Οσοι είδαν πέρυσι το «Πόσο κοστίζει να ζεις» (The cost of living) της Μαρτίνα Μάγιοκ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο θέατρο Πόρτα θα θυμούνται τον ψηλόλιγνο νεαρό που υποδύθηκε έναν παραπληγικό, έναν ρόλο υψηλών απαιτήσεων, πόσω μάλλον τη στιγμή που επρόκειτο για την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση.

Εφέτος, ο Φώτης Στρατηγός συνεργάζεται ξανά με τον Θωμά Μοσχόπουλο στην παράσταση «Pomona», του Αλιστερ Μακ Ντάουαλ, ένα έργο που περιγράφεται ως ένα «σουρεαλιστικό θρίλερ» ή ένα «διεστραμμένο παιχνίδι ή παραμύθι στο οποίο τα τέρατα είναι πολύ αληθινά». Kαι όντως έτσι είναι, καθώς ο συνδυασμός του ελλειπτικού χαρακτήρα των σκηνών του και της σκοτεινής, απόλυτα δυστοπικής ατμόσφαιρας που δημιούργησε ο Μοσχόπουλος σε συνεργασία με τον ισλανδό conceptual εικαστικό SigurdurF3, δίχως αυτός ο τελευταίος να είναι παρών με φυσικό τρόπο στο θέατρο, σε εισάγει σε μια μυστηριώδη πλοκή όπου ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν οι χαρακτήρες που υποδύονται οι ηθοποιοί επί σκηνής απλώς συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι RPG (Role Playing Game) ή αν όντως είναι πιόνια, θύματα αλλά και θύτες σε ό,τι πιο διεστραμμένο έχει να επιδείξει η εποχή μας και όχι μόνο: εμπόριο βρεφών αλλά και οργάνων, οργανωμένη μαστροπεία, scruff videos.

Ο Στρατηγός είναι ο «nerdy» χαρακτήρας της υπόθεσης, φύλακας που οδηγεί στην Pomona, όπου όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν αλλά ίσως και όχι, ο οποίος προτού καν ξεκινήσει «κανονικά» η παράσταση προϊδεάζει το κοινό για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν μιλώντας ακατάπαυστα σε έναν βαριεστημένο άγγελο (του σκότους;) για graphic novels, τον συγγραφέα φανταστικής λογοτεχνίας του τρόπου Χ. Φ. Λάβκραφτ, δημιουργό της μυθολογίας Κθούλου, και για σκληρές, σκοτεινές ιστορίες που δεν είναι καθόλου φαντασία. «Δεν γνώριζα τη λογοτεχνία του φανταστικού και τις άλλες αναφορές του έργου, η μόνη επαφή που είχα ήταν με τα RPG, καθώς όπως και άλλα παιδιά στην ηλικία μου παίζαμε τέτοιου είδους παιχνίδια από τότε που υπήρχαν ακόμα τα ίντερνετ καφέ. Φτιάχνεις έναν χαρακτήρα, περίπου σαν άβαταρ, και μπορείς να είσαι ό,τι φαντάζεσαι και επιθυμείς. Υπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το θέατρο» θα πει ο Στρατηγός.

Τρεις φορές στο Πόρτα

Αυτή λοιπόν είναι η δεύτερη δουλειά που κάνει με τον Μοσχόπουλο αλλά και η δεύτερη δουλειά που κάνει γενικότερα ως ηθοποιός απ’ όταν αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου το 2020. Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα, πάντα ανοιχτός να γνωρίσει και να αναδείξει νέα ταλέντα, τον είδε όταν εκείνος είχε μόνο την εμπειρία της διπλωματικής του, τη συμμετοχή του στη θεατρική εκδοχή του έργου «Σκηνές από έναν γάμο» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Ιώς Βουλγαράκη και του Δημήτρη Γεωργιάδη, και στο «Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγεφ με τον Γιώργο Κουτλή. Ο Αργύρης Ξάφης ήταν εκείνος που διέκρινε το ταλέντο του Φώτη Στρατηγού και πρότεινε στον Μοσχόπουλο να τον δει, κάτι που έγινε στο πλαίσιο των ακροάσεων για την παιδική παράσταση «Ο μαγικός κύκλος ή η ωραιότερη ιστορία του κόσμου και άλλα τέτοια παραμύθια» που ανέβηκε πέρυσι στο θέατρο Πόρτα. Κατάλαβε πολύ καλά περί τίνος επρόκειτο και βρήκε τον έναν από τους τέσσερις χαρακτήρες για την παράσταση «Πόσο κοστίζει να ζεις». «Ο Θωμάς δοκιμάζει κάτι καινούργιο κάθε φορά και το πλαίσιο στο οποίο διαμορφώνεται το έργο είναι πολύ εύφορο. Oλη η διαδικασία των προβών γίνεται βάσει του συγκεκριμένου έργου που επιλέγεται, δεν είναι μια διαδικασία πασπαρτού, και αυτό μού φαίνεται ότι είναι πιο δημιουργικό για όλους».

Η συνεργασία με το θέατρο Πόρτα τρίτωσε εφέτος χάρη στον «Μίλτο», την παιδική παράσταση σε κείμενο Ξένιας Καλογεροπούλου που ταξίδεψε πρώτη φορά σε τάξεις σχολείων το 2012 και εφέτος ξανά σε σκηνοθεσία Ρωμανού Μαρούδη με τον Στρατηγό και επί θεατρικής σκηνής «αντιμέτωπο» με το παιδικό κοινό (3-8 χρόνων ας πούμε) του θεάτρου.

Η στροφή στην υποκριτική

Δυναμικό το ξεκίνημα, όμως ο 31χρονος Φώτης Στρατηγός δεν ονειρευόταν ποτέ να γίνει ηθοποιός. Οι πρώτες του σπουδές ήταν στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στον Βόλο, όπου όταν πέρασε εγκαταστάθηκε δίχως να περνάει από το μυαλό του η υποκριτική. Δεν είχε υπολογίσει όμως ότι το Πανεπιστήμιο είχε θεατρική ομάδα. «Είχα έναν φίλο ο οποίος όταν βγαίναμε έξω μάς έκανε συνέχεια πλάκες και εμείς του λέγαμε ότι πρέπει να γίνει ηθοποιός. Οταν ακούσαμε ότι υπάρχει αυτή η θεατρική ομάδα, του είπα: «Πάμε να το δοκιμάσουμε». Αυτό και κάναμε, και μείναμε δύο-τρία χρόνια, μετά κάναμε μια δική μας θεατρική ομάδα, μετά πήγα σε μια άλλη και τελικά κατέβηκα στην Αθήνα και έδωσα εξετάσεις». Τι ήταν αυτό που τον κέρδισε τελικά και αποφάσισε να κάνει τη στροφή; «Είναι μια δουλειά που μου αρέσει στο σύνολό της. Από τα κείμενα που θα διαβάσεις για να καταλάβεις ποιος/α και γιατί έγραψε το κείμενο, ποιες ήταν οι επιρροές, πότε γράφτηκε και τι συνέβαινε εκείνον τον αιώνα μέχρι τις εσωτερικές διεργασίες που απαιτούνται για να αποκτήσει το έργο σκηνική ουσία, το πώς θα είναι όταν θα μπει ο κόσμος στο θέατρο. Είναι πολλή δουλειά, αλλά δεν μου περισσεύει τίποτα από αυτή. Νιώθω μεγάλη όρεξη να την κάνω».