Το θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα προκαλεί αυτό το διάστημα παγκόσμιο ενδιαφέρον. Για πρώτη φορά έπειτα από άτεγκτη στάση ετών, το Ηνωμένο Βασίλειο, κάτω από την πίεση της διεθνούς κοινότητας αλλά και της μεταστροφής της ίδιας της βρετανικής κοινής γνώμης, βρίσκεται σε επαφές, «σε δημιουργική συζήτηση», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, με την ελληνική κυβέρνηση, για την επανένωσή τους. Και αυτό συμβαίνει χωρίς η Ελλάδα να υπαναχωρεί από την «κόκκινη γραμμή» της που δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο «νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής». Η ελληνική πλευρά κινήθηκε µε σοβαρότητα και υπευθυνότητα. «Δεν αναμένω άμεσα αποτελέσματα, αλλά πιστεύω ότι ήδη έχουμε κάνει πολύ συστηματικές κινήσεις και, εφόσον ο ελληνικός λαός μάς εμπιστευτεί και πάλι μετά τις εκλογές, πιστεύω ότι τελικά αυτόν τον στόχο θα μπορέσουμε να τον πετύχουμε, με απόλυτο σεβασμό στις προφανείς κόκκινες γραμμές που όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν θέσει, τονίζοντας όμως ταυτόχρονα την ανάγκη να μπορέσουμε να πετύχουμε αυτό το οποίο όλοι επιδιώκουμε, που δεν μπορεί να είναι άλλο από το να βλέπουμε και να απολαμβάνουμε, όχι εμείς οι Ελληνες μόνο, αλλά όλοι, και οι επισκέπτες, αυτό το παγκόσμιο, το μοναδικό μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς στην ολότητα του στον φυσικό χώρο, που δεν είναι άλλος από το Μουσείο της Ακρόπολης, στη σκιά του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Κυριακός Μητσοτάκης για το θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στη διάρκεια της καθιερωμένης μηνιαίας συνάντησής του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την περασμένη Τετάρτη.

Η προτομή της Νεφερτίτης αποτελεί το πιο διάσημο έκθεμα του Neues Museum του Βερολίνου και μεταφέρθηκε στη Γερμανία το 1913.

Το θραύσμα Fagan και ο θησαυρός του Μπενίν

Την ίδια στιγμή το modus operandi μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών και μουσείων σε ολόκληρο τον κόσμο μοιάζει σε έναν βαθμό να αλλάζει. Είτε κάτω από την πίεση των Αρχών αλλά και κατόπιν αιτημάτων κρατών, είτε πολλές φορές ακόμα και αυτοβούλως, επανεξετάζουν τις συλλογές τους και σε πολλές περιπτώσεις επιστρέφουν αντικείμενα (αρχαιότητες και έργα τέχνης), στις χώρες προέλευσής τους ή στους νόμιμους κληρονόμους τους. Μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα είχαμε το περασμένο καλοκαίρι την οριστική επανένωση του «θραύσματος Fagan» από το Μουσείο A. Salinas του Παλέρμο στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα στο Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο σηματοδότησε τομή στον αγώνα της επανένωσης των Γλυπτών που διεξάγει η Ελλάδα, ενώ το Βατικανό ανακοίνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο την επιστροφή στην Ελλάδα τριών θραυσμάτων από τη ζωφόρο και τη μετόπη του Παρθενώνα, τα οποία φυλάσσονταν, από τον 19ο αιώνα, στις συλλογές των μουσείων του.

Η εποχή των επαναπατρισμών μοιάζει να ανατέλλει έστω και δειλά. Μόλις πριν από μερικές ημέρες μία ξύλινη σαρκοφάγος, γνωστή ως «πράσινη σαρκοφάγος», επέστρεψε στην Αίγυπτο από το Μουσείο Φυσικών Επιστημών του Χιούστον όπου φυλασσόταν, καθώς οι αμερικανικές αρχές διαπίστωσαν ότι είχε εξαχθεί από τη χώρα παρανόμως.

