H «Σμύρνη των απίστων», όπως επικράτησε να λέγεται τον 19ο αιώνα από τους Οθωμανούς, δεν ήταν πάντα άπιστη. Η «γκιαούρ Ιζμίρ» το 1812 αριθμούσε 60.000 Τούρκους έναντι 25.000 Ελλήνων. Εναν αιώνα μετά, ακριβώς πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν είχε μεταβληθεί σε μείζονα διαμετακομιστικό σταθμό και λιμάνι της Ανατολής, οι Ελληνες αποτελούσαν περίπου 200.000 από τους 350.000 κατοίκους της. Μαζί τους, Αρμένιοι, Ευρωπαίοι και Λεβαντίνοι συγκροτούσαν ένα κοσμοπολίτικο σύνολο που γνώρισε ραγδαία οικονομική και πολιτισμική άνθηση την εποχή του «Τανζιμάτ» – των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων που μεταξύ 1839 και 1876 υπό την ανάγκη του εκσυγχρονισμού του κράτους και της πίεσης των Μεγάλων Δυνάμεων για ισονομία χριστιανών και μουσουλμάνων υπηκόων του δημιούργησαν ένα παράθυρο προσέγγισης των δυτικών θεσμών. Οι δυνατότητες και οι προοπτικές της πόλης εκφράστηκαν με την κατασκευή ενός τεράστιου έργου: από το 1869 έως το 1875 ολόκληρη η παραλιακή ακτογραμμή της αναδιαμορφώθηκε σε σύγχρονο λιμάνι και στο περίφημο «Και» – μια προκυμαία μήκους 3.325 μέτρων από τον Σταθμό της Σιδηροδρομικής Γραμμής Σμύρνης – Αϊδινίου έως τους Αυτοκρατορικούς Στρατώνες. Ο βίος του επίκεντρου, έκτοτε, της καθημερινότητας της Σμύρνης ουσιαστικά διακόπηκε με την καταστροφή σημαντικού τμήματος στην πυρπόλησή της από τους Τούρκους το 1922, παρά το ότι μέρη του επιβίωσαν για δεκαετίες. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, το δίτομο λεύκωμα των Γιώργου Πουλημένου και Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου «Η προκυμαία της Σμύρνης. Ανιχνεύοντας ένα σύμβολο προόδου και μεγαλείου» (εκδ. Καπόν), έργο λεπτομερούς αρχειακής έρευνας και ψηφιακής ανασύστασης της μορφής του χώρου, αναβιώνει με εντυπωσιακό τρόπο την εικόνα και την ιστορία του.
«Η προκυμαία της Σμύρνης» είναι αποτέλεσμα εξαετούς εργασίας, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε από το μηδέν: όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς στην εισαγωγή τους, όχι μόνο την καταστροφική πυρκαγιά του 1922 ακολούθησε η μετέπειτα τουρκική αλματώδης αστικοποίηση που μετέβαλε δραστικά την εικόνα του χώρου, αλλά και η γενιά των προσφύγων που γνώριζαν τον τόπο είχε ήδη φύγει. Επιπλέον, η προκυμαία μεταξύ 1875 και 1922 είχε προλάβει να γνωρίσει αρκετές οικοδομικές φάσεις. Ωστόσο, μια κριτική και συνδυαστική προσέγγιση του πλήθους των σωζόμενων πηγών («βιβλία, χάρτες, εμπορικοί οδηγοί, εφημερίδες, καρτ-ποστάλ, πανοράματα, μαρτυρίες, κ.ο.κ.») πρόσφερε ικανή ύλη ώστε να προκύψει η ανασύσταση της εικόνας της. Διαιρώντας το «Και» ανάλογα με τις διακριτές χρήσεις του (οικιστική, κοσμική, εμπορική-διοικητική) και αποτυπώνοντας σχεδιαστικά με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας τις προσόψεις των κτιρίων, πέτυχαν να συγκροτήσουν ένα σχεδόν πλήρες πλάνο των οικημάτων της ακτογραμμής επενδύοντάς το με πλήθος φωτογραφικού υλικού σπάνιας ποιότητας. Παράλληλα, η εξαντλητική αναδίφηση στις πηγές αποφέρει έναν πλούτο τεκμηρίων για τη ζωή και τα πρόσωπα της πόλης της Σμύρνης: από τις σελίδες περνούν τοπόσημα, γεγονότα, ονόματα διακεκριμένων οικογενειών όπως των Ζηρίνη, Φωτιάδη, Ψαλτώφ, Σεφεριάδη.
