«Ο νεορεαλισμός δύσκολα ορίζεται. Είναι μια παρόρμηση. Είναι μια στιγμή. Είναι μια πράξη ανάκτησης και αποκατάστασης. Είναι πηγή έμπνευσης, μια πηγή που δεν σταματά ποτέ να ρέει». Η αποτίμηση του Μάρτιν Σκορσέζε, δεδηλωμένου θαυμαστή του ιταλικού νεορεαλισμού, για το βραχύβιο (αλλά εξαιρετικά επιδραστικό) κινηματογραφικό κίνημα, μοιάζει ταυτόχρονα να υπεκφεύγει και να πηγαίνει στην καρδιά του ζητήματος. Πράγματι, μιλώντας για φιλμ όπως τα «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» (1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι και «Λούστρο παπουτσιών» (1946) του Βιτόριο ντε Σίκα ή μυθιστορήματα όπως «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» του Λουίτζι Μπαρτολίνι, εύκολα περιγράφει κανείς πράγματα και καταστάσεις (το μεταπολεμικό αστικό τοπίο, η καθημερινότητα, η φτώχεια), δύσκολα όμως αποτυπώνει κοινές σε όλους τους δημιουργούς προγραμματικές αρχές και στόχους.
Ο ρεαλισμός μπορούσε να εκφράζεται κάλλιστα με την εικόνα του ισοπεδωμένου Βερολίνου (Ρομπέρτο Ροσελίνι, «Γερμανία έτος μηδέν» του 1948) ή με τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του αρχετυπικού αστυνομικού μυθιστορήματος «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» του Aμερικανού Τζέιμς Μ. Κέιν από τον Λουκίνο Βισκόντι, με τίτλο «Διαβολικοί εραστές» (1943).
Το ότι ο νεορεαλισμός συνιστά ύφος περισσότερο παρά καλλιτεχνικό κίνημα που ακολουθεί ένα επεξεργασμένο μανιφέστο φανερώνει ίσως με σαφήνεια μια ματιά στους φωτογράφους της εποχής. Η έκθεση «The New Beginning of Italian Photography, 1945-1965», για παράδειγμα, η οποία παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στη Howard Greenberg Gallery της Νέας Υόρκης, τονίζει ακριβώς την αίσθηση ενός νέου ξεκινήματος μετά το 1945 ως κύριου ενοποιητικού παράγοντα του οράματος μιας ομάδας αντιπροσωπευτικών φωτογράφων της εποχής.
Ενδεικτικό είναι το στιγμιότυπο του Μάριο ντε Μπιάζι από τη Νάπολι της δεκαετίας του ’50 με τα παιδιά που παίζουν σε μια κούνια. Με φόντο έναν ερειπωμένο τοίχο, έναν χαλασμένο φράχτη, ρούχα απλωμένα στο σκοινί της μπουγάδας, μοιάζει να έχει βγει κατευθείαν μέσα από τη συγκλονιστική περιπλάνηση του μεγάλου ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε στους δρόμους της πόλης μετά την απελευθέρωσή της, τον Οκτώβριο του 1943. Στο «Δέρμα» (εκδ. Μεταίχμιο), βιβλίο του 1949, ο Μαλαπάρτε βλέπει παιδιά να παίζουν και παιδιά με κασελάκια λούστρου να φωνάζουν «Shoe-shine! Shoe-shine!» στους αμερικανούς στρατιώτες, άνδρες σε αναζήτηση κάθε δυνατής εργασίας και γυναίκες δημόσιες κομμώτριες, «χτενίστρες» που με μια καρέκλα και άφθονη μπριγιαντίνη «έτριβαν και ίσιωναν τις άγριες κόμες» των μαύρων στρατιωτών «λες κι έκαναν μασάζ στους ασθενείς τους». Είναι η εποχή που ο Λουίτζι Μπαρτολίνι περιγράφει καταλυτικά και ταυτόχρονα σαρκάζει ανελέητα στον «Κλέφτη των ποδηλάτων» του 1946, το θεμέλιο της πασίγνωστης ταινίας του Βιτόριο ντε Σίκα. Στα σκληρά χρόνια που γράφει ο Μπαρτολίνι η Ιταλία συνιστά πλέον μια καθημαγμένη κοινωνία, όπου οι πρότεροι δεσμοί έχουν διαρραγεί πλήρως από την εικοσάχρονη επιβολή του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι και την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια κοινωνία κλεφτών με νέα ήθη και νέους κανόνες όπου οι άνθρωποι αναζητούν την επιβίωση με κάθε τρόπο: «Στη Ρώμη κλέβονται τετρακόσια ως πεντακόσια ποδήλατα τη μέρα» και ο ήρωας του συγγραφέα αναπτύσσει δεξιότητες ντετέκτιβ προκειμένου να ανιχνεύσει το δικό του στην αγορά των κλεφτών στην Πόρτα Πορτέζε και να το ξαναπάρει πίσω με κάθε τρόπο – διά της εξαγοράς, της πανουργίας, της απάτης, της βίας.