Ακόμη, τον περασμένο Δεκέμβριο η Γερμανία παρέδωσε 21 αντικείμενα από τον περίφημο «θησαυρό του Μπενίν», ο οποίος αποτελείται από περίπου 5.000 τεχνουργήματα κατασκευασμένα από χαλκό και ελεφαντοστό και λεηλατήθηκε από τις βρετανικές δυνάμεις κατά την εισβολή του 1897 στο βασίλειο του Μπενίν, στη σημερινή Νότια Νιγηρία. Τα αντικείμενα αυτά αρχικά μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο και από εκεί βρέθηκαν σε διάφορα μουσεία στην Ευρώπη και στην Αμερική μέσω αδιαφανών δικτύων. Η παράδοση αυτή των 21 αντικειμένων ήταν ένα από τα πρώτα βήματα της Γερμανίας για την εκπλήρωση της συμφωνίας της με τη Νιγηρία για την «απελευθέρωση» και των 1.100 αντικειμένων του θησαυρού του Μπενίν που βρίσκονται σε γερμανικό έδαφος. Σε μια κίνηση μάλιστα υψηλού συμβολισμού, η Νιγηρία θα αφήσει ορισμένες αρχαιότητες στα μουσεία της Γερμανίας, οι οποίες θα θεωρούνται πλέον δάνειό της προς τα γερμανικά ιδρύματα. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και το αμερικανικό Εθνικό Μουσείο Αφρικανικής Τέχνης Smithsonian, μεταβιβάζοντας την ιδιοκτησία 29 χάλκινων του Μπενίν στη Νιγηρία – εννέα θα μείνουν στην Ουάσιγκτον ως δάνειο.

Η Νιγηρία πράγματι διεκδικεί την επιστροφή των αρχαιοτήτων της τα τελευταία 60 χρόνια μέσω συνεχών διαβημάτων στους διεθνείς θεσμούς προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και μέσω διπλωματικής πίεσης. Αντικείμενα από τον θησαυρό του Μπενίν έχουν επιστρέψει και άλλες χώρες, μουσεία και ιδρύματα σε όλον τον κόσμο. Για παράδειγμα, η Γαλλία το 2021 επέστρεψε 26 αντικείμενα από τον θησαυρό του Μπενίν, όπως και το Μουσείο Ηorniman στο Λονδίνο (από τα 72 αντικείμενα 68 θα παραμείνουν ως δάνειο), ενώ στις πιο πρόσφατες επιστροφές ανήκει και εκείνη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, στο οποίο δόθηκε άδεια να επιστρέψει 116 αντικείμενα από τον θησαυρό του Μπενίν στη Νιγηρία. Το γεγονός αυτό αναμένεται προφανώς να αυξήσει την πίεση και προς το Βρετανικό Μουσείο, στη συλλογή του οποίου βρίσκονται πάνω από 900 αντικείμενα από τον θησαυρό του Μπενίν, τα περισσότερα στον κόσμο.

Την ίδια στιγμή, και το Μουσείο J. Paul Getty στο Λος Αντζελες επέστρεψε τον περασμένο Σεπτέμβριο μια σύνθεση μορφών από τερακότα σε φυσικό μέγεθος, γνωστή ως «Ο Ορφέας και οι Σειρήνες» (300 π.Χ.), στην Ιταλία. Μάλιστα επεστράφη στο περίφημο Μουσείο Διασωθείσης Τέχνης της Ρώμης, που εγκαινίασε το περασμένο καλοκαίρι η γειτονική χώρα για εκθέματα που έχουν διασωθεί από κλοπές, ναυάγια, σεισμούς ή άλλες εθνικές καταστροφές. Επισημαίνεται ότι οι εκθέσεις αυτού του πρωτοτύπου πραγματικά μουσείου δεν θα είναι μόνιμες, καθώς μετά από ένα διάστημα οι διασωθείσες αρχαιότητες θα παίρνουν τον δρόμο για το πλησιέστερο μουσείο του τόπου καταγωγής τους.

«Το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι μόνο ένα δίκαιο αίτημα της Ελλάδας, αλλά μία δίκαιη απαίτηση της παγκόσμιας κοινότητας», δηλώνει ο Γενικός Διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, Νίκος Σταμπολίδης.

Μπογδάνος και… Καρντάσιαν στο κυνήγι αρχαιοκαπήλων

Η ιστορία του επαναπατρισμού της επιχρυσωμένης σαρκοφάγου του Νεντζεμάνκ, ιερέα του θεού Αρσαφή της Ηρακλεόπολης (1ος αιώνας π.Χ.), από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης στην Αίγυπτο το 2019 σίγουρα είναι η πιο πρωτότυπη. Και αυτό γιατί ξεκίνησε – όσο απίστευτο και αν ακούγεται – από μια φωτογραφία της Κιμ Καρντάσιαν. Η καλλίπυγος τηλεπερσόνα το 2018 φωτογραφήθηκε στη διάρκεια του Met Gala δίπλα στην επιχρυσωμένη σαρκοφάγο, θεωρώντας μάλλον ότι ταίριαζε ιδανικά με τη λαμέ δημιουργία που φορούσε.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το Μητροπολιτικό Μουσείο αγόρασε τη σαρκοφάγο το 2017 έναντι 4 εκατ. δολ., με τα πιστοποιητικά να βεβαιώνουν ότι είχε εξαχθεί το 1971 νόμιμα από την Αίγυπτο. Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι. Γιατί όταν η φωτογραφία της Κιμ Καρντάσιαν έκανε τον γύρο του κόσμου, o ιορδανός λαθρέμπορος o οποίος είχε ανακαλύψει τη σαρκοφάγο και είχε μάλιστα ξεφορτωθεί τη μούμια που αυτή περιείχε πετώντας την στον ποταμό Νείλο, αναγνώρισε το εύρημά του μέσα από τη φωτογραφία της διάσημης Αμερικανίδας και παραπονέθηκε σε άλλον λαθρέμπορο ότι δεν είχε ποτέ πληρωθεί για τις υπηρεσίες του. Ο έμπιστός του, όμως, ήταν πληροφοριοδότης του ελληνικής καταγωγής βοηθού εισαγγελέα του Μανχάταν Μάθιου Μπογδάνος, ο οποίος και προΐσταται του αρμοδίου σώματος αντιμετώπισης της αρχαιοκαπηλίας. H έρευνα αποκάλυψε ότι η άδεια εξαγωγής που παρουσιάστηκε στο ΜET ήταν πλαστογραφημένη. H σαρκοφάγος δεν είχε φύγει από την Αίγυπτο το 1971. Είχε ανασκαφεί παράνομα το 2011. Μεταφέρθηκε λαθραία στο Ντουμπάι, έπειτα στη Γερμανία και στο Παρίσι. Δύο χρόνια μετά την αγορά της σαρκοφάγου, το MET αναγκάστηκε να την επιστρέψει στην Αίγυπτο.

Είναι πράγματι γεγονός ότι ο Μάθιου Μπογδάνος κάνει ένα εξαιρετικό έργο, αποτελώντας έναν από τους μεγαλύτερους κυνηγούς των αρχαιοκαπήλων. Εκείνος άλλωστε ήταν και το κομβικό πρόσωπο για την απόδοση 47 αρχαίων αντικειμένων στην Ελλάδα από τη συλλογή του Μάικλ Στάινχαρντ (αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους συλλέκτες έργων τέχνης στον κόσμο) που έλαβε χώρα τον περασμένο Φεβρουάριο στη Νέα Υόρκη. Το 2018 οι διωκτικές αρχές εισέβαλαν στο τριώροφο διαμέρισμα του Στάινχαρντ στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν. Μεταξύ των χιλιάδων αντικειμένων διαφόρων πολιτισμών που είχε στη συλλογή του, 180 αντικείμενα αποδείχθηκαν ότι ήταν προϊόντα παράνομης διακίνησης και εξαγωγής από τις χώρες προέλευσής τους. Η αρμόδια Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού συνέδραμε τις αμερικανικές εισαγγελικές αρχές στη διερεύνηση της υπόθεσης και στην τεκμηρίωση της προέλευσης και της παράνομης διακίνησης των αντικειμένων από την Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτά που αποδόθηκαν στη χώρα μας ξεχωρίζουν μία μινωική λάρνακα, ένας κορμός κούρου, μία χάλκινη προτομή γρύπα, κυκλαδικά αγγεία, ειδώλια και χάλκινα ξίφη.

Τον περασμένο Δεκέμβριο η Γερμανία παρέδωσε 21 αντικείμενα από τον περίφημο «θησαυρό του Μπενίν» στη Νιγηρία.
©IMAGO VIA REUTERS

Ναζί και επιστροφές

Tέλος, ειδική κατηγορία αποτελούν τα έργα τέχνης που λεηλατήθηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Ναζί και επιστρέφονται στους πραγματικούς ιδιοκτήτες και στους κληρονόμους τους. Για παράδειγμα, το 2021 η Γαλλία ανακοίνωσε την επιστροφή του πίνακα «Rosiers sous les arbres» του Γκούσταφ Κλιμτ, που ανήκε στο παρισινό Μουσείο Ορσέ, στους νόμιμους ιδιοκτήτες του, στους κληρονόμους της Νόρα Στιάζνι, η οποία τον πούλησε εκβιαστικά στους Ναζί μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, το 1938. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μάλιστα, η Στιάζνι και η οικογένειά της δολοφονήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Υπάρχουν δεκάδες τέτοιες υποθέσεις ανοιχτές αυτή τη στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρόσφατα μάλιστα ήρθε στο φως η είδηση ότι τον πίνακα του Βαν Γκογκ «Η συγκομιδή της ελιάς» διεκδικούν οι κληρονόμοι της εβραίας συλλέκτριας Χέντβιγκ Στερν από το Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή.

 

Η επανεξέταση των συλλογών

Οι παραπάνω υποθέσεις δείχνουν ότι μουσεία και πολιτιστικοί οργανισμοί σε αρκετές περιπτώσεις επανεξετάζουν τον τρόπο δημιουργίας των συλλογών τους. Μπορούμε να μιλήσουμε λοιπόν για την εποχή των μεγάλων επιστροφών; «Η αλήθεια είναι ότι γενικότερα οι επιστροφές έχουν αυξηθεί» δηλώνει στο BHMAgazino η δικηγόρος Ειρήνη Σταματούδη, καθηγήτρια Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, εξειδικευμένη στο δίκαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σύμφωνα με την ίδια, αυτό οφείλεται πρώτον στο γεγονός ότι έχουν αυξηθεί τα αιτήματα επιστροφής κυρίως από χώρες της Αφρικής. «Δεύτερον, έχουν ωριμάσει τα «ήθη» στη Δύση, με την έννοια ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία πλέον, κυρίως για τα μεγάλα μουσεία που κατέχουν συλλογές οι οποίες έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια αποικιοκρατίας, εχθροπραξιών, ιμπεριαλισμού ή άλλων συναφών καταστάσεων, να δικαιολογήσουν την απομάκρυνση των θησαυρών αυτών από τις χώρες προέλευσής τους για λόγους που μπορούν να σταθούν, αν όχι πάντοτε νομικά (λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος), τουλάχιστον ηθικά. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχουμε και ένα βελτιωμένο διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο στον τομέα αυτόν».

Η ίδια, βέβαια, κάνει έναν διαχωρισμό. «Θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ αρχαιοτήτων που κατέχονται παράνομα, με την έννοια ότι παραβιάζουν το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς και μπορεί κανείς να στραφεί εναντίον αυτού που τις κατέχει και να ζητήσει την επιστροφή τους και την καταδίκη του, και μεταξύ των αρχαιοτήτων που ναι μεν κατέχονται παράνομα, αλλά δεν εμπίπτουν κατ’ ανάγκη στην περίπτωση αγώγιμων αξιώσεων (όπως λέμε εμείς οι δικηγόροι), ώστε να μπορεί να στραφεί κανείς δικαστικά εναντίον αυτού που τις κατέχει και να τις διεκδικήσει, λόγω, για παράδειγμα, παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την απομάκρυνσή τους και παραγραφών» εξηγεί.

 

Το νομικό καθεστώς

Οπως αναφέρει η κυρία Σταματούδη, υπάρχει διεθνές νομοθετικό πλαίσιο για την επιστροφή αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους. «Και αυτό έχει δημιουργηθεί λόγω της ωρίμασης των ηθών και της νοοτροπίας στο σημείο αυτό. Δυστυχώς όμως δεν έχουν όλες οι χώρες κυρώσει όλες τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Η Σύμβαση που έχουν κυρώσει οι περισσότερες χώρες, πάντως, είναι η Σύμβαση της UNESCO του 1970. Ωστόσο, εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη πώς την ενσωματώνει στο Δίκαιό του και πώς ερμηνεύει κάποια πράγματα (δεδομένου ότι πρόκειται για σύμβαση-πλαίσιο που δεν προβλέπει σοβαρές κυρώσεις)» εξηγεί και συμπληρώνει: «Αντιλαμβάνεστε ότι οι χώρες στις οποίες υπάρχουν μεγάλα μουσεία με, για παράδειγμα, αποικιοκρατικές συλλογές, και μεγάλοι οίκοι δημοπρασιών, είναι πιο φειδωλές στην ερμηνεία. Επίσης, ένα βασικό πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι οι σχετικές συμβάσεις, όπως και η Σύμβαση της UNESCO του 1970, δεν έχουν αναδρομική ισχύ».

