Οσοι παρακολουθούν από κοντά τη γαλλική πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν δύο πράγματα: Πρώτον, ότι με τον γάλλο πρόεδρο η άσκηση της εξουσίας είναι μια συνεχής παρτίδα πόκερ και, δεύτερον, ότι ο Εμανουέλ Μακρόν ζητεί πρώτα τη γνώμη του περιβάλλοντός του – τους απευθύνεται πάντα με το γνωστό «πώς βλέπεις τα πράγματα;» – προτού πάρει την τελική του απόφαση.

Εχοντας αυτά στο μυαλό, διαβάζουμε αλλιώς τις κινήσεις του γάλλου προέδρου τις τελευταίες ημέρες. Ετσι, για πρώτη φορά από το 2017 και την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, η γαλλική πολιτική σκηνή απέκτησε παλμό και ενδιαφέρον.

Από τη Δευτέρα και την αναγκαστική παραίτηση – χωρίς προφανή λόγο – της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν, η εβδομάδα ήταν άκρως πολιτική και γεμάτη σασπένς και ανατροπές. Ατελείωτα σχόλια, συζητήσεις και κριτικές έχουν μονοπωλήσει τον δημόσιο χώρο, αρκετά για να ζεστάνουν μυαλά, αν όχι σώματα, εντελώς παγωμένα από τις πολικές θερμοκρασίες στη χώρα.

Σήμερα η Γαλλία έχει μια πιο δεξιά κυβέρνηση – με έντονη τη σφραγίδα του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος συναντάται συχνά με τον Μακρόν –, με άνδρες στις στρατηγικές θέσεις, έντονες προσωπικότητες, ανατροπή στην ιεραρχία, με τον υπουργό Οικονομικών να είναι ο πρώτος τη τάξει και ένα πολιτικό φαινόμενο στην Πρωθυπουργία.

Η επιλογή που έκανε αίσθηση

Ο Γκαμπριέλ Ατάλ είναι «ο νεότερος πρωθυπουργός της Πέμπτης Δημοκρατίας» και εκθρονίζει έτσι τον Λοράν Φαμπιούς, πρωθυπουργό του Μιτεράν το 1988 που ανέλαβε σε ηλικία 37 ετών. Εάν προσθέσουμε την ηλικία του Ατάλ με αυτήν του Εμανουέλ Μακρόν, καταλήγουμε στην ηλικία του Τζο Μπάιντεν.

Ο Ατάλ είναι αναμφίβολα θαρραλέος και δημοφιλής: το 58% των Γάλλων ενέκρινε την επιλογή του, ποσοστό πολύ πιο υψηλό από τους τρεις προκατόχους του. Εγινε αρεστός στην κοινή γνώμη και ειδικά στις δεξιές δεξαμενές όταν ανακοίνωσε, στην εξάμηνη θητεία του στο υπουργείο Παιδείας, την επαναφορά της στολής στο σχολείο ή την απαγόρευση της αμπάγια και πάλι στα σχολεία.

Αποφάσεις που «έκαναν πέρασμα» σε μια «κοινωνία που πήρε δεξιά στροφή», όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο γάλλος πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ. Σαν καθρέπτης της σημερινής Γαλλίας, ο Ατάλ αρέσει και στην Αριστερά γιατί έχει ευαισθησία στα κοινωνικά μέτρα, αγαπάει τον κόσμο, μιλάει μαζί του.

Να προσθέσουμε εδώ ότι είναι ο μόνος υπουργός του Μακρόν που είχε αποκτήσει δίαυλο επικοινωνίας με βουλευτές της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν στα έδρανα της βουλής αλλά και με βουλευτές του ακροαριστερού Ζαν-Λικ Μελανσόν.

Αλλά υπάρχουν και αρνητικά. Ο νέος πρωθυπουργός δεν έχει να επιδείξει συγκεκριμένο απολογισμό από τα προηγούμενα πόστα του. Μόνο ανακοινώσεις που σημάδεψαν, όμως η ταχύτητα της ανόδου του τον εμπόδισε να δείξει αποτελέσματα.

Αντιμέτωπος με πολλά μέτωπα

Θα πρέπει να απαντήσει λοιπόν στις επικρίσεις που του γίνονται γι’ αυτό, ειδικά επειδή οι φάκελοι που τον περιμένουν και κληρονόμησε από τους προκατόχους του είναι δύσκολοι. Οπως ο νόμος για τη μετανάστευση, ο οποίος εγκρίθηκε με δυσκολία στη Βουλή αλλά κινδυνεύει να λογοκριθεί εν μέρει από το Συνταγματικό Συμβούλιο.

Θα πρέπει να πάρει αποφάσεις για την ισορροπία των δημοσιονομικών εξόδων, με το χρέος της Γαλλίας να έχει εκτοξευτεί, να βάλει μπροστά τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και να διαχειρισθεί πολλά ακόμη μέτωπα.

