Μαρίζα Μπέρενσον: Η ασυμβίβαστη
Η αμερικανίδα ηθοποιός και μοντέλο, εγγονή της σχεδιάστριας μόδας Ελσα Σιαπαρέλι, έχει ζήσει μια μυθική ζωή με τους δικούς της όρους.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στο σπίτι των Μπέρενσον η αγάπη για τις τέχνες ήταν ανέκαθεν αδιαπραγμάτευτη. «Εσύ μοιάζεις με μοντέλο του Μοντιλιάνι» συνήθιζε να λέει η μητέρα στην πρωτότοκη κόρη της, Μαρίζα. «Εσύ πάλι είσαι σαν να έχεις βγει από πίνακα του Ρενουάρ» έλεγε στην έναν χρόνο μικρότερη Μπερίνθια (Μπέρι). Η ατίθαση Μαρίζα, η επαναστάτρια, όπως θα αποδεικνυόταν, της οικογένειας, πληγωνόταν όταν άκουγε τον παραλληλισμό. Ως παιδί έβρισκε πολύ άσχημες τις μακρόστενες φιγούρες στους πίνακες του ιταλού καλλιτέχνη και πολύ θελκτικές τις ξανθές, ροδαλές και στρουμπουλές γυναίκες που ζωγράφιζε ο γάλλος μετρ.
Τελικά θα τα έφερνε έτσι η ζωή και θα γίνονταν και οι δύο αδελφές μοντέλα. Μόνο που εκείνη η οποία μεσουράνησε στα editorial μόδας και στα εξώφυλλα της «Vogue» και του «Interview» και έφτασε να γίνει ακόμη και η πιο ακριβοπληρωμένη επαγγελματίας στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήταν η μοντιλιανική Μαρίζα. Κι όμως, ακόμη και όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της θα αναρωτιόταν τι της έβρισκαν όλοι οι μεγάλοι φωτογράφοι που έστρεφαν τα φλας επάνω της, αδυνατώντας να ξεχάσει ότι οι συμμαθητές της στο σχολείο την φώναζαν «Ολιβ Οϊλ, η φιλενάδα του Ποπάι».
Η Μπέρι, από την άλλη, δεν μακροημέρευσε στον χώρο. Πήρε θέση πίσω από τον φακό και ως φωτογράφος πλέον παρακολουθούσε από ασφαλή απόσταση τα τεκταινόμενα στον χώρο της μόδας. Παντρεύτηκε τον ηθοποιό Αντονι Πέρκινς, έκανε δύο παιδιά μαζί του και έμεινε στο πλευρό του μέχρι που ο ιός του AIDS τού στέρησε και την τελευταία του ανάσα. Η ίδια βρέθηκε να είναι επιβάτις στην πτήση 11 της American Airlines που προσέκρουσε πρώτη στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και έγινε ένα από τα χιλιάδες θύματα της πιο διαβόητης τρομοκρατικής επίθεσης στην Ιστορία.
