«Και τρεις ατάκες να έχεις, οφείλεις να τις τιμήσεις»
Μια αθόρυβη εργάτρια του θεάτρου, μια ευέλικτη ηθοποιός που ξεχωρίζει πάνω στη σκηνή, ό,τι κι αν κληθεί να υποδυθεί, μιλάει στο «Βήμα» για τον ρόλο της στην παράσταση «Ο αυτόχειρ!», που συνεχίζεται στο Εθνικό Θέατρο, αλλά και για την ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Υπάρχει ένα θέμα με την Αγορίτσα Οικονόμου. Τρεις κουβέντες θα πει και σχεδόν η μισή από αυτές θα αφορά τον εαυτό της. Δεν είναι ότι το αποφεύγει, απλώς φαίνεται να εστιάζει περισσότερο σε πράγματα έξω από την ίδια. Οχι, δεν αναφερόμαστε σε κάποια ψευδοταπεινότητα. Αντιθέτως, επικαλούμαστε κάτι μάλλον ενστικτώδες, μια συναίσθηση άλλης υφής και ποιότητας, η οποία καθρεφτίζεται στα μάτια της, στα μετρημένα λόγια της, και έρχεται να αποκαλύψει τις γερές βάσεις της ευέλικτης υποκριτικής της δεινότητας. Το βέβαιο είναι ότι η ίδια πάντοτε ξεχωρίζει πάνω στη σκηνή. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ξεχωρίζει ακόμη και όταν δεν πρωταγωνιστεί, με τη στενή έννοια του όρου. Εν γένει, αυτό σπανίζει. Εν προκειμένω, εντυπωσιάζει.
Τις προάλλες συναντήσαμε την ηθοποιό στο κέντρο της Αθήνας, στον αριθμό 46 της οδού Ερμού, στο φιλόξενο Manοuka που βρίσκεται στον έβδομο όροφο του ξενοδοχείου Utopia. Με θέα την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό, συζητήσαμε για τον ρόλο που υποδύεται ετούτη την περίοδο στον «Αυτόχειρα» του Νικολάι Ερντμαν στο Εθνικό Θέατρο, μια ρωσική/σοβιετική τραγικωμωδία του 1928 που, ευτυχώς, αποδεικνύεται ανθεκτική στον χρόνο.
Η Αγορίτσα Οικονόμου, που έχει διαγράψει μια αθόρυβη αλλά εξαιρετική πορεία μέχρι σήμερα, ενσαρκώνει τη Μάσα, τη σύντροφο του Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ.
Χιούμορ και δράμα
Το έργο ξεκινά με μια σκηνή ανδρικής κρεβατομουρμούρας. «Η Μάσα είναι μια εργαζόμενη γυναίκα, φτωχή πλην αξιοπρεπής, η μόνη που δουλεύει και συντηρεί το σπίτι, αφού ο σύζυγός της (Μανώλης Μαυροματάκης) είναι άνεργος. Μες στη μαύρη νύχτα λοιπόν, μες στον ύπνο και στην κούρασή της, γίνεται μια παρεξήγηση που οδηγεί αρχικά στην απειλή του Σεμιόν ότι θα παραδώσει, όπως λέει, το πνεύμα. Η Μάσα αναστατωμένη απευθύνεται στη γειτονιά. Η παρεξήγηση μετατρέπεται κατόπιν σε ένα ανεξέλεγκτο δίκτυο που απλώνεται προς πάσα κατεύθυνση. Φτάνουμε στο σημείο να παρακολουθούμε πώς όλοι οι εμπλεκόμενοι, διαφορετικοί εκπρόσωποι της κοινωνίας, της πολιτικής και της διανόησης, της τέχνης και της Εκκλησίας, επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την επικείμενη αυτοχειρία ενός ανθρώπου προς όφελός τους. Που είναι φοβερό, ανατριχιαστικό, αν το συλλογιστούμε. Να σκέφτεται κανείς να αυτοκτονήσει, όπως ο βασικός ήρωας, για να αποκτήσει νόημα η ζωή του… Ωστόσο το έργο δεν είναι μια καθαρή κωμωδία. Παραπέμπει τόσο στον Γκόγκολ όσο και στον Τσέχοφ αλλά μόνο εν μέρει. Είναι ένα υπέροχο έργο που ενσωματώνει θαυμαστά το χιούμορ και το δράμα της ανθρώπινης φύσης/συμπεριφοράς. Στα σπουδαία κείμενα, κατά τη γνώμη μου, εμπεριέχονται και τα δύο αυτά στοιχεία. Δική μου φροντίδα, αν θέλετε, είναι να προσπαθώ να τα φωτίζω όσο πιο πολύ μπορώ. Ο «Αυτόχειρας» ανταποκρίνεται σε όσα διαχρονικά μας ορίζουν και για αυτό εξακολουθεί να μας αφορά».
