Αρκεί ο Μπάιντεν για να αναστραφεί ο απομονωτισμόςτης εποχής Τραμπ;
Ειδικοί εκτιμούν ότι ακόμη και η εκλογή του Δημοκρατικού υποψηφίου δεν θα σημάνει ριζικό μετασχηματισμό της εξωτερικής πολιτικής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είχε καλλιεργηθεί μια ατμόσφαιρα ευφορίας τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων εμφάνιζαν μια άνετη επικράτηση του Τζο Μπάιντεν και ενδεχόμενο έλεγχο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου (Βουλής των Αντιπροσώπων και Γερουσίας) από το Δημοκρατικό Κόμμα. Παράλληλα, δεν έλειπαν και όσοι πίστευαν ότι μια σαρωτική (landslide) νίκη του πρώην αντιπροέδρου και υποψηφίου των Δημοκρατικών θα επέτρεπε την προώθηση μιας ευρείας κοινής ευρωατλαντικής ατζέντας σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και οι σχέσεις με την Κίνα.
Χώρα βαθιά διχασμένη
Η έκβαση των εκλογών όμως δεν ήταν, ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, τέτοια που να δικαιώνει αυτές τις προσδοκίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βγαίνουν βαθιά διχασμένες από αυτές τις εκλογές, μοιάζουν σαν δύο χώρες στο κοστούμι μιας, όπως περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Τζορτζ Πάκερ στο περιοδικό «The Atlantic». Πώς θα μοιάζει άραγε η αμερικανική εξωτερική πολιτική όταν, με το καλό, ο Τζο Μπάιντεν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο – εφόσον επιβεβαιωθούν τα τελευταία προγνωστικά που τον έφερναν σε πλεονεκτική θέση; Πόσο μπορεί να κρατήσει μια δικαστική διαμάχη σε περίπτωση που ο Ντόναλντ Τραμπ επιλέξει την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο; Θα μπορέσει ο Μπάιντεν να κυβερνήσει ομαλά ή οι Ρεπουμπλικανοί, «γαλβανισμένοι» από τον «τραμπικό απομονωτισμό» της τελευταίας τετραετίας, θα υψώσουν αναχώματα σε μείζονα ζητήματα, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οι Ιαν Μποντ και Λουίτζι Σκατσέρι του Center for European Reform σε πρόσφατη ανάλυσή τους για τις αμερικανικές εκλογές;
Ιδιαίτερα το τελευταίο σημείο ίσως αποδειχθεί το κομβικότερο όλων. Πολύ πρόσφατα, δύο εμβληματικές κινήσεις του Μπαράκ Ομπάμα – η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα – δεν μπορούσαν να λάβουν τη μορφή διεθνούς συνθήκης διότι ο πρώην πρόεδρος δεν μπορούσε να τις ψηφίσει στο Κογκρέσο το οποίο ελεγχόταν από τους Ρεπουμπλικανούς. Αυτό διευκόλυνε τον διάδοχό του να αποχωρήσει και από τις δύο συμφωνίες πολύ σύντομα εντός της θητείας του. Υπάρχει άραγε κανείς που πιστεύει ότι αυτή τη φορά θα είναι εύκολη η έκβαση θεωρητικά απλούστερων διαδικασιών, όπως π.χ. η έγκριση υπουργών ή υφυπουργών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ;
Τρεις προτεραιότητες
Οι έμπειροι παρατηρητές όμως εκτιμούν ότι ακόμα και η εκλογή του Τζο Μπάιντεν δεν θα έχει τη μορφή μιας προεδρίας με χαρακτηριστικά μετασχηματισμού. Ο έμπειρος πολιτικός θα έχει να αντιμετωπίσει – και μάλιστα άμεσα – τρεις βασικές προτεραιότητες της εσωτερικής πολιτικής: τον κορωνοϊό, την οικονομία και την επούλωση των πληγών που έχει επιφέρει η διχαστική πολιτική Τραμπ στο «πολιτικό σώμα» των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια φράση που είπε ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μπρινό Λεμέρ ίσως περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλη την κατάσταση, τουλάχιστον σε σχέση με την Ευρώπη: «Είτε οι Αμερικανοί επιλέξουν τον Τζο Μπάιντεν είτε τον Τραμπ, αυτό δεν μεταβάλλει ένα στρατηγικό γεγονός… η αμερικανική ήπειρος έχει αποσπαστεί από την ευρωπαϊκή ήπειρο και έχει έρθει η στιγμή για τους Ευρωπαίους να αναλάβουν τις ευθύνες τους».
Δομικές αλλαγές
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έλευση του Μπάιντεν στο Οβάλ Γραφείο θα φέρει έναν πιο συμφιλιωτικό και εγκάρδιο τόνο στις ευρωατλαντικές σχέσεις, ενώ παράλληλα θα θέσει σε διαφορετικό πλαίσιο τις σινοαμερικανικές σχέσεις – χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον και Πεκίνου θα πάψει να αναπτύσσεται. Ακόμα όμως και αν η αμερικανική εξωτερική πολιτική γίνει ξανά πιο προβλέψιμη και στην προεδρία δεν βρίσκεται ένας άνθρωπος που χαριεντίζεται με αυταρχικούς ηγέτες ή με πρόσωπα όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (για να αναφερθεί κανείς και σε ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα), στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έχουν συντελεστεί και εξακολουθούν να συντελούνται δομικές αλλαγές που δεν πρόκειται να ανατραπούν επειδή θα χάσει ο Ντόναλντ Τραμπ.
«Η εκλογή του Τραμπ ήταν ένα σύμπτωμα όσο και μια αιτία επανεκτίμησης της προσέγγισης της χώρας ως προς τον ρόλο της στον κόσμο» σημειώνει στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Isolationism: A History for America’s Efforts to Shield Itself from the World» ένας από τους ψυχραιμότερους αναλυτές διεθνών σχέσεων στις ΗΠΑ, ο Τσαρλς Κάπτσαν. Και πράγματι, η παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας άφησαν πίσω ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο είδε να χάνει σημαντικό κομμάτι του εισοδήματός του σε μια χώρα στην οποία, ούτως ή άλλως, τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας είναι περιορισμένα. Ακριβώς σε αυτό το «μαλακό κοινωνικό υπογάστριο» εισχώρησε ο τραμπισμός.
Ο γρίφος για τους ευρωπαίους ηγέτες
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ερικ Μπράτμπεργκ του Carnegie Endowment for International Peace, «το αληθινό ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν είναι τόσο η αποκατάσταση των ευρωατλαντικών σχέσεων στην προ Τραμπ εποχή, αλλά μάλλον πώς να διαμορφώσουν ένα νέο όραμα για το μέλλον – στο οποίο η Ουάσιγκτον δεν θα βρίσκεται πάντα στη θέση του οδηγού και η Ευρώπη θα είναι ικανή να αναλαμβάνει περισσότερη ευθύνη».
Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων και η ανησυχία του Βερολίνου
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας αναγνώρισε το πρόβλημα. «Οποιος πιστεύει ότι τα πάντα στις ευρωατλαντικές σχέσεις θα είναι όπως πριν με έναν πρόεδρο προερχόμενο από τους Δημοκρατικούς, υποτιμά τις δομικές μεταβολές» είπε χαρακτηριστικά. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ότι στο Βερολίνο λείπει η στρατηγική κουλτούρα αντίληψης πως ο κόσμος έχει εισέλθει ξανά σε έναν ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και θα απαιτηθούν επώδυνες αποφάσεις που αφορούν την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ωστόσο, η πολυδιαφημισμένη «στρατηγική αυτονομία» κοστίζει και σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία όπως αυτή που διαμορφώνει ο κορωνοϊός οι προτεραιότητες μεταβάλλονται.
Σε θέματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η κλιματική αλλαγή ή ο κορωνοϊός, το ΝΑΤΟ (το οποίο ο Μπάιντεν θέλει να διατηρήσει παρά την πιο εκλεπτυσμένη πίεση που θα ασκήσει στους Ευρωπαίους για αύξηση των αμυντικών δαπανών), ακόμα και η Κίνα, ο νέος πρόεδρος θα μαλακώσει το κλίμα. Θα παραμείνουν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες ο θεματοφύλακας της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ή θα είναι απλώς μια υπερδύναμη που θα επιδιώξει το στενό της οικονομικό και πολιτικό συμφέρον, αδιαφορώντας για εκείνο των εταίρων της, μετατρεπόμενη σε μια «υπερδύναμη παρία» (rogue superpower), όπως την περιγράφει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Tufts, Μάικλ Μπέκλεϊ; Αν αυτό συμβεί, οι συνέπειες για την Ευρώπη – και φυσικά για την Ελλάδα – θα είναι κατακλυσμιαίες.