Το DNA της μόδας
Η λαμπερή ζωή της Μαρίζας δεν σημαδεύτηκε από τόσο δραματικά γεγονότα. Διέθετε ωστόσο από την αρχή όλο το drama – κατ’ αρχάς το ενδοοικογενειακό – που την καθιστούσε συναρπαστική, απίθανη, μυθική, χωρίς να είναι τραγική για την πρωταγωνίστριά της. Για παράδειγμα, η Μαρίζα Μπέρενσον (1947-) υπήρξε από τα πρώτα μοντέλα της «Vogue» που πόζαρε γυμνή στις σελίδες του περιοδικού, γεγονός που είχε προκαλέσει την οργή και ενδεχομένως την αποπληξία της γιαγιάς της, της θρυλικής Eλσα Σιαπαρέλι, της πρώτης σχεδιάστριας μόδας που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του «Time» το 1934 και υπήρξε το αντίπαλο δέος για την Κοκό Σανέλ. Tο brand της γνωρίζει αναγέννηση τα τελευταία χρόνια, με τα εγκαίνια μιας εντυπωσιακής boutique στην αγαπημένη της Place Vendôme, ένα hommage στη γυναίκα που υπήρξε πρωτοπόρος για τη μόδα της εποχής της την περίοδο του Μεσοπολέμου με τις σουρεαλιστικές δημιουργίες της (εμπνευσμένες από το στυλ του Σαλβαδόρ Νταλί και του Ζαν Κοκτό) και έντυνε εκκεντρικές προσωπικότητες όπως η Γκρέτα Γκάρμπο. Ομως, όταν επρόκειτο για τις εγγονές της, αυτή η πρωτοπόρος γυναίκα και επαγγελματίας αδυνατούσε να εναρμονιστεί με τα ήθη της γενιάς τους. «Νομίζω ότι έβλεπε σε εμένα στοιχεία του εαυτού της που ήθελε να απωθήσει. Η σχέση της με την αδελφή μου ήταν πιο εύκολη, γιατί η Μπέρι ήταν πιο ήσυχη και δεν δημιουργούσε κυματισμούς» έχει σχολιάσει για τη Σιαπαρέλι η Μπέρενσον.
Η σχέση της με τη μητέρα της και κόρη της Ελσα ήταν εξίσου έντονη και συγκρουσιακή. Η διάσημη socialite κόμισσα Μαρία Λουίζα Υβόν Ράντα ντε Βεντ ντε Κέρλορ, γνωστή ως Γκόγκο Σιαπαρέλι, ήταν έτοιμη να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο όταν ο φίλος της μητέρας της, Σαλβαδόρ Νταλί, είχε προτείνει στη μόλις 13 χρόνων Μαρίζα να τη ζωγραφίσει πλήρως απαλλαγμένη από τα ρούχα της στο σπίτι του στο Καδακές, όπου φιλοξενούνταν σύσσωμη η οικογένεια Μπέρενσον. «Βρωμόγερε» τον είχε επιπλήξει θιγμένη η Gogo, μια αντίδραση που δεν είχε εμποδίσει στο παραμικρό την κόρη της να καλλιεργήσει μια φιλική σχέση με τον σουρεαλιστή ζωγράφο μέχρι τον θάνατό του, το 1989. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μου είπε πως τα κόκαλα των γοφών μου είναι σαν κουκούτσια κερασιού. Ο,τι κι αν σήμαινε αυτό, τέλος πάντων». Η Μπέρενσον τσακωνόταν συχνά με τη μητέρα της και λάτρευε τον άνδρα της οικογένειας και πατέρα της. Ο αμερικανός Ρόμπερτ Λόρενς Μπέρενσον είχε διατελέσει διευθυντής της εφοπλιστικής εταιρείας του Αριστοτέλη Ωνάση, όπως περιέγραφε η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξή της στο περιοδικό «Purple» (λέγεται μάλιστα ότι ο έλληνας κροίσος είχε βαφτίσει και την Μπέρι). Ως διπλωμάτης είχε υπηρετήσει στην Ασία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Λιβύη, όπου περνούσε και η Μαρίζα τα καλοκαίρια της. Τον υπόλοιπο χρόνο η νεαρή γόνος φοιτούσε σε πανάκριβα οικοτροφεία της Ευρώπης σε Γαλλία και Ελβετία και εντυπωσίαζε τις συμμαθήτριές της με το έμφυτο στυλ της. Ο Μπέρενσον πέθανε απροσδόκητα από λευχαιμία όταν εκείνη ήταν 16 ετών και άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη ζωή της. Την ίδια χρονιά η Μαρίζα έκανε την εντυπωσιακή είσοδό της στον κόσμο της μόδας.