Η ιστορία της προκυμαίας έχει τις ρίζες της στις οικονομικές ανάγκες. Η έλλειψη σύγχρονου λιμένα συγκρατούσε την ανάπτυξη της περιοχής έως ότου η εταιρεία των γάλλων μηχανικών αδελφών Ντισό ανέλαβε έπειτα από συνεννόηση με την οθωμανική κυβέρνηση την πλήρη ανάπλαση της ακτογραμμής της Σμύρνης. Το κόστος υπολογιζόταν, κατά τους συγγραφείς, σε περίπου 10 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα και η υλοποίησή του θα ακολουθούσε το μοντέλο «Κατασκευή – Λειτουργία – Μεταβίβαση»: «Το Οθωμανικό Κράτος παραχωρούσε σε ιδιώτες κεφαλαιούχους το προνόμιο της κατασκευής ενός μεγάλου έργου κοινής ωφελείας και της εκμετάλλευσής του για ένα συμφωνημένο χρονικό διάστημα». Η επέκταση της ξηράς έφτασε σε απόσταση 50 μέτρων από το προηγούμενο όριο δημιουργώντας μια νέα παραλιακή ζώνη με οικόπεδα με μέτωπο στη θάλασσα. Η παραλιακή οδός είχε συνολικό πλάτος 18 μέτρων, ωστόσο μειωνόταν κατά 5 μέτρα από τις σιδηροτροχιές του τραμ που προβλεπόταν να λειτουργήσει μετά την ολοκλήρωσή της. Πεζοδρόμια υπήρχαν σε υποτυπώδη μορφή. Αρχικά το σχέδιο περιελάμβανε πεζοδρόμιο πλάτους 2 μέτρων, πρόταση όμως η οποία δεν προχώρησε λόγω διαφωνίας των ιδιοκτητών που θα παραχωρούσαν τμήμα της γης τους.
Οπως σε κάθε περίπτωση μεγάλης κλίμακας έργων, η κατασκευή του «Και» προξένησε αντιδράσεις λόγω των νέων χωροταξικών ή εργασιακών δεδομένων που δημιουργούσε. Καθώς η επιμήκυνση του μετώπου της πόλης και οι αντίστοιχες επιχωματώσεις συγκροτούσαν νέα οικόπεδα, οι ιδιοκτήτες της παλιάς παραλίας έχαναν την πρόσβασή τους στη θάλασσα, με αποτέλεσμα τις έντονες διενέξεις με την εταιρεία Ντισό. Αλλοι αρνούνταν τη διέλευση αποχετευτικών αγωγών από την ιδιοκτησία τους, υποχρεώνοντας τελικά τους κατασκευαστές, υπό την πίεση των διαμαρτυριών για τα στάσιμα ύδατα που είχαν αποβεί εστία μολυσματικών νόσων, να προχωρήσουν στη διάνοιξη 13 υπονόμων αντί του πλήρους υπογείου δικτύου που είχαν συστήσει μελέτες μηχανικών των τοπικών αρχών. Ωστόσο, οι πιο μακρόχρονες διαμάχες φαίνεται να ήταν εκείνες με τις επαγγελματικές ομάδες που πλήττονταν από τις νέες συνθήκες. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν οι συγγραφείς του τόμου, βαρκάρηδες, μαουνιέρηδες και φορτοεκφορτωτές που μετέφεραν ανθρώπους και προϊόντα στην ξηρά όσο τα πλοία αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά βρέθηκαν σε δύσκολη αρχικά θέση. Οι λεμβούχοι επιβαρύνθηκαν με ειδικό τέλος μεταφορών, «κατέβηκαν σε απεργία που παρέλυσε κάθε εμπορική δραστηριότητα και, τέλος, συγκρούστηκαν με τη Χωροφυλακή προτού επιτύχουν την αναστολή του μέτρου». Μια πολύ ισχυρότερη ομάδα πίεσης, αυτή των εμπόρων της Σμύρνης, αντιτάχθηκε στην Εταιρεία Προκυμαιών φοβούμενη τη μείωση του κέρδους – σε αυτή την περίπτωση «η μακροχρόνια διαμάχη τους για τη χρήση ή μη των νέων λιμενικών εγκαταστάσεων έληξε με εκατέρωθεν υποχωρήσεις».
