Νέα γενιά μη συνεργάσιμων δανειοληπτών στη στεγαστική πίστη δημιουργεί η εν εξελίξει διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών για την αντικατάσταση του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας με ένα νέο σύστημα επιδότησης του 1/3 των μηνιαίων δόσεων αδύναμων οικονομικά νοικοκυριών. Κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος εκφράζει την ανησυχία του για την αύξηση τις τελευταίες εβδομάδες του αριθμού των οφειλετών που «παίζουν» καθυστέρηση και αποφεύγουν κάθε συζήτηση για τακτοποίηση της υπόθεσής τους, υπό την προσδοκία μιας ευνοϊκότερης νομοθετικής ρύθμισης.
Προειδοποιεί ωστόσο ότι η επόμενη ημέρα μετά την κατάργηση του Νόμου Κατσέλη στα τέλη του 2018 μόνο καλύτερη δεν θα είναι για όσους έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη. Στις επαφές που έχουν μέχρι σήμερα για το θέμα τράπεζες και πολιτεία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καταγράφεται η ξεκάθαρη αντίρρηση των εποπτικών αρχών για τη διατήρηση οποιουδήποτε οριζόντιου μέτρου. Και αυτό διότι στη Φρανκφούρτη θεωρούν πως κάθε παρέμβαση προς αυτή την κατεύθυνση θα οδηγήσει στην αύξηση του αριθμού των στρατηγικών κακοπληρωτών.

Το όριο των 100.000 ευρώ

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), ασκεί πιέσεις στις ελληνικές τράπεζες για διενέργεια πλειστηριασμών σε ακίνητα αξίας χαμηλότερης των 100.000 ευρώ που σήμερα ατύπως, με πρωτοβουλία των πιστωτών, έχουν ανασταλεί. Επιπλέον, εφόσον δεχθεί τη διατήρηση της προστασίας της α’ κατοικίας, το νέο όριο θα είναι, εκτός απροόπτου, σημαντικά χαμηλότερο των 100.000 ευρώ έναντι 280.000 ευρώ που ισχύει σήμερα. Εξάλλου, μέχρι στιγμής είναι κατηγορηματικά αντίθετος σε οποιοδήποτε σχέδιο επιδότησης δανείων από το Δημόσιο.
Μόνον έτσι θεωρεί ο επόπτης ότι θα χτυπηθεί στη ρίζα του το πρόβλημα με τους δανειολήπτες που έχουν κηρύξει στάση πληρωμών, παρότι τα οικονομικά τους επιτρέπουν την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Ειδικά στα στεγαστικά δάνεια εκτιμά ότι 1 στις 4 προβληματικές χορηγήσεις ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Στο πλαίσιο αυτό, η πίεση στις τράπεζες για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών είναι ασφυκτική.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι στιγμής οι πλειστηριασμοί δεν έχουν αγγίξει τη μεγάλη πλειοψηφία των οφειλετών που διαθέτουν ακίνητα αξίας 100.000 – 150.000 ευρώ. Ετσι, δυσχεραίνεται η προσπάθεια των τραπεζών για αποκλιμάκωση των δεικτών καθυστέρησης, η οποία με βάση τους σχεδιασμούς τους θα πρέπει να προέλθει κατά 50% από εκποιήσεις ενεχύρων και ρυθμίσεις έως και το 2021, 30% και 20% αντίστοιχα.

Τάσεις αποφυγής

Τις τάσεις αποφυγής αναδιάρθρωσης στη στεγαστική πίστη δείχνουν και τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους εμφανίζει το 74% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων που δεν έχουν καταγγελθεί, ύψους 20 δισ. ευρώ περίπου, ποσοστό υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο του 68,1% στο σύνολο των κόκκινων ανοιγμάτων. Από αυτά, η πλειονότητα, περίπου το 65%, ήτοι 13 δισ. ευρώ, δεν έχει εξυπηρετηθεί για διάστημα άνω των 2 ετών.
Επιπλέον, σχεδόν τα μισά στεγαστικά δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών δεν έχουν ακόμη ρυθμιστεί, γεγονός που οφείλεται στην απροθυμία των οφειλετών να συζητήσουν μια λύση για το δάνειό τους, αλλά και στην ισχύ του νόμου Κατσέλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οφειλές περί τα 4 δισ. ευρώ είναι παγωμένες εν αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσης στο Ειρηνοδικείο.
Μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου για αυτές τις περιπτώσεις από τα μέσα Σεπτεμβρίου έχει ξεκινήσει η προσπάθεια εντοπισμού όσων δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο προστατευτικό πλαίσιο. Ωστόσο, πρόκειται για μια σύνθετη και χρονοβόρα διαδικασία, τα πρώτα απτά αποτελέσματα της οποίας δεν πρόκειται να φανούν πριν από τα μέσα του 2019.

Γενναίες ρυθμίσεις

Θετικό είναι πάντως το γεγονός ότι το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη εξυγίανσης (2,9%) σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες πίστης. Αυτό είναι αποτέλεσμα των πιο γενναίων ρυθμίσεων με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα που προωθούν οι τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων την αναλογία χρέους προς την εμπορική αξία του προσημειωμένου ακινήτου, καθώς και την εισοδηματική / περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη. Οσο πιο μεγάλο το χρέος σε σχέση με την τρέχουσα αξία των εγγυήσεων και όσο πιο μόνιμα χαρακτηριστικά έχει η μείωση των εισοδημάτων, τόσο πιο επιθετική είναι η ρύθμιση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τους τελευταίους μήνες σε ορισμένες τράπεζες το 85% των λύσεων που προωθούνται είναι μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, ενώ τουλάχιστον στο 1/3 εξ αυτών εφαρμόζεται διαχωρισμός της οφειλής σε δύο μέρη, με το πρώτο να συνεχίζει να εξυπηρετείται και το δεύτερο να παγώνει ή / και να κουρεύεται σταδιακά, στον βαθμό που ο δανειολήπτης πληρώνει κάθε μήνα τη δόση του.