Κινούμενο έργο τέχνης
Οπως έχει δηλώσει επανειλημμένα η Μαρίζα Μπέρενσον ήθελε από μικρή να γίνει μοντέλο. Αν μη τι άλλο, είχε την εμπειρία για να ξέρει ακριβώς για τι πράγμα μιλούσε και ονειρευόταν. Οταν ήταν παιδάκι, είχε ποζάρει μαζί με την αδελφή της για τον φακό του Ρίτσαρντ Αβεντον και είχε δει τη φωτογραφία να δημοσιεύεται στο εξώφυλλο του χριστουγεννιάτικου τεύχους του «Elle». Οταν ήταν έφηβη είχε φωτογραφηθεί μαζί με τη διάσημη γιαγιά της και τη socialite μαμά της από τον Ιρβινγκ Πεν για τη «Vogue», στην πρώτη από τις αμέτρητες φωτογραφίες της για το περιοδικό και τα εξώφυλλά του. Η Μπέρενσον είχε γεννηθεί σε μια οικογένεια που γνώριζε πολύ καλά τη μόδα και διέθετε βέβαια και όλες τις υψηλές διασυνδέσεις που θα υποστήριζαν κάθε επιλογή της.
Εκείνη που τελικά την ανακάλυψε όταν ήταν μόλις 16 χρόνων ήταν η επικεφαλής της «Vogue» και καλή φίλη της γιαγιάς και του πατέρα της, Νταϊάνα Βρίλαντ. Πρόκειται για σχήμα λόγου, φυσικά, δεδομένου ότι η Βρίλαντ την ήξερε από παιδάκι, όταν όμως την είδε ως νεαρή γυναίκα σε έναν χορό ντεμπιτάντ στη Νέα Υόρκη την έστειλε αμέσως για να τη φωτογραφίσει ο Μπερτ Στερν. Η επόμενη φωτογράφιση-ανάθεση για τη «Vogue» ήταν στο Παρίσι με τον Ντέιβιντ Μπέιλι πίσω από τον φακό και η συνέχεια υπήρξε μια ιλιγγιώδης πορεία προς την κορυφή.
Η ειρωνεία είναι ότι μόλις έναν μήνα νωρίτερα η Αϊλίν Φορντ του περιώνυμου πρακτορείου μοντέλων τής είχε ρίξει μια ματιά και της είχε κόψει σύρριζα τα φτερά λέγοντάς της ότι «ποτέ δεν πρόκειται να γίνεις μοντέλο». Η ζωή δικαίωσε τη Βρίλαντ και απέδειξε πόσο έξω είχε πέσει η Φορντ. Η Μπέρενσον άρχισε να ποζάρει για τους top φωτογράφους και τα κορυφαία περιοδικά, στην ουσία αποκλειστικά και μόνο για τους καλύτερους των καλύτερων, όπως οι Ιρβινγκ Πεν, Ρίτσαρντ Αβεντον, Χέλμουτ Νιούτον και ο προαναφερθείς Μπέιλι. Επιπλέον, έγινε η γυναίκα που περιοδικά μόδας όπως τo «Harper’s Bazaar» περιέγραφαν ως «έναν σεισμογράφο που καταγράφει τις τελευταίες τάσεις, τα μέρη που πρέπει να πάει κανείς και το πώς πρέπει να δείχνει όταν πηγαίνει εκεί». Με δυο λόγια, ήταν το «it girl για τα 70s», σύμφωνα με την ετυμηγορία του πάπα της μόδας για την εποχή, Ιβ Σεν Λοράν. «Ηταν υπέροχο, ήταν σαν να υποδύομαι ρόλους» συνόψιζε την καριέρα της.
Και ύστερα έπρεπε να αποδείξει ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα «pretty face» όταν την ανακάλυψαν οι κινηματογραφιστές και εκείνη αποφάσισε ότι ήθελε να ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον τους. Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ τής ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη μνημειώδη ταινία εποχής «Μπάρι Λίντον» (1975) στο πλευρό του Ράιαν Ο’Νιλ. Ο Μπομπ Φόσι της εμπιστεύτηκε τον ρόλο της πλούσιας εβραίας κληρονόμου Νατάλια Λαντάουερ στο «Καμπαρέ» (1972). Είχε τραβήξει την προσοχή του όταν την είδε να ποζάρει γυμνή στη «Vogue» και η ερμηνεία της την έφερε υποψήφια στις Χρυσές Σφαίρες και στα BAFTA.