Η χαρακτηριστικότερη πάντως διένεξη, τόσο ως προς την αντιπαράθεση παραδοσιακών και νεωτερικών αστικών πρακτικών όσο και ως προς τον τρόπο επίλυσής της, ήταν πιθανότατα αυτή της Εταιρείας Τροχιοδρόμων με τους καροτσέρηδες της πόλης. Το ιππήλατο τραμ λειτουργούσε στην προκυμαία από το 1877, η επέκτασή του όμως το 1903 σε ολόκληρο σχεδόν το μήκος της προκάλεσε τη μήνι των ελλήνων και τουρκοκρητικών καροτσέρηδων. Οι τελευταίοι, πρόσφυγες στη Σμύρνη από το 1899, καθώς μετά την Κρητική Επανάσταση (1895-1898) το νησί είχε τεθεί με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων υπό την αρμοστεία του πρίγκιπα Γεωργίου, διαμήνυσαν ότι θα σκότωναν όποιον τούρκο οδηγό τολμούσε να εισέλθει στην επικράτειά τους. Αδυνατώντας να βρει οδηγούς, ο διευθυντής της Εταιρείας Ελζεάρ Ζιφρέ προσέφυγε στους διακεκριμένους «νταήδες» της συνοικίας Κερατοχωρίου. Υποσχέθηκε στον εξέχοντα παλικαρά Γεωργαλέξη τη στήριξη του ίδιου του γαλλικού στόλου, όπως και οικόπεδο δίπλα στο αμαξοστάσιο για να ανεγείρει το δικό του καφενείο. Ο Γεωργαλέξης, με τη σειρά του, προκειμένου να οδηγήσει το τραμ, ζήτησε ασυλία σε περίπτωση συμπλοκής. Αφού η εκπαίδευσή του ως οδηγού ολοκληρώθηκε, την ημέρα των εγκαινίων της γραμμής ο γάλλος πρόξενος έκοψε την κορδέλα, η μπάντα του γαλλικού στόλου παιάνισε και το σημαιοστολισμένο τραμ ξεκίνησε για τον προορισμό του. «Φτάνοντας εκεί», μαθαίνουμε, «ο Γεωργαλέξης με τα όπλα στα χέρια σταμάτησε, και πυροβολώντας στον αέρα φώναξε στους συγκεντρωμένους Τουρκοκρητικούς: «Σκροπήστε» (sic), γιατί θα σας σκοτώσω». Εκείνοι άδειασαν την πιάτσα και ο νταής έζεψε το άλογο από την άλλη πλευρά του τραμ για τη διαδρομή της επιστροφής.
