Η καινούργια χρονιά θα είναι καθοριστική αλλά όχι τόσο για τον κορωνοϊό, ο οποίος αργά ή γρήγορα θα τεθεί υπό έλεγχο. Θα είναι καθοριστική κυρίως για τις σχέσεις με την Τουρκία – η οποία δεν δείχνει καμία διάθεση να ελεγχθεί. Να προσδιορίσουμε τέσσερα δεδομένα. Δεδομένο πρώτο. Η κυβέρνηση (όχι μόνο η σημερινή αλλά και καμία άλλη ελληνική κυβέρνηση…) δεν έχει τη δυνατότητα να αποδεχθεί ή να διαπραγματευτεί αυτό που η Τουρκία επιδιώκει. Την επικυριαρχία της στην περιοχή.

Η επιδίωξη αυτή διατυπώνεται όλο και πιο ανοιχτά, είτε μέσω επιθετικών ενεργειών και δηλώσεων είτε μέσα από αιτήματα για επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λωζάννης (δηλώσεις υπουργού Ενέργειας Φατίχ Ντονμέζ, 28/12) και αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου (NAVTEX, 14/12). Αποτελεί πλέον στρατηγικό δόγμα της Αγκυρας.

Δεδομένο δεύτερο. Η κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει ακόμη και σε οιασδήποτε μορφής άτυπο διάλογο επί ζητημάτων που απορρέουν από την επιδίωξη επικυριαρχίας της Τουρκίας. Θα νομιμοποιούσε την επιδίωξη.

Και ασφαλώς δεν μπορεί να προχωρήσει σε διερευνητικές συζητήσεις όσο παρατείνεται το κλίμα απειλών και πιέσεων που η Τουρκία έχει αναίτια καλλιεργήσει. Θα νομιμοποιούσε το κλίμα.

Δεδομένο τρίτο. Η τουρκική κυβέρνηση έχει ανεβάσει τόσο πολύ τον πήχη των απαιτήσεων και των προσδοκιών της ώστε θα δυσκολευτεί πολύ να τις διαχειριστεί. Μόλις προ ημερών ο τούρκος ΥΠΕΞ Μ. Τσαβούσογλου δήλωνε ότι αρνείται ακόμη και να διαπραγματευτεί με την Κυπριακή Δημοκρατία – υποθέτω πως η άλλη λύση θα είναι να την καταλάβει… (29/12).

Τι σημαίνει όμως αυτό; Πως ακόμη και μια εύλογη συμβιβαστική λύση θα εκληφθεί ως ήττα ή έστω ως αβάσταχτη υποχώρηση για την τουρκική πλευρά. Και φυσικά καμία τουρκική κυβέρνηση δεν θα αποδεχθεί κάτι τέτοιο, ιδίως όταν η ελληνική πλευρά δεν έχει την αντικειμενική δυνατότητα να αποδεχθεί κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντάλλαγμα. Δύσκολα λοιπόν θα βρει η Τουρκία έναν τρόπο να σώσει έστω τα προσχήματα και δεν βλέπω ποιος στην Ελλάδα θα μπορούσε να της τον προσφέρει. Αυτό (το λέω για τους δικούς μας κουφιοκεφαλάκηδες…) δεν το εμποδίζει ο ελληνικός αλλά ο τουρκικός μαξιμαλισμός.

Δεδομένο τέταρτο. Δεν ξέρω αν η Τουρκία είναι «απομονωμένη» (δεν το πιστεύω…), αλλά δεν είναι και στα καλύτερά της. Ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά ούτε διπλωματικά. Για την ακρίβεια, βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση της τελευταίας εικοσαετίας, κι αυτό είναι καλό για εμάς αλλά κακός σύμβουλος για εκείνη. Για να συνοψίσω σε απλά ελληνικά. Κάποιος πρέπει να πάρει τον μουτζούρη. Αλλά δεν βλέπω κανέναν στη μια ή στην άλλη πλευρά του Αιγαίου διατεθειμένο να το κάνει. Ο λόγος είναι απλός. Με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει περιθώριο «έντιμου συμβιβασμού» ή win-win λύσης ή «καζάν-καζάν» που θα έλεγε κι ο Ερντογάν. Κι αυτό επειδή τα ορατά οφέλη ενός τέτοιου συμβιβασμού είναι σαφώς μικρότερα από το κόστος του – και για τις δύο πλευρές… Τα υπόλοιπα θα τα δείξει ο χρόνος.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι έχουμε μπροστά μας την προοπτική ενός παρατεταμένου περιφερειακού «ψυχρού πολέμου», άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς, στον οποίο θα επικρατήσει μόνο όποιος τον κατανοήσει και αφομοιώσει έγκαιρα τη λογική του. Τα υπόλοιπα είναι για να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Και πρωτοχρονιάτικα δεν μου αρέσουν οι κοροϊδίες.