Σε διεθνές επίπεδο, οι αντιδράσεις είναι μεικτές. Για παράδειγμα, οι αφρικανικές χώρες, σύμφωνα με τις περισσότερες αφρικανικές εφημερίδες, δεν θέλουν να συνομιλήσουν με έναν πρωθυπουργό που αποδέχεται δημόσια την ομοφυλοφιλία του.

Βέβαια ο γάλλος πρωθυπουργός έχει ένα πολύτιμο όπλο: ξέρει να χειρίζεται τη δημόσια επικοινωνία. «Δεν φοβάται να βρίσκεται από το πρωί μέχρι το βράδυ στα κανάλια για να εξηγήσει τι κάνει, με προτάσεις σαν σλόγκαν. Ξέρει να παίρνει γρήγορες αποφάσεις και μιλάει καθαρά.

Από μικρός, ο Ατάλ λάτρευε το θέατρο και ήξερε όλα τα έργα του Μολιέρου και από τα 22 του έβγαινε ήδη στην τηλεόραση, οπότε τολμάει να πάρει τον λόγο δημόσια. Είναι σίγουρα φαινόμενο» σχολιάζει μιλώντας στο «Βήμα» ο Κριστόφ Μπαρμπιέ, πολιτικός αναλυτής. Η επικοινωνία θα χρειαστεί διότι αν και ο Γκαμπριέλ Ατάλ φέρνει νέο αίμα και νέα ενέργεια, δεν φέρνει όμως και την πλειοψηφία στη Βουλή για το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν.

Εντονες επικρίσεις για Μακρόν

Σίγουρα θα υπάρξουν κόντρες και λάθη και σίγουρα θα συζητηθεί πολύ αυτή η κυβέρνηση. Αν όμως ο Μακρόν δεν έψαχνε την πλειοψηφία διορίζοντας τον Γκάμπριελ Ατάλ, αλλά κάτι άλλο; Ο γάλλος πρόεδρος επικρίθηκε έντονα από πολιτικούς αναλυτές επειδή είναι πάντα «en meme temps», δηλαδή ταυτόχρονα δεξιά και αριστερά.

Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να είναι ξανά υποψήφιος για την προεδρία το 2027 και έτσι επιλέγοντας έναν διάδοχο, σε μια χώρα με μοναρχική παράδοση, καθησυχάζει την κοινή γνώμη.

Ο νεότερος γάλλος πρόεδρος γίνεται με αυτόν τον τρόπο ο πατέρας του έθνους, ένας σοφός. Ταυτόχρονα, δίνει πιο δεξιά κατεύθυνση στην κυβέρνησή του, το οποίο μοιάζει να αρέσει στην κοινή γνώμη.

Και φυσικά κρατάει τον πλήρη έλεγχο, βάζοντας έναν δικό του άνθρωπο στη διεύθυνση του γραφείου του νέου πρωθυπουργού. Επίσης, επέβαλε στον πρωθυπουργό του ως υπουργό Πολιτισμού τη Ρασιντά Ντατί, μισή ώρα πριν από την ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης, αλλά και τον υπουργό Εξωτερικών Στεφάν Σεζουρνέ, που είναι πρώην σύντροφος του Ατάλ αλλά και στενός σύμβουλος του Μακρόν. Τι θέλει ο γάλλος πρόεδρος;

Ποντάροντας στο «πουλέν»

Προτεραιότητά του είναι να ετοιμάσει τις ευρωεκλογές με μοναδική πολιτική γραμμή την καταπολέμηση του εξτρεμισμού, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά. Θα είναι δύσκολο εγχείρημα αφού το κόμμα του κατατάσσεται στις δημοσκοπήσεις πολύ πίσω από την Εθνική Συσπείρωση και τον διάδοχο και γαμπρό της Μαρίν Λεπέν, τον 28χρονο Ζορντάν Μπαρντελά, με 30% θετική γνώμη έναντι 18% για το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν.

Αλλά δεν είναι ακατόρθωτο εγχείρημα. Στο πλαίσιο αυτό, ο γάλλος πρόεδρος δεν αποκλείεται να επιλέξει τον σαραντάχρονο Ολιβιέ Βεράν, μέχρι σήμερα εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης και πολύ φίλο του νέου πρωθυπουργού, για να ηγηθεί της ευρωπαϊκής λίστας και να περάσει το μήνυμα στους Γάλλους ότι δεν έχουν πια λόγο να πάνε πιο δεξιά.

Το συμπέρασμα; Η απόφαση του Μακρόν να ποντάρει τόσο πολύ στο πουλέν του είναι ένα τολμηρό στοίχημα, που μπορεί να διδάσκεται στο μέλλον. Αρκεί να μην εξελιχθεί σε αυταπάτη.