Η μικρή ιστορία του τραμ, εκτός από τη διάσταση του ανθρώπινου ενδιαφέροντος που έχει να κάνει με τη συνεργασία ή τις αντιπαραθέσεις μεταξύ προσώπων διαφορετικής κοινωνικής τάξης ή εθνοθρησκευτικής ομάδας, δείχνει με σαφήνεια την προκυμαία ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής ζωής. Το οικιστικό της τμήμα διακρινόταν από τον χαρακτηριστικό τύπο του «σμυρναίικου σπιτιού» με τα κλειστά μπαλκόνια, τη νησιωτική αρχιτεκτονική επιρροή και την απουσία δυτικών στοιχείων, το εμπορικό-διοικητικό τμήμα από μεγάλες αποθήκες, νεοκλασικού / εκλεκτικιστικού χαρακτήρα δημόσια κτίρια και τραπεζικά ιδρύματα «αρχιτεκτονικά κοσμήματα», το κοσμικό της όμως μέρος, εκείνο με τα αναρίθμητα καφενεία (150 ονόματα επιχειρήσεων αναγνωρίζονται σε περίπου μισό αιώνα ύπαρξης), τα ξενοδοχεία και τον άπλετο χώρο για εκδηλώσεις αναμφίβολα υπερτερούσε. «Στις αναμνήσεις των προσφύγων ξεχωριστή θέση κατείχε η βόλτα κατά μήκος του Και» σημειώνουν οι συγγραφείς. Εκεί υπήρχαν τα περίφημα θέατρα «Σμύρνης», «Sporting» και το κινηματοθέατρο «Pathé», εκεί συνέρρεε ο κόσμος για να παρακολουθήσει το αγώνισμα των λεμβοδρομιών – σε τρεις χωριστούς αγώνες μεταξύ Ευρωπαίων, ντόπιων και επαγγελματιών βαρκάρηδων. Στα θαλάσσια λουτρά «Εδέμ» γυναίκες και άνδρες έκαναν τα μπάνια τους από το 1888 σκανδαλίζοντας τη συντηρητική εφημερίδα «Αμάλθεια», η οποία διατεινόταν ότι, παρά τον διαχωρισμό σε διαφορετικά περίπτερα ανά φύλο, «η αυτή είσοδος διά τους τε άνδρας και τας γυναίκας» ήταν κατακριτέα. Μεγάλες συναθροίσεις, όπως αυτές για την ανακήρυξη του οθωμανικού συντάγματος το 1908, την υποδοχή του πρίγκιπα Ανδρέα την ίδια χρονιά ή του αποβιβαζόμενου ελληνικού στρατού το 1919, λειτούργησαν ως δείκτες πολιτικής και εθνικής έκφρασης. Τα καφενεία, τα οποία τότε, όπως και τώρα, σφετερίζονταν τον εξωτερικό δημόσιο χώρο με τα τραπεζάκια τους, συνιστούσαν εστίες συνάντησης, αναψυχής, συναλλαγών – ακόμη και ξεκαθαρίσματος λογαριασμών: το 1908, στο καφενείο «Νέος Κόσμος», ο Μιμήκος Λαζαρής από τον Φασουλά σκότωσε τον Στέλιο Τιρλάλα, «νταή» από το Κερατοχώρι, εκδικούμενος τον φόνο του αδελφού του και προξενώντας μια ευρύτερη βεντέτα ανάμεσα στις δύο συνοικίες.
Αν το 1922 είναι «ένας κατεξοχήν τόπος μνήμης για τους Ελληνες», όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος στον συλλογικό τόμο «Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά» (εκδ. Νεφέλη), αυτός είναι ταυτισμένος με τις σκηνές της Καταστροφής, όταν το «Και», από σύμβολο εκσυγχρονισμού μετατράπηκε σε σκηνή ανείπωτης τραγωδίας. Η Σμύρνη, η πιο αντιπροσωπευτική ίσως από τις «χαμένες πατρίδες» ως εικόνα του συλλογικού φαντασιακού, τουλάχιστον, ανακαλεί κατά κανόνα αισθήματα θλίψης, νοσταλγίας, απώλειας. Το επίτευγμα της δουλειάς των Γιώργου Πουλημένου και Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου, πέρα από την ανασύσταση της μορφής της προκυμαίας, είναι η στροφή της ματιάς σε μια πρότερη εποχή κοσμοπολιτισμού, δημιουργικότητας, προόδου – σε μια στιγμή που το μέλλον της ελληνικής κοινότητας και της πόλης ήταν ανοικτό. Υπήρξε και αυτή η στιγμή της Σμύρνης και η υπενθύμισή της ακριβώς συμπληρώνει τον τόπο της μνήμης με τη φωτεινή του όψη.