Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Δεν υπάρχει μάλλον μεγαλύτερος τίτλος τιμής για έναν επαγγελματία από το να εφευρεθεί μια λέξη για να περιγράψει τη δραστηριότητά του. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του οίκου Charvet: ο όρος chemisier επινοήθηκε για να χαρακτηρίσει την καινοφανή τον 19ο αιώνα λειτουργία του. Μέχρι το 1838, τότε που ιδρύθηκε από τον Ζοζέφ-Κριστόφ Σαρβέ (γιο του «επιμελητή της γκαρνταρόμπας» του Ναπολέοντος) το πρώτο κατάστημα δημιουργίας πουκαμίσων όχι μόνο στο Παρίσι αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, οι ράφτες επισκέπτονταν τους πελάτες τους στα σπίτια ή στις δουλειές τους. Για να καταλάβουμε πόσο πρωτοποριακή ήταν η ιδέα ενός χώρου ανοιχτού για όποιον επιθυμεί να εμπλουτίσει τη συλλογή του αρκεί να σκεφτούμε πως τα αντίστοιχα μαγαζιά άρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους του Λονδίνου σχεδόν 50 χρόνια αργότερα.
Οι πρώτες διευθύνσεις Charvet βρίσκονταν στην ιδιαιτέρως αριστοκρατική Rue de Richelieu και το 1877 ο οίκος μεταφέρθηκε στη φημισμένη Place Vendôme όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Εισήγαγε δε στο γαλλικό εμπόριο ειδών ρουχισμού μία ακόμη καινοτομία: αυτό που λέμε «απλώς χαζεύω», τη δυνατότητα δηλαδή να βλέπουν οι υποψήφιοι αγοραστές τα υφάσματα και τα διάφορα ενδύματα χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αγοράσουν. Εκείνοι που ανέδειξαν τη φίρμα Charvet σε εξαιρετικά δημοφιλές brand ήταν οι μοντέρνοι νεαροί άνδρες της γαλλικής πρωτεύουσας που αγαπούσαν το προσεγμένο ντύσιμο και τις ιπποδρομίες και αποκαλούνταν Jockey Club. Η φήμη ξεπέρασε τα σύνορα της Γαλλίας και το 1905 άνοιξε υποκατάστημα στο Λονδίνο στη New Bond Street.
Οι 104 αποχρώσεις του λευκού
Οποίος περάσει τις διάσημες πόρτες του τα χάνει αρχικά από τον πλούτο των αποχρώσεων και των υφασμάτων. Υπάρχουν 6.000 διαφορετικά υφάσματα για να διαλέξει κανείς, τοποθετημένα με πολύ οργανωμένο τρόπο στους επτά ορόφους του κτιρίου σε περισσότερα χρώματα από όσα μπορεί να φανταστεί κανείς. Υπάρχουν, για παράδειγμα, 400 λευκά υφάσματα σε 104 διαφορετικές αποχρώσεις του λευκού, εμπνευσμένες σε ορισμένες περιπτώσεις από τους πίνακες θρυλικών ζωγράφων όπως ο Μονέ και ο Ματίς. Σήμερα μπορεί να ράψει κανείς εκεί στα μέτρα του ένα φίνο κοστούμι ή ένα εντυπωσιακό πουκάμισο, καθώς και να αγοράσει πολυτελείς γραβάτες, φουλάρια, μπλούζες, εσώρουχα και πιζάμες.
Η λίστα με τους διάσημους πελάτες του οίκου Charvet είναι πραγματικά ατελείωτη. Καλλιτέχνες όπως ο Κλοντ Ντεμπισί, o Εντουάρ Μανέ, ο Φρεντ Αστέρ, ο Ορσον Γουέλς και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, λογοτέχνες όπως ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ, ο Σαρλ Μποντλέρ, ο Οσκαρ Ουάιλντ και ο Ζορζ Σιμενόν, γαλαζοαίματοι όπως ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου και ο πρίγκιπας Κάρολος, αλλά και πολιτικοί, όπως ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο Σαρλ ντε Γκωλ, ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο Ζακ Σιράκ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Νικολά Σαρκοζί και ο Μπαράκ Ομπάμα συγκαταλέγονται στους φανατικούς θαυμαστές της υπογραφής Charvet. Λέγεται μάλιστα πως ο Μαρσέλ Προυστ έψαχνε με τις ώρες το «κρεμώδες ροζ» που ονειρευόταν για τις γραβάτες του. Φυσικά, το κατάστημα ανέκαθεν εξυπηρετούσε και τις γυναίκες που θέλησαν να αποκτήσουν κάποιο εμβληματικό πουκάμισο του οίκου, με πιο γνωστές πελάτισσες τη Γεωργία Σάνδη, την Κατρίν Ντενέβ και τη Σοφία Κόπολα.
Από το 1964 η επιχείρηση έχει περάσει στα χέρια της οικογένειας Κολμπάν και σήμερα διαχειριστές αυτές της τεράστιας κληρονομιάς είναι τα αδέλφια Ζαν-Κλοντ και Αν-Μαρί Κολμπάν, οι οποίοι φροντίζουν ευλαβικά να ανταποκρίνονται οι υπηρεσίες τους στις πολύ υψηλές απαιτήσεις της εκλεκτής πελατείας τους.