Το πρίσμα της αγάπης
Με τη Μάσα πού (θα έλεγε ότι) συγκλίνει; «Είναι μια γυναίκα πλήρως δοσμένη στον σύζυγό της, άνευ όρων και μέχρι τέλους. Από τη μελέτη μου διαπίστωσα ότι αναφέρω το όνομά του 45 φορές! Είναι το πρότυπο της τρυφερής και υποστηρικτικής γυναίκας η Μάσα. Εξ ου και ταράζεται όταν εκείνος της καταλογίζει κάτι που εκείνη δεν έχει καν διανοηθεί. Δεν ξέρω αν θεωρείται παρωχημένη. Αυτό που εμένα τουλάχιστον με συγκινεί είναι ότι όλες της οι επιλογές, συνειδητές ή ασυνείδητες, περνούν μέσα από το πρίσμα της αγάπης. Βλέπουμε μια γυναίκα να ηγείται του σπιτιού της χωρίς καμία εξουσιαστική διάθεση. Δεν κρίνει τον σύζυγό της, αντιθέτως τον αποδέχεται και τον βοηθά με όλη της τη δύναμη. Ασπάζεται την αγάπη και πορεύεται βάσει αυτής. Κάτι που μάλλον μας λείπει σήμερα. Νομίζω ότι με τη Μάσα συγκλίνω πιο πολύ στην εργατικότητα και στην αφοσίωση» τόνισε η ίδια και, αν πάρετε τις συγκεκριμένες λέξεις και τις παρατάξετε δίπλα στη λέξη θέατρο, θα έχετε σχηματίσει την καλύτερη δυνατή εικόνα για την Αγορίτσα Οικονόμου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στα Πετράλωνα, έλκει όμως την καταγωγή της (και το μικρό της όνομα) από τη Θεσσαλία.
«Να ακούμε την κλίση μας»
«Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός. Χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Γιατί; Γιατί έτσι! Μυστήρια πράγματα αυτά, ασυνείδητα. Μόνο εκ των υστέρων τα νοηματοδοτούμε κάπως, ποτέ απολύτως. Το ήθελα, που λέτε, αλλά δεν το μοιραζόμουν. Από φόβο; Από ντροπή; Δεν ξέρω. Αποφάσισα εν τέλει να το κάνω επειδή δεν ήθελα να ξυπνήσω ένα πρωί, μετά από χρόνια, και να το έχω μετανιώσει. Εχω την αίσθηση ότι οφείλουμε να ακούμε την κλίση μας και να παλεύουμε – ή έστω να προσπαθούμε – για αυτήν» ανέφερε.
Η Αγορίτσα Οικονόμου ξεκίνησε από τη Δραματική Σχολή «Γ. Θεοδοσιάδης» στην οποία σήμερα διδάσκει. «Είκοσι δύο χρόνια στον χώρο. Αισίως. Παράπονο δεν έχω. Είμαι χαρούμενη για όλη την πορεία μου μέχρι σήμερα. Επιθυμία μου ήταν να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα, στα αρχαία και στα σύγχρονα έργα. Και είμαι ευγνώμων που είτε λόγω τύχης είτε λόγω επιλογής είτε λόγω και των δύο αυτή η ισορροπία υπάρχει». Και συνέχισε, όταν τη ρωτήσαμε σχετικά με τις επιλογές της και το ζήτημα της αναγνωρισιμότητας.
Θέατρο και συλλογικότητα
«Βασικό μου μέλημα ήταν οι ωραίες συνεργασίες, τα ωραία έργα και οι ωραίοι ρόλοι. Είτε ο ρόλος μου ήταν ο πρωταγωνιστικός είτε τέταρτος είτε πέμπτος… Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι δεν δούλεψα περισσότερο στη «Βασίλισσα της ομορφιάς» (σ.σ. επί τρία χρόνια γοήτευσε ως Μωρήν στο έργο του Μάρτιν Μακ Ντόνα) και λιγότερο, ας πούμε, όταν ήμουν στον χορό των «Tρωάδων», στην πρώτη μου Επίδαυρο. Κοιτάξτε, το θέατρο είναι μια συλλογική κατάσταση. Δεν παίζω. Παίζουμε. Το να διεκδικεί κάποιος την όποια επιτυχία για τον εαυτό του αποτελεί αναχρονισμό, νομίζω. Αποτελεί προέκταση μιας νοοτροπίας περασμένων δεκαετιών, κάπως κακόγουστη για την αντίληψή μου. Ο ηθοποιός, όποιον ρόλο κι αν αναλαμβάνει, οφείλει να υπηρετεί το έργο και το όραμα του σκηνοθέτη. Είμαστε όλοι συνεργάτες, συμπαίκτες, με έναν κοινό στόχο. Να πούμε μια ιστορία. Και τρεις ατάκες να έχεις, οφείλεις να τις τιμήσεις. Ετσι το βλέπω εγώ. Ως προς την αναγνωρισιμότητα τώρα… Ναι, ομολογουμένως, δεν είμαι τόσο γνωστή. Επειδή ακριβώς οι επιλογές μου ήταν εξ αρχής διαφορετικές. Αν έλεγα το οτιδήποτε άλλο θα ήταν σαν να απολογούμαι για αυτές. Ξέρετε, δεν διαφέρουν μόνο οι διαδρομές των ανθρώπων και των ηθοποιών, διαφέρουν και οι βαλίτσες τους, πώς και τι φέρει ο καθένας μας» κατέληξε με ένα μειδίαμα περηφάνιας.