Ο νεορεαλισμός, ωστόσο, δεν μένει μόνο στις σκοτεινές όψεις της μεταπολεμικής Ιταλίας. Οπως γράφει η επιμελήτρια της έκθεσης της Howard Greenberg Gallery, Ενρίκα Βιγκανό, στο πρόσφατο βιβλίο «NeoRealismo: The New Image in Italy, 1932-1960» (εκδ. Prestel) «το όραμα των φωτογράφων είχε να κάνει με γνήσιους ανθρώπους, αληθινά τοπία, συλλογικές ιστορίες που δονούνταν από δέρμα και ψυχή». Οσο απομακρυνόμαστε από το ιταλικό «έτος μηδέν» του 1945, η ιταλική κοινωνία μετακινείται σταδιακά από την γκρίζα πλευρά στην όχθη της αισιοδοξίας. Κάποια από τα παιδιά του Μάριο ντε Μπιάζι και του Κούρτσιο Μαλαπάρτε θα γίνουν μεγαλώνοντας αναμφίβολα οι άνετοι νέοι με τα πουλόβερ, τα σακάκια και τα μαύρα γυαλιά που ο Ενρίκο Κατάνεο θα φωτογραφίσει στο Μιλάνο το 1961 δίνοντας στην εικόνα τον τίτλο «Η σημερινή νεολαία». Τα προβληματικά χρόνια έχουν περάσει, η οικονομική κατάσταση έχει βελτιωθεί, οι άνθρωποι μπορούν να κοιτάζουν τον φακό με αισιοδοξία, να περιμένουν περισσότερα στη ζωή τους από λίγα χρήματα, ένα ποδήλατο, τον τρόπο να τα βγάλουν πέρα μέχρι την επόμενη ημέρα. Μπορούν να ενδώσουν στις καταναλωτικές απολαύσεις, να αγοράσουν μια βέσπα ή και ένα αυτοκίνητο οι ευπορότεροι, όπως εικάζεται από μια χαρακτηριστική φωτογραφία του Ντε Μπιάζι, τραβηγμένη το 1954. Πάνω απ’ όλα, μπορούν πλέον να εκτιμήσουν χωρίς δεύτερες σκέψεις ένα φόρεμα, μια τσάντα, το βάδισμα μιας ωραίας γυναίκας. Στο εντυπωσιακό στιγμιότυπο του ίδιου φωτογράφου πλήθος ανδρών όλων των ηλικιών φαίνονται να κοιτάζουν με απορία, θυμηδία, θαυμασμό, μια γυναίκα μόνη, ντυμένη στα λευκά, να προχωρά προς το μέρος τους. Μια ασυνήθιστη σκηνή δρόμου, απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας, βλέμματα και εκφράσεις, η πεμπτουσία του νεορεαλισμού.
INFO: «The New Beginning for Italian Photography: 1945-1965»: Howard Greenberg Gallery, Νέα Υόρκη, έως τις 10 Νοεμβρίου.