Είχε προηγηθεί ο Λουκίνο Βισκόντι, ο οποίος της εμπιστεύτηκε έναν ρόλο στην ταινία του «Θάνατος στη Βενετία» (1971), αφότου τη γνώρισε από τον τέως εραστή του και τότε δικό της, τον αυστριακό ηθοποιό Χέλμουτ Μπέργκερ. Η Μπέρενσον είχε γοητευτεί από τον Μπέργκερ όταν τον είχε δει στην ταινία «Οι καταραμένοι» (1969) του Βισκόντι. «Δεν ενδιαφέρεται για τις γυναίκες» την είχε προειδοποιήσει ο πρίγκιπας Εγκον φον Φίστερμπεργκ, σύζυγος της πολύ καλής της φίλης (και γνωστής σχεδιάστριας) Νταϊάν. «Ποτέ δεν ξέρεις» είχε απαντήσει εκείνη, γνωρίζοντας πλέον ότι η μοντιλιανική της φιγούρα δεν προκαλούσε μόνο το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.
Διαλογισμός με τους Beatles
Η Μαρίζα Μπέρενσον βρισκόταν πάντα στη συντροφιά των ταλαντούχων, των ισχυρών και των εκλεκτών και ήξερε να προκαλεί τα πάθη. Ο πρώτος σύζυγός της, ο βιομήχανος Τζιμ Ράνταλ, έκανε τα πάντα για να την κατακτήσει και η εντυπωσιακή γαμήλια τελετή το 1976 με τους 800 καλεσμένους υπήρξε ένα κοσμικό γεγονός που δεν θα έχανε για τίποτε στον κόσμο ο καλός φίλος της Αντι Γουόρχολ. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να βοηθήσει με την αύρα του να στεριώσει ο γάμος, ο οποίος τέλειωσε δύο χρόνια αργότερα, αφότου καρποφόρησε μία κόρη. Δεύτερος στη σειρά ήταν ο δικηγόρος Ααρον Ρίτσαρντ Γκόλουμπ – αυτή τη φορά η συζυγική ζωή διήρκεσε πέντε χρόνια (1982-87). Δεν ήταν εύκολο να τιθασευτεί το ελεύθερο πνεύμα της Μπέρενσον, μιας γυναίκας που κρατούσε πάντα μέσα της εκείνο το κορίτσι που ξεκινούσε, για παράδειγμα, το 1968 να πάει στην πόλη Μαντράς της Ινδίας για μια φωτογράφιση στη «Vogue» με τον φωτογράφο και εραστή της Αρνό ντε Ροσνέ και τελικά παρεξέκλινε κάπου 1.480 μίλια για να βρεθεί σε ένα άσραμ (ερημητήριο ινδουιστών) στο Ρισικές, στις όχθες του Γάγγη, για να κάνει υπερβατικό διαλογισμό μαζί με τους Beach Boys και τους Beatles όσο ο Τζορτζ Χάρισον συνέθετε τραγούδια για το «White Album». Hταν άλλες οι εποχές, «ο κόσμος φαινόταν πολύ πιο ασφαλής τότε». Το τέλος της αθωότητας θα ερχόταν με πολύ απότομο τρόπο για την Μπέρενσον καθώς την 11η Σεπτεμβρίου που σκοτώθηκε η αδελφή της βρισκόταν και η ίδια σε ένα αεροπλάνο με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Η μοίρα τής είχε δώσει άλλη μία ευκαιρία σε μια ζωή που το δίχως άλλο τής έχει φερθεί γενναιόδωρα.

