από 10.000 έως 300.000 ευρώ.

Συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Οι τράπεζες σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) προσφέρουν χρηματοδότηση σε Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και Επιχειρήσεις Μεσαίας Κεφαλαιοποίησης.
Η χρηματοδότηση φθάνει έως 12,5 εκατ. ευρώ, με διάρκεια που κυμαίνεται κατά κανόνα από 2 έως 12 έτη και με τις συνήθεις εξασφαλίσεις για τέτοιου τύπου χρηματοδοτήσεις.
Προσφέρονται δύο μορφές χρηματοδότησης:
– Κεφαλαίου κινήσης.
– Χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.

Πρόγραμμα Εγγυοδοσίας InnovFin

Απευθύνεται σε καινοτόμες Μικρομεσαίες (ΜΜΕ) καθώς και σε μικρού μεγέθους μεσαίας κεφαλαιοποιήσεως επιχειρήσεις – Small MidCaps, ανεξαρτήτως κλάδου και νομικής μορφής.
Παρέχεται χρηματοδότηση από 25.000 έως 7.500.000 ευρώ:
– Μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
– Βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, για την κάλυψη αναγκών που σχετίζονται με το εμπορικό/συναλλακτικό κύκλωμα της επιχειρήσεως.
– Μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση κεφαλαίου κινήσεως.
Η διάρκεια του δανείου εξαρτάται από τη χρηματοδότηση που θα επιλέξετε και κυμαίνεται από 12 έως 120 μήνες. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων παρέχει εγγύηση έως και για 10 έτη.