Ο κίνδυνος της απογύμνωσης;

Αυτές τις ημέρες, καθώς το θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα βρίσκεται στην επικαιρότητα, ήδη κάποια γερμανικά ΜΜΕ εξέφρασαν ανησυχία ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή τους στην Ελλάδα ίσως δημιουργήσει προηγούμενο. Μην ξεχνάμε ότι η προτομή της Νεφερτίτης (αποτελεί το πιο διάσημο έκθεμα του Νeues Museum του Βερολίνου) μεταφέρθηκε στη Γερμανία το 1913 – με την κυβέρνηση της Αιγύπτου να έχει διατυπώσει έκτοτε πολλάκις αιτήματα για τον επαναπατρισμό της.

Σήμερα, την εποχή που οι επαναπατρισμοί αρχαιοτήτων μοιάζουν να αυξάνονται, υπάρχει και μια μερίδα που τάσσεται εναντίον τους, θέτοντας ως επιχείρημα ότι ιστορικά μουσεία θα αδειάσουν από μεγάλους πολιτιστικούς θησαυρούς τους, οι οποίοι τελικά δεν ανήκουν σε μια χώρα, αλλά είναι κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μάλιστα, αυτό αποτελούσε και ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου, όπως εξηγεί και η κυρία Σταματούδη.

«Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η βρετανική κοινή γνώμη είναι υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα» τονίζει εμφατικά. «Το βασικό επιχείρημα περί μη επιστροφής επινοήθηκε το 2002, όταν τα αιτήματα επιστροφών αντικειμένων στις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου αυξάνονταν. Πρόκειται για τη θεωρία του «Παγκόσμιου Μουσείου», η οποία ανέκυψε βάσει Δήλωσης 18 μεγάλων μουσείων του κόσμου (Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής) που κατέχουν συλλογές από πολιτισμούς τρίτων χωρών». Οπως εξηγεί η κυρία Σταματούδη, βάσει αυτής της θεωρίας, το Βρετανικό Μουσείο διατείνεται ότι τα Γλυπτά πρέπει να παραμείνουν διασπασμένα μεταξύ Λονδίνου και Αθηνών διότι έτσι λένε δύο ιστορίες: μία στην Αθήνα για την ιστορία του αθηναϊκού πολιτισμού και μία στο Λονδίνο για την ιστορία της ανθρωπότητας. «Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο επισκέπτης του Βρετανικού Μουσείου μπορεί να κάνει συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και να αξιολογήσει ομοιότητες και διαφορές. Πρόκειται για την προσπάθεια των μουσείων αυτών να διαφυλάξουν τη δική τους πολιτιστική κληρονομιά στη βάση μιας δήθεν υπέρτερης θεωρίας για την παγκόσμια» καταλήγει.

Υπήρξαν όμως τα τελευταία χρόνια αλλαγές νομοθεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο που διευκολύνουν τις επιστροφές αρχαιοτήτων; Αν ναι, μπορεί να δείξουν τον δρόμο για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα; «Να ξεκινήσω λέγοντας ότι αν η Βρετανία θέλει να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα, που είναι το δίκαιο και ηθικό, υπάρχει τρόπος» απαντά.  Ως προς την τεχνική πλευρά του ζητήματος, όπως εξηγεί, υπάρχουν προς το παρόν τρεις κύριες οδοί. Πρώτον, με τη διενέργεια μακροπρόθεσμων διαρκώς ανανεούμενων δανείων με σκοπό την παραμονή των Γλυπτών στην Ελλάδα μόνιμα και την επανένωσή τους με τα υπόλοιπα που βρίσκονται στο Μουσείο Ακρόπολης. Η τακτική των ανανεούμενων δανείων είναι αυτή που χρησιμοποίησε το Βρετανικό Μουσείο και στο παρελθόν σε σχέση με άλλες επιστροφές, όπως της μάσκας των ‘Namgis στον Καναδά (σ.σ.: αν και η ελληνική Πολιτεία, μέσω δηλώσεων του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, φαίνεται να αποκλείει την πιθανότητα του δανείου). Δεύτερον, με την ψήφιση νέου νόμου από το βρετανικό κοινοβούλιο που να επιτρέπει νομοθετικά την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα (ωστόσο είδαμε ότι την πιθανότητα αυτή την απέκλεισε πρόσφατα ο πρωθυπουργός της χώρας). Και, τρίτον, κάνοντας χρήση του βρετανικού Νόμου περί Φιλανθρωπιών του 2022 (Charities Act 2022), βάσει του οποίου μουσεία (ακόμη και αν δεν συνιστούν φιλανθρωπικά ιδρύματα) μπορούν, εάν λάβουν την άδεια της Επιτροπής Φιλανθρωπίας, να επιστρέψουν αντικείμενα από τις συλλογές τους στη βάση «ηθικής υποχρέωσης»».