«Η φιλοσοφία είναι μια νεαρή επιστήμη στην Ελλάδα»
Ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου με αφορμή έναν συλλογικό τόμο προς τιμήν του μιλάει μεταξύ άλλων για την εποχή της μετα-αλήθειας, την ελληνική παιδεία και την πρόσφατη πολιτική περιπέτεια της χώρας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ενας «χαρισματικός δάσκαλος και πρωτότυπος στοχαστής» ο οποίος υπηρετεί τη φιλοσοφία «με αφοσίωση, επιμέλεια και ευθύνη». Αυτά γράφουν οι επιμελητές (Βάσω Κιντή, Χλόη Μπάλλα και Γιώργος Φαράκλας) του αφιερωματικού τόμου Τόποι: αντίδωρα στον Παντελή Μπασάκο που κυκλοφόρησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενταγμένος στα παραρτήματα του περιοδικού «Αριάδνη». Βρήκαμε λοιπόν μια αφορμή για να συζητήσουμε με τον 73χρονο Παντελή Μπασάκο, ομότιμο καθηγητή Φιλοσοφίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Η τέχνη του επιχειρήματος
Ο ίδιος, μέσα στα χρόνια, «έχοντας ως οδηγό την έννοια της αμφισβήτησης και της κρίσης», έχει στρέψει πολλούς μαθητές του στην «κριτική ανάλυση του πολιτικού λόγου, με εργαλείο τη φιλοσοφικά αναστοχασμένη ρητορική» και έχει συμβάλει ουσιαστικά, μεταξύ άλλων, στη «θεωρία του επιχειρήματος». Από εκεί ακριβώς ξεκινήσαμε τη συνομιλία μας. Διότι μάλλον ζούμε, σε διεθνές επίπεδο, τα «πέτρινα χρόνια» του επιχειρήματος. Ούτε σημασία φαίνεται να έχει ούτε αποτέλεσμα μπροστά στη λεγόμενη μετα-αλήθεια.
«Οι μοντέρνοι είδαν στο επιχείρημα μια μειωμένης αξίας εφαρμογή της λογικής, που εύκολα ξεπέφτει στο σόφισμα και στην εξαπάτηση. Ακόμα και όταν αυτό εξωραΐζεται, σαν ένα αντίδοτο στη βία και στον παραλογισμό, δεν παύει να είναι ανίσχυρο, η κατευναστική ή ρυθμιστική του δράση απλώς μια ευχή. Καλύτερα καταλαβαίνουμε το επιχείρημα αν το δούμε να σχετίζεται προς το ενδιαφέρον και τη διαφορά. Οχι μια δεύτερης ποιότητας λογική, αλλά η ικανότητα να βλέπουμε τη διαφορά, δηλαδή την εναλλακτική εκδοχή των πραγμάτων, εκεί όπου η συνήθεια κάτι τέτοιο το δυσκολεύει ή και το αποτρέπει. Αυτό είναι η θεωρία ή η τέχνη του επιχειρήματος: η ικανότητα να δημιουργείς αμφισβητήσεις. Ο Λορέντζο Βάλα, φιλόσοφος που έζησε την έκρηξη ιδεών του ιταλικού 15ου αιώνα, συμβάλλοντας γενναία σε αυτήν, έλεγε πως αλήθεια είναι η γνώση των αμφισβητουμένων πραγμάτων. Για κάτι που δεν αμφισβητείται δεν έχει καν νόημα να πεις πως είναι αληθές, δεν ενδιαφέρει. Ετούτο είναι το επίκαιρο. Διότι το πρόβλημα με τη μετα-αλήθεια δεν είναι το αν κάποιος σοφιστής, με τα τεχνάσματά του, μας ξεγελάει ή όχι· το πρόβλημα είναι ότι πια δεν ενδιαφερόμαστε για αυτό. Εδώ, το επιχείρημα ως φάρμακο είναι πλέον εκτός θέματος. Χρειαζόμαστε την τέχνη που μπορεί να ανιχνεύσει, να αναδείξει, να παραγάγει την αμφισβήτηση, δηλαδή την αλήθεια και συνάμα το ενδιαφέρον για αυτήν» είπε στο «Βήμα» ο Παντελής Μπασάκος.
Αραγε, αν αφήσουμε κατά μέρος το δεδομένο μεγαλείο των αρχαίων ημών προγόνων, ποια είναι η θέση της φιλοσοφίας στη σύγχρονη Ελλάδα; «Η σχέση του νεοελληνικού κράτους προς την «κληρονομιά» αυτή της αρχαιότητας είναι αμφίθυμη. Επικαλείται την Αρχαία Ελλάδα, αυτή είναι η ταυτότητά του, ταυτόχρονα όμως τη φοβάται. Η παντοδύναμη σε ζητήματα παιδείας Εκκλησία βλέπει στην αρχαιότητα τον παγανισμό, στην κλασική Αθήνα ένα επικίνδυνο πρότυπο πολιτικής και όχι μόνο χειραφέτησης: Πώς να ταυτιστείς με κάτι τέτοιο; Η λύση που βρέθηκε, ήδη γνωστή από τα βυζαντινά χρόνια, ήταν να περιοριστεί η αρχαιότης στη μελέτη της γλώσσας: λεξιλόγιο, γραμματική, συντακτικό. Ως γλωσσική άσκηση και μόνο μας ενδιαφέρει ο Θουκυδίδης ή ο Πλάτωνας. Την κληρονομιά χρειάζεται να την αποδεχθούμε για να είναι έγκυρη. Η αποδοχή αυτή στην Ελλάδα άργησε πολύ, οι συνέπειες της καθυστέρησης είναι ορατές ακόμα και σήμερα» τόνισε.
Ο Παντελής Μπασάκος, στο πλαίσιο μιας ενδιαφέρουσας αναδρομής στην πορεία της φιλοσοφίας κατά τον 20ό αιώνα στη χώρα μας, μας βοηθά να καταλάβουμε ότι και η συγκεκριμένη επιστήμη υπήρξε έρμαιο της ιδεολογίας (δεξιάς και αριστερής) αλλά και της πολιτικής συγκυρίας. «Η ελληνική Παιδεία φοβάται τη φιλοσοφία για λόγους παρόμοιους με αυτούς που την έκαναν να φοβάται την αρχαιότητα. Μετά τον Εμφύλιο σε αυτά προστέθηκε και ο φόβος του μαρξισμού και το σκοτάδι έγινε ακόμα πιο πυκνό· από την άλλη πλευρά, ούτε η Αριστερά θέλησε να ανάψει κάποιο φως, η φιλοσοφία ήταν για αυτήν μια πεθαμένη, ιδεαλιστική, υπόθεση. Ακούγεται παράδοξο, αλλά η φιλοσοφία είναι μια νεαρή επιστήμη στην Ελλάδα. Η νεότης χαίρεται την ύπαρξή της την ίδια, είναι αισιόδοξη, ευοίωνες είναι οι προοπτικές» εκτίμησε.
Σταθήκαμε όμως και στην εκπαίδευση. «Η Μέση Εκπαίδευση στη χώρα είναι σχεδόν ακίνητη. Ο,τι και να λες, όσες αναλύσεις και μελέτες, μοιάζουν πάντα κάτι λιγότερο από κώνωπα επί κέρατος βοός. Αλλά ας πω το ευχολόγιό μου. Εχει και παραέχει θέση η φιλοσοφία στη Μέση Εκπαίδευση, και υπάρχουν εκπαιδευτικά συστήματα, το γαλλικό επί παραδείγματι, στα οποία η θέση αυτή είναι πολύ ισχυρή. Θέση στην εκπαίδευση έχει και η άσκηση στο επιχείρημα – θα έπρεπε να έχει ήδη αρχίσει, χθες. Εκείνος που σπούδασε φιλοσοφία μπορεί να εργαστεί στη Μέση Εκπαίδευση, στο πανεπιστήμιο, και παντού: ένας φιλόσοφος μπορεί να γίνει δημοσιογράφος, ζωγράφος, κινηματογραφιστής, διαφημιστής ή φωτογράφος, στέλεχος επιχειρήσεως· το ότι είναι φιλόσοφος θα τον κάνει στη δουλειά του καλύτερο» επισήμανε ο Παντελής Μπασάκος.
Και κάπως έτσι φτάσαμε και στις πρόσφατες συλλογικές περιπέτειες του τόπου. «Δεν γίνεται να εξομαλυνθεί τεχνητά η πολιτική. Είναι όπως η ψυχή, αν σοβεί μια σύγκρουση, αυτή χρειάζεται να βγει, να διατυπωθεί, να γίνει. Αυτό μάθαμε τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίο συμβάν το δημοψήφισμα, όπου η κάλπη έγινε πραγματικό κουτί του Σρέντινγκερ, με αποτέλεσμα που, για τους σχεδιαστές του, ήταν επιτυχία / ήταν αποτυχία. Την κάναμε την ψυχανάλυσή μας, η σύγκρουση εκφράστηκε, το αδιέξοδο της Αριστεράς έγινε φανερό, η ανασφάλειά της, που την οδήγησε στην καθεστωτική λογική, ολοφάνερη και αυτή. Το 2019 οι έλληνες πολίτες ψήφισαν όπως το 1974, για πολιτειακή αλλαγή, για το κλείσιμο της πληγής, που όμως αυτή τη φορά αυτοί οι ίδιοι είχαν αφήσει να ανοίξει. Είχα υπάρξει για αρκετά χρόνια συγκάτοικος με την Αριστερά, γνωριζόμαστε, και τις αποφάσεις μου τις είχα πάρει από καιρό. Πέρα από λεπτομέρειες, η πολιτική της Αριστεράς δεν είχε εκπλήξεις για εμένα».
«Ποτέ δεν μπορείς να σε δεις όπως είσαι»
Ο Παντελής Μπασάκος ισχυρίζεται ότι στη φιλοσοφία τον ώθησαν οι «αποτυχίες» του. Του ζητήσαμε ωστόσο να μας πει και για τις «επιτυχίες» του. «Ξέρετε πώς είναι όταν κοιτιέσαι στον καθρέφτη. Ασυναίσθητα σιάζεις την έκφρασή σου, ποτέ δεν μπορείς να σε δεις όπως είσαι. Κάποιες διδασκαλίες τις έκανα καλά, το βλέπω από το αποτέλεσμα. Μαζί με πολύτιμους φίλους εκ των ομοτέχνων εργαστήκαμε για να έχει η φιλοσοφία στην Ελλάδα τη νεότητα, που είπαμε πιο πάνω, και ετούτο το κάναμε καλά. Μια εισαγωγή που έχω γράψει στη «Ρητορική» του Αριστοτέλη δεν πρέπει να είναι κακή. Η προσπάθεια για να βγει η θεωρία του επιχειρήματος από τη νεωτερική ομίχλη είναι ακόμα εν εξελίξει».
Αφήσαμε για το τέλος αυτό που ορίζει για τον ίδιο τον καλό δάσκαλο. «Θα σας το πω με ένα περιστατικό, από τα χρόνια μου στη Γαλλία. Περιζήτητος ων, και αυστηρός, ο Πολ Ρικέρ δεχόταν υποψήφιους διδάκτορες υπό όρους. Το κατ’ αρχήν ναι έπρεπε να επικυρωθεί από λεπτομερές και βιώσιμο σχέδιο έρευνας. Το θέμα μου ήταν η έννοια της απορίας στον Πλάτωνα. Το πρώτο σχέδιο απορρίπτεται, όχι όμως και εγώ. Στη συζήτηση του δεύτερου σχεδίου, καταλαβαίνω ότι κι αυτό θα έχει την ίδια τύχη. Οπότε, ξεχνάω λογικές, αναλύσεις και επιχειρήματα, και λέω αυθόρμητα: «Κοιτάξτε, το πρόβλημα είναι πως δεν καταλαβαίνω τον Πλάτωνα. Να τον καταλάβω θέλω, με το διδακτορικό μου». Και ο Ρικέρ: «Α, ωραία, τώρα ξεκινάμε»».