Εμβόλια

Ομολογώ ότι με εντυπωσίασε η μέθοδος Βαρουφάκη. Πρώτα πήγε κι έκανε χωρίς τύψεις το εμβόλιο. Και ύστερα αισθάνθηκε «ντροπή» επειδή το εμβόλιο «θα είναι για μήνες προνόμιο τόσων λίγων». Πώς θα του περάσει η ντροπή; «Χρειάζεται απελευθέρωση από τις ολιγαρχικές πρακτικές Μητσοτάκη» εξήγησε. Δεν ξέρω ποιες πρακτικές εννοεί, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση και σε σχέση με το εμβόλιο, ο συλλογισμός είναι «πάρ’ το αβγό και κούρευ’ το»!

Γι’ αυτό τελικά θεωρώ ότι έχει δίκιο ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Π. Κόκκαλης όταν λέει ότι «χρειαζόμαστε ένα πολιτικό εμβόλιο που θα εξασφαλίσει υγεία για όλους». Στην περίπτωση Βαρουφάκη ίσως και να επιβάλλεται.

Λάθος μέτωπο

Η Νίκη Κεραμέως κάνει κάποια καλά πράγματα στην παιδεία. Αφενός έχει σπάσει τη «συνδιαχείριση» της εκπαίδευσης με τους συνδικαλιστές εκπαιδευτικούς, κάτι το οποίο είναι αναμφισβήτητα θετικό για την εκπαίδευση. Αφετέρου αντέκρουσε το μοντέλο μιας ιδεολογικής παιδείας με πιο εμβληματική την κατάργηση των προγραμμάτων σπουδών ιστορίας.

Θυμίζω ότι τα είχε επεξεργαστεί επί ΣΥΡΙΖΑ μια επιτροπή υπό τον πανεπιστημιακό Πολυμέρη Βόγλη. Ο οποίος παρεμπιπτόντως, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Αστυνομία παντού. Και στα Πανεπιστήμια» υποστηρίζει ότι «αστυνόμευση και ελευθερία είναι δυο ασύμβατες έννοιες στα δημοκρατικά κράτη» («ΕφΣυν», 28/12). Ενδιαφέρουσα ομολογουμένως άποψη αλλά μάλλον για ακτιβιστή της Αριστεράς.

Η Κεραμέως όμως έκανε κι ένα φάουλ – θα δούμε πόσο μεγάλο θα αποδειχτεί… Αφενός εξομοιώνει τίτλους ιδιωτικών κολεγίων με πτυχία ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ. Γιατί όχι, αν το αξίζουν; Αλλά αφετέρου αφαιρεί από τους επαγγελματικούς φορείς την αρμοδιότητα να κρίνουν αν το αξίζουν. Δηλαδή τους αφαιρεί τον καθοριστικό ρόλο στην παροχή άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Το φάουλ είναι διπλό.

Πρώτον, επειδή δημιουργεί την εντύπωση ότι «αβαντάρει» τα ιδιωτικά κολέγια. Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος, πάντως δεν είναι δουλειά του κράτους να προωθεί το ιδιωτικό σε βάρος του δημοσίου.

Δεύτερον, επειδή μεταφέρει στο υπουργείο μια ευθύνη που οι επαγγελματικοί φορείς μια χαρά και χωρίς παρατράγουδα διεκπεραίωναν έως τώρα.

Κυρίως όμως είναι ένα φάουλ πολιτικό.

Δημιουργεί ένα αχρείαστο μέτωπο σε κάτι που δεν υπήρχε λόγος, ούτε ανάγκη. Τη στιγμή μάλιστα που τα βασικά και ζωτικά μέτωπα της παιδείας χρειάζονται όλο το πολιτικό κεφάλαιο που η κυβέρνηση και η υπουργός μπορούν να διαθέσουν.

Η κυβέρνηση τσακώνεται αναίτια και ακατανόητα με το ΤΕΕ, το Οικονομικό Επιμελητήριο και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, όταν τα πανεπιστήμια ζουν περιστατικά βίας και ακροτήτων, πολιορκούνται από αδιανόητες απόψεις ακτιβιστών (όπως εκείνες που παρέθεσα) και διοικούνται από ανθρώπους που προσπαθούν να τα έχουν καλά ακόμη και με τα πιο ακραία αντικοινωνικά στοιχεία.

Με άλλα λόγια, η υπουργός επέλεξε λάθος μέτωπο, λάθος πόλεμο και λάθος εχθρό. Δεν το λες και πολύ